Τῌ ΔΕΥΤΕΡᾼ ΤΗΣ ΙΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
δ΄ 10- 23
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατὰ μόνας καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὴν παραβολήν τοῦ σπόρου. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται, ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα. καὶ λέγει αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην, καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε; ὁ σπείρων τὸν λόγον σπείρει. οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν ἀκούσωσιν εὐθὺς ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν. καὶ οὗτοι ὁμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν ἀκούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς μετὰ χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτόν, καὶ οὐκ ἔχουσι ῥίζαν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· εἶτα γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται. καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι, οἱ τὸν λόγον ἀκούοντες, καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται. καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες, οἵτινες ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ παραδέχονται, καὶ καρποφοροῦσιν ἓν τριάκοντα καὶ ἓν ἑξήκοντα καὶ ἓν ἑκατόν. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Μήτι ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ; οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον, ἀλλ' ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν. εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
Νεοελληνική απόδοση:
Καὶ ὅταν ἦτο μόνος, τὸν ἐρωτοῦσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ οἱ δώδεκα, σχετικῶς μὲ τὴν παραβολήν. Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Σ’ ἐσᾶς ἔχει δοθῆ τὸ νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἰς δὲ τοὺς ἔξω, ὅλα γίνονται μὲ παραβολάς, ὥστε νὰ κυττάζουν καλὰ ἀλλὰ νὰ μὴν βλέπουν, καὶ νὰ ἀκούουν καλὰ ἀλλὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν, μὴ τυχὸν μετανοήσουν καὶ συγχωρηθοῦν αἱ ἁμαρτίαι των». Καὶ τοὺς λέγει, «Δὲν καταλαβαίνετε τὴν παραβολὴν αὐτὴν καὶ πῶς θὰ καταλάβετε ὅλας τὰς παραβολάς; Ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει, σπέρνει τὸν λόγον. Οἱ σπόροι, ποὺ ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον, εἰκονίζουν ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους σπέρνεται ὁ λόγος καὶ ὅταν ἀκούσουν, ἀμέσως ἔρχεται ὁ Σατανᾶς καὶ ἀφαιρεῖ τὸν λόγον τὸν σπαρμένον εἰς τὴν καρδιά τους. Ὁμοίως αὐτοὶ ποὺ ἐσπάρθηκαν εἰς τὰ πετρώδη, εἰκονίζουν ἐκείνους, ποὺ ὅταν ἀκούσουν τὸν λόγον ἀμέσως τὸν δέχονται μὲ χαράν, δὲν ἔχουν ὅμως ρίζαν μέσα τους ἀλλ’ εἶναι προσωρινοί· ἔπειτα ὅταν ἔλθη στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου, ἀμέσως κλονίζονται. Καὶ αὐτοί, ποὺ σπέρνονται εἰς τὰ ἀγκάθια, εἰκονίζουν ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν τὸν λόγον, ἀλλ’ αἱ κοσμικαὶ μέριμναι καὶ ἡ παραπλάνησις ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ αἱ ἐπιθυμίαι διὰ τὰ λοιπὰ πράγματα μπαίνουν καὶ συμπνίγουν τὸν λόγον καὶ γίνεται ἄκαρπος. Καὶ ὅσοι ἐσπάρθηκαν εἰς τὸ καλὸν ἔδαφος εἰκονίζουν ἐκείνους, ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον καὶ τὸν δέχονται καὶ φέρουν καρπὸν τριάντα καὶ ἑξῆντα καὶ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο». Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Μήπως φέρουν τὸ λυχνάρι διὰ νὰ τοποθετηθῇ κάτω ἀπὸ τὸ μόδι ἢ κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι; Δὲν τοποθετεῖται ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην; Διότι δὲν ὑπάρχει κρυφὸ πρᾶγμα, παρὰ διὰ νὰ γίνῃ φανερόν, οὔτε μυστικὸν παρὰ διὰ νὰ φανερωθῇ. Ἐὰν κανεὶς ἔχῃ αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου