Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Ὁ γερο-Ἑρμόλαος ὁ Λαυρεώτης.


Τὸ Μοναστήρι τῆς Λαύρας, σὰν ἐπιστάτη στοὺς βοσκοὺς-τραγιαραίους, πρὶν ἀπὸ 60 χρόνια εἶχε τοποθετήσει τὸν μοναχό Ἑρμόλαο. Ἦταν λιγομίλητος καὶ ὀλιγογράμματος μέν, ἀλλὰ μὲ πολλὴ σύνεση. Ἦταν ἐγκρατὴς σὲ ὅλα καὶ ἀφιέρωνε τὸν ἑαυτό του μὲ αὐταπάρνηση στὸ Μοναστήρι.
Μεταξὺ τῶν βοσκῶν, ὁ ἀρχηγὸς τῶν τραγιαραίων, ἦταν ἄνθρωπος σκληρός, ἄξεστος καὶ ἀστοιχείωτος, ἀλλὰ στὴν ἐργασία τοῦ βοσκοῦ ἦταν πολὺ ἱκανὸς καὶ ἀναντικατάστατος. Σ’ αὐτὸν ἐπάνω διόρισαν ἐπίστατη τὸν γερο-Ἑρμόλαο, καὶ ὡς βοσκὸς ποὺ ἦταν ὁ ἀρχιτραγιάρης, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ στὸν ἐπιστάτη του γερο-Ἑρμόλαο, ὅμως, τὶς περισσότερες φορὲς ἔκανε ὁ γερο-Ἑρμόλαος ὑπακοὴ στὸν βοσκὸ αὐτό, ὁ ὁποῖος τοῦ φερόταν πολὺ σκληρὰ καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔβγαζε νὰ κοιμηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν βοσκοκαλύβα καὶ νὰ παραμένει ὅλη τὴν νύχτα στὰ χιόνια καὶ στὸ δριμὺ κρύο τοῦ Ἄθωνα. Ἔτσι, ὁ γερο-Ἑρμόλαος, ἔκανε ἀφάνταστη ὑπομονὴ στὶς σκληρὲς καὶ βάρβαρες δοκιμασίες τοῦ τραγιάρη αὐτοῦ.
Οἱ ἄλλοι πάτερες ποὺ γνώριζαν τὸ μαρτύριο καὶ τὴν περιφρόνηση ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ τραγιάρης, τοῦ ἔλεγαν νὰ ἀναφέρει τὴν διαγωγὴ τοῦ βοσκοῦ αὐτοῦ στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ τὸν διώξει, ἀλλὰ ὁ γερο-Ἑρμόλαος, ποὺ ἔβαζε τὸ συμφέρον τοῦ Μοναστηριοῦ πάνω ἀπὸ τὸ δικό του καὶ κατὰ κάποιον τρόπο εἶχε συνηθίσει τὶς δυστροπίες τοῦ τραγιάρη, ἀπαντοῦσε στοὺς πατέρες ὡς ἑξῆς: «Δὲν πρέπει νὰ διώξει τὸ Μοναστήρι αὐτὸν τὸν βοσκό, γιατὶ καλύτερος τραγιάρης ἀπὸ αὐτὸν δὲν θὰ ἔρθει». Καὶ μὲ ἀνεξάντλητη ὑπομονὴ οἰκονομοῦσε τὰ πράγματα.
Μία μέρα ποὺ πήγαινε ὁ γερο-Ἑρμόλαος πάνω στὸ δάσος τοῦ Ἄθωνα, παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ διάβολος, προπορευόμενος, μὲ σχῆμα μοναχοῦ. Καὶ ὅλο τὸ διάστημα, τοῦ μιλοῦσε ὁ διάβολος χωρὶς διακοπή, τοῦ ἔλεγε διάφορες ἱστορίες καὶ τὸν ῥωτοῦσε διάφορα ἄσχετα πράγματα, ζητοῦσε δὲ νὰ τοῦ ἀπαντάει σὲ ὅλα καὶ σύντομα. Δηλαδή, τὸ τέχνασμά του ἦταν νὰ τὸν ἀπασχολεῖ συνέχεια, ὥστε νὰ μὴν προλαβαίνει ὁ γερο-Ἑρμόλαος νὰ λέει τὴν εὐχὴ καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ τὸν διακόψει ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη προσευχή.
Ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κατάφερε ὁ σατανᾶς τὸν γερο-Ἑρμόλαο νὰ μὴν λέει τὴν εὐχή, ἄρχισε νὰ πηδάει ἐκεῖ ποὺ τὰ βράχια εἶναι ἀπότομα. Πηδοῦσε ἀπὸ τὸν ἕνα βράχο στὸν ἄλλο καὶ ἂς ἀπεῖχαν μεταξύ τους περισσότερο ἀπὸ 10 καὶ 20 μέτρα καὶ γύριζε πάλι πίσω καὶ ἔλεγε στὸν γερο Ἑρμόλαο: «Δὲν βλέπεις τί κάνω ἐγώ; Πού πηδάω ἀπὸ τὸν ἕναν βράχο στὸν ἄλλο Ἐμπρός, ἔλα πήδα καὶ ἐσὺ ἀφοῦ νομίζεις ὅτι εἶσαι ἐνάρετος. Πήδα ὅπως πηδάω ἐγώ!»
Ὁ γερο-Ἑρμόλαος, ὡς ταπεινὸς ποὺ ἦταν καὶ εἶχε ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, δὲν δέχθηκε τὴν πρόταση τοῦ ὑποτιθέμενου μοναχοῦ, ὅτι εἶναι ἐνάρετος καὶ εἶπε, βλέποντάς τον νὰ πηδάει ἀπὸ βράχο σὲ βράχο: «Κύριε ἐλέησον, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με! Παναγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τὴν ὥρα τούτη!». Ἀμέσως χάθηκε ἀπὸ μπροστά του ἡ φαντασία τοῦ διαβόλου, ποὺ ἀπὸ τότε δὲν τὸν ξαναπείραξε μὲ τὸν τρόπο αὐτό
Ὁ γερο-Ἑρμόλαος, ἦταν πολὺ ἐλεήμων καὶ πονόψυχος πρὸς ὅλους τοὺς ἀδελφούς, τόσο ποὺ μποροῦσε νὰ δώσει καὶ αὐτὸ τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ ἔδινε τὸ Μοναστήρι γιὰ τὴν διατροφή του. Ἐὰν βρισκόταν κανένας πεινασμένος, τὸ ἔδινε καὶ αὐτὸς ἔμενε νηστικός.
Κάποτε, τὸν γερο-Δαμασκηνό, ποὺ ἔμενε στὴν Καλύβη τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τὸν εἶχαν πιάσει φρικτοὶ πόνοι στὴν κοιλιὰ καὶ σὲ ὅλο τὸ σῶμα, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὑπέφερε τρομερά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔτυχε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ὁ γερο-Ἑρμόλαος, ὁ ὁποῖος ἅμα τὸν εἶδε νὰ σφαδάζει ἀπὸ τοὺς πόνους, πῆρε ἀμέσως ἕνα βαμβάκι, τὸ βούτηξε στὸ καντήλι τῆς Παναγίας καὶ ἄλειψε τὸ μέτωπο καὶ τὰ χέρια του γερο-Δαμασκηνοῦ σταυροειδῶς. Ἀμέσως σταμάτησαν ὅλοι ἐκείνοι οἱ φριχτοὶ πόνοι, ποὺ νόμιζε πὼς θὰ ξεψυχοῦσε.
Ὅταν πάλι, μετὰ τὸν ὁσιακὸ θάνατο τοῦ γέρο-Ἑρμόλαου, ἔκαναν τὴν ἀνακομιδή, τὰ ὀστά του ἔβγαζαν ἄῤῥητη εὐωδία.

http://periagiouorous.blogspot.com.eg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου