π. Δημητρίου Μπόκου
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴ γῆ, ὑπῆρχε μιὰ παραμυθένια χώρα, γεμάτη πλοῦτο, φῶς καὶ ὀμορφιά, ποὺ τὴν ἔλεγαν Αἰθερία.
Μιὰ κρυστάλλινη ἀστείρευτη πηγὴ κι ἕνας ἥλιος ζεστὸς καὶ φωτεινὸς φόρτωναν ὁλοχρονὶς μὲ ἄφθονα ἄνθη καὶ καρποὺς τὰ καταπράσινα δέντρα ποὺ τὴ σκέπαζαν.
Ἐκεῖ, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες φυλές, κατοικοῦσε καὶ ἡ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας σοφὸς καὶ καλὸς ἄρχοντας, ποὺ τοὺς ἀγαποῦσε ὅλους σὰν παιδιά του, βασίλευε στὴ χώρα. Οἱ ἄνθρωποι στὴν Αἰθερία ζοῦσαν ὑπέροχα. Χωρὶς νὰ ἀρρωσταίνουν, χωρὶς νὰ γεράζουν ποτέ. Χωρὶς τίποτε νὰ τοὺς λείπει.
Μὰ κάποτε στὴ χώρα αὐτὴ ἔγινε μιὰ μεγάλη ἀναστάτωση. Ἕνας κακὸς ἄρχοντας, ὁ μοχθηρὸς βασιλιὰς τῆς νύχτας, ἔκαμε πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰθερίας. Συγκέντρωσε ἕνα μεγάλο στρατὸ ἀπὸ τοὺς μαύρους ἱππότες του καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ ὑπόγειο βασίλειό του, ἔφτασε στὰ πρόθυρα τῆς Αἰθερίας.
Ἐκεῖ προσπάθησε μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα στὸ βασίλειό του, νὰ πάρει μὲ τὸ μέρος του τοὺς κατοίκους της. Οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν κανένα παράπονο ἀπ’ τὸν καλὸ βασιλιά τους. Μὰ ὡστόσο, ἐντελῶς ἀνόητα, στράφηκαν ἐναντίον του, συμμαχώντας μὲ τὸν κακὸ βασιλιὰ τῆς νύχτας, παρασυρμένοι ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις του.
Στὴ μάχη ποὺ ἀκολούθησε οἱ λευκοὶ ἱππότες τῆς Αἰθερίας, πιστοὶ φρουροὶ τοῦ βασιλιᾶ ποὺ ἵππευαν λευκὰ φτερωτὰ ἄλογα, νίκησαν τοὺς μαύρους ἱππότες τῆς νύχτας καὶ τοὺς ξανάριξαν στὸ σκοτεινό τους βασίλειο.
Ὁ καλὸς βασιλιὰς λυπήθηκε πολὺ γιὰ τὴν ἀνταρσία τῶν ἀνθρώπων. Σύμφωνα ὅμως μὲ τοὺς νόμους τῆς Αἰθερίας ἔπρεπε τώρα νὰ τοὺς ἐξορίσει μακριὰ ἀπὸ τὴ φωτεινή τους πατρίδα. Ἔτσι οἱ λευκοὶ καβαλλάρηδες τοὺς ἔφεραν ἀπὸ τὴν Αἰθερία στὸν ἄγνωστο μέχρι τότε τόπο τῆς ἐξορίας τους: στὴ γῆ.
Οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀπαρηγόρητοι. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ χρυσὲς πύλες τῆς χώρας τους σφάλισαν πίσω τους, ξέσπασαν σὲ ὀδυρμὸ καὶ θρῆνο. Οἱ λευκοὶ καβαλλάρηδες προσπάθησαν νὰ τοὺς παρηγορήσουν. Τοὺς εἶπαν νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ βασιλιά, νά ’χουν ἀγάπη καὶ νὰ κάνουν τὸ καλὸ μεταξύ τους.
– Ἂν ζῆτε ἔτσι, εἶπαν, ὅταν θὰ τελειώνει ὁ χρόνος τῆς ἐξορίας σας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ σᾶς φέρνουμε πάλι στὴν πατρίδα. Ἂν ὅμως κάνετε τὸ ἀντίθετο, δὲν θὰ μᾶς ξαναδεῖτε. Οἱ μαῦροι ἱππότες θὰ σᾶς τραβᾶνε κάτω στὸ βασίλειο τῆς νύχτας.
Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν στὴ γῆ. Ἡ ζωή τους ἦταν πολὺ δύσκολη. Ἡ γῆ ἦταν ἀφιλόξενη. Δὲν ἔμοιαζε καθόλου μὲ τὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα. Ἔδινε πολὺ δύσκολα τοὺς καρπούς της. Ἔπρεπε νὰ δουλεύουν σκληρὰ γιὰ νὰ ζήσουν. Ὑπέφεραν πότε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ πότε ἀπὸ τὴ ζέστη. Καὶ οἱ ἀρρώστιες τοὺς χτυποῦσαν ἀλύπητα.
Λαχταροῦσαν μέσα τους τὴν πατρίδα. Δὲν ἔβλεπαν τὴν ὥρα νὰ γυρίσουν σ’ αὐτήν. Ὁ καθένας περίμενε ἀνυπόμονα τὸ τέλος τῆς ἐξορίας του. Κι ὅταν ἐρχόταν αὐτὴ ἡ στιγμὴ καὶ κάποιος λευκὸς καβαλλάρης ἐρχόταν νὰ τὸν παραλάβει, ἔπαιρνε γεμάτος χαρὰ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Μὰ καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια, ἄλλαζαν καὶ οἱ καιροί. Οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νὰ συνηθίζουν λίγο-λίγο καὶ τὴ γῆ. Ἡ σκληρὴ καὶ θλιβερὴ ζωή τους ἔπαψε νὰ τοὺς πειράζει τόσο πολύ. Σιγὰ-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, ἄρχισε νὰ σβήνει μέσα τους ἡ μεγάλη λαχτάρα γιὰ τὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα. Καὶ τέλος ἦρθε κάποια στιγμή, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσαν καθόλου πιὰ νὰ γυρίσουν σ’ αὐτήν. Συνήθισαν τὴ γῆ τόσο πολύ, ποὺ τὴν ἀγάπησαν σὰν πατρίδα τους. Δὲν ἤθελαν νὰ φύγουν ποτὲ πλέον ἀπ’ αὐτήν. Ἰδίως οἱ νεώτεροι ποὺ εἶχαν γεννηθεῖ στὴ γῆ καὶ μόνο ἀκουστὰ εἶχαν γιὰ τὴν ἄλλη, τὴ μακρινὴ πατρίδα τους, τὴν Αἰθερία. Οἱ πιὸ πολλοὶ μάλιστα δὲν πίστευαν κὰν πὼς ὑπάρχει.
Ὁ νόμος τοῦ βασιλιά τους ξεχάστηκε κι αὐτός. Ἔγιναν ἀδιάφοροι καὶ κακοὶ μεταξύ τους. Μὰ ἡ ζωή τους ἔτσι δυσκόλεψε πιὸ πολύ. Ὡστόσο ὁ χρόνος τῆς ἐξορίας γιὰ τὸν καθένα τελείωνε καὶ ἕνας-ἕνας ἔφευγαν. Οἱ λευκοὶ καβαλλάρηδες ἐμφανίζονταν ξαφνικά, χωρὶς προειδοποίηση κι αὐτὸ τοὺς στενοχωροῦσε πολύ. Καὶ δὲν ἔφευγαν μόνο οἱ γέροι, μὰ καὶ οἱ νέοι καὶ τὰ παιδιά. Πράγμα ποὺ δὲν τοὺς ἄρεσε καθόλου καὶ μεγάλωνε τὴ στενοχώρια καὶ τὴ γκρίνια τους γιὰ τὸν βασιλιά, ποὺ ὅριζε αὐθαίρετα, ὅπως ἔλεγαν, τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς τους στὴ γῆ.
Ἀνάμεσά τους ζοῦσε καὶ μιὰ μάνα μὲ τὸν μοναχογιό της. Ἀγάπησε κι αὐτὴ τὴ γῆ τόσο πολὺ πού, ὅπως ὅλοι, δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπ’ αὐτήν. Κόντευε νὰ σβήσει ἐντελῶς κι ἀπ’ τὴ δική της μνήμη ἡ εἰκόνα τῆς μυθικῆς της πατρίδας.
Κάποτε ὅμως τὸ παιδί της ἀρρώστησε. Καὶ τί δὲν ἔκανε νὰ τὸ γιατρέψει! Ἡ ἀρρώστια κράτησε μέρες καὶ τυράννησε μὲ φριχτοὺς πόνους τὸ φτωχὸ πλάσμα. Τελικὰ ἀποδείχτηκε πιὸ δυνατὴ ἀπ’ τὶς φροντίδες τῆς μάνας, ποὺ γυρίζοντας στὸ σπίτι κάποια μέρα δὲν βρῆκε τὸν ἄρρωστο μοναχογιό της. Κατάλαβε. Ὁ χρόνος ἐξορίας τοῦ παιδιοῦ της ἔληξε. Οἱ λευκοὶ καβαλλάρηδες τὸν εἶχαν πάρει. Τὸν ἔφεραν πίσω στὴν πατρίδα.
Μὰ ἡ μάνα δὲν ἄντεξε τὸν χωρισμό του. Ἡ καρδιά της σχίστηκε σὲ χίλια κομμάτια. Ὁ βαθὺς πόνος διεμβόλισε θανάσιμα τὴν ψυχή της. Σπαραχτικὸς ὁ θρῆνος της ἀντηχοῦσε νυχτόημερα στὶς ἐρημιές. Καὶ μιὰ καυτὴ ὀργὴ ἀνέβαινε ἀπὸ τὰ ἔγκατά της, θολώνοντας μὲ ἀναθυμιάσεις πνιγηρὲς τὴ σκέψη της καὶ τὰ αἰσθήματά της. Στάζοντας πίκρα τὸ βλέμμα της πλανιόταν μακριά, πέρα ἀπ’ τὶς βουνοκορφές, πάνω ἀπ’ τὰ σύννεφα, ὅπου, καθὼς ἔλεγαν, βρισκόταν ἡ μυθική τους πατρίδα. Φώναζε μὲ τὴν ἐλπίδα, πὼς ὁ ἄσπλαχνος βασιλιὰς ποὺ ὅριζε τὴ μοίρα τους, τὴν ἄκουγε.
– Μοῦ τὸν στέρησες! Γιατί; Τί μοῦ ἄφησες τώρα; Βολοδέρνω μονάχη μου πιά! Κι αὐτός; Ἕνα παιδάκι ἦταν! Γιατί βιάστηκες νὰ μοῦ τὸν πάρεις; Καὶ γιατί νὰ τὸν βασανίσεις ἔτσι; Τί ἔφταιγε τὸ ἀθῶο πλάσμα γιὰ νὰ ὑποφέρει; Εἶσαι σκληρός! Ἄδικος καὶ σκληρός!
Μὰ κάποια βραδιά, ποὺ εἶχε ξαναπιάσει γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὸ πικρὸ μοιρολόγι της, ἕνα δυνατὸ χλιμίντρισμα ἀλόγου τάραξε τὴν ἡσυχία τῆς νύχτας. Σύγκαιρα ἡ πόρτα της ἄνοιξε καὶ ἡ ἁδρὴ σιλουέττα ἑνὸς λευκοῦ καβαλλάρη διαγράφτηκε στὸ ἄνοιγμά της. Τά ’χασε. Ἦρθε λοιπὸν ἡ ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς της;
– Ὄχι ἀκόμα! εἶπε διαβάζοντας τὴ σκέψη της ὁ λευκὸς καβαλλάρης. Θά ’ρθεις μόνο νὰ δεῖς.
Τῆς ἔνευσε νὰ ἀκολουθήσει. Ἡ μάνα κοίταζε ἄναυδη. Ἡ μιλιά της εἶχε κοπεῖ. Βάδισε πίσω του ὑπνωτισμένη. Τὴν ἀνέβασε στὴ ράχη τοῦ φτερωτοῦ του ἀλόγου κι ἀμέσως σηκώθηκαν ὅλοι στὸν ἀέρα. Τὸ ἄλογο ἔσκιζε μὲ ἀσύλληπτη ταχύτητα τοὺς αἰθέρες. Πέταξαν πρὸς τὴν ἀνατολή, πάνω ἀπ’ τὰ σύννεφα, ἀφήνοντας μακριὰ πίσω τους τὴ γῆ. Καὶ τότε, ἀστράφτοντας μέσα σὲ ὑπέρλαμπρο φῶς, μιὰ χώρα μὲ ἀπερίγραπτη ὀμορφιὰ φανερώθηκε μπρός τους.
Ἡ μάνα κοίταζε μαγεμένη. Ὥστε ὑπῆρχε στ’ ἀλήθεια ἡ χώρα αὐτή! Τὸ μυαλό της εἶχε σταματήσει. Ρουφοῦσε μόνο μ’ ὅλη της τὴν ψυχὴ τὸ ἀνέκφραστο ὄνειρο ποὺ ζοῦσε.
Τὸ ἄλογο πάτησε στὸ χῶμα, ὁ λευκὸς καβαλλάρης ξεπέζεψε. Τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ προχώρησε ὣς ἐκεῖ, ὅπου μεγάλες ἁψίδες ἔκλειναν στὸ κέντρο τους ἕναν ψηλὸ θρόνο. Ἐκεῖ καθόταν ὁ βασιλιάς. Ὁ ἱππότης ὑποκλίθηκε μὲ σεβασμό.
– Καλῶς τὴν πονεμένη μάνα!
Ὁ βασιλιὰς μίλησε ἤρεμα, ὑποβλητικά. Ἔπειτα σηκώθηκε, κατέβηκε τὰ σκαλιὰ τοῦ θρόνου του καὶ τὴν πλησίασε. Ἔπιασε τὸ χέρι τῆς μάνας, ἔσκυψε καὶ τὸ φίλησε. Ἐκείνη τινάχτηκε ξαφνιασμένη.
– Τιμῶ καὶ σέβομαι τὴ μάνα ποὺ πονάει, τῆς εἶπε. Μπροστὰ στὸν πόνο της θέλω νὰ σκύψω κι ἐγώ, δὲ ντρέπομαι νὰ γονατίσω κι ἂς εἶμαι βασιλιάς. Καὶ τώρα πές μου, ρώτα με, ζήτα μου ὅ,τι θές.
Ἔνοιωσε νά ’ρχεται ξανὰ ἡ φωνή της.
– Ἂς ἦταν νὰ τὸν δῶ μονάχα, βασιλιά μου! εἶπε καὶ ἡ καρδιά της γέμισε λαχτάρα.
Ἔκαμε νόημα ὁ βασιλιὰς ἀμέσως καὶ στὴ στιγμὴ μιὰ φάλαγγα ὁλόκληρη ἱππέων μὲ ὁλόλευκες στολὲς καὶ μὲ χρυσὰ σπαθιὰ ποὺ ἄστραφταν στὸ φῶς, φάνηκε νά ’ρχεται μὲ ἐλαφρὸ καλπασμό. Πλησίασαν, ἄνοιξαν σὲ δυὸ γραμμὲς καὶ πῆραν θέση δεξιὰ κι ἀριστερὰ τοῦ θρόνου.
Ὁ ἀρχηγὸς ξεπέζεψε καὶ στάθηκε στὴ μέση, γέρνοντας μὲ σεβασμὸ ἀπέναντι στὸν βασιλιά. Ἦταν ἕνα ψηλὸ παλληκάρι ποὺ φεγγοβολοῦσε ὀμορφιά. Ἕνας ὑπέροχος λευκὸς καβαλλάρης!
Ἦταν ὁ γιός της!
– Μάνα, ὁ γιός σου! εἶπε ἀργὰ ὁ βασιλιάς. Καὶ γυρίζοντας στὸν νέο,
– Παιδί μου, ἡ μάνα σου!
Μέσα σὲ μιὰ κραυγὴ χαρᾶς μάνα καὶ γιὸς ἀγκαλιάστηκαν. Ἔκλαψαν γιὰ ὥρα πολλὴ ἀπὸ χαρά. Κι ὅταν ἡ μεγάλη συγκίνηση γαλήνεψε,
– Κράτα με τώρα ἐδῶ κι ἐμένα, βασιλιά μου! ἱκέτεψε ἡ μάνα.
– Ὄχι ἀκόμα, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Δὲν τέλειωσε ὁ χρόνος τῆς δικῆς σου ἐξορίας. Θὰ γυρίσεις γιὰ λίγο ἀκόμα στὴ γῆ. Κάμε λίγη ὑπομονή.
– Καταλαβαίνω τώρα πὼς ἡ σοφία σου ξεπερνάει τὰ πάντα, βασιλιά μου, εἶπε ἡ μάνα. Θὰ δεχτῶ τὸ θέλημά σου πλέον μὲ χαρά. Θὰ ὑπομείνω ὅσο θέλεις, ἀρκεῖ μετὰ νὰ χαίρομαι τὸν γιό μου ἐδῶ γιὰ πάντα. Ἀλλὰ πρὶν φύγω, λύσε μου τὴν ἀπορία. Γιατί τὸν πῆρες τόσο γρήγορα ἀπὸ κοντά μου;
– Ἦταν ἡ ὥρα του γιὰ νὰ τὸν φέρω πίσω. Δὲν θὰ ὠφελοῦσε νὰ ζήσει ἄλλο οὔτε αὐτὸν οὔτε ἐσένα.
– Μὰ πῶς γίνεται αὐτό; Μικρὸ παιδὶ ἤτανε! Καὶ γιατί νὰ ὑποφέρει τόσο;
– Πράγματι, δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτε. Ὁ πόνος του δὲν ἦταν τιμωρία του γιὰ κάτι, ἀλλὰ οἱ ἐξετάσεις του, ὁ δικός του ἀγώνας γιὰ νὰ κερδίσει ἐδῶ τὴ θέση τὴν ἀξιοζήλευτη ποὺ εἶδες. Γιὰ λίγο πόνεσε, μὰ ἡ ἀνταμοιβή του εἶναι πολλαπλάσια. Θὰ χαίρεται γιὰ πάντα τώρα ἐδῶ. Ὅμως ἂν ἔμενε κι ἄλλον καιρὸ στὴν ἐξορία του, θά ’ταν καταστροφὴ καὶ γιὰ τοὺς δυό σας. Μὰ αὐτὸ δὲν θά ’θελες, νομίζω, νὰ τὸ ξέρεις.
– Μὰ τώρα εἶναι ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ἡσυχάσω ἀπὸ τὴν ἀγωνία. Τί θὰ γινόταν, βασιλιά μου;
– Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ θὲς τόσο πολύ, ἂς τὸ μάθεις! εἶπε ὁ βασιλιὰς κι ἅπλωσε μπρὸς τὸ χέρι του.
Μιὰ πορφυρὴ κουρτίνα ἄνοιξε ἀπέναντί τους. Στὰ ἔκπληκτα μάτια της ἄρχισε νὰ ξετυλίγεται ἀμέσως μιὰ παράξενη εἰκόνα. Ὁλοζώντανα μπροστά της ἔβλεπε τὸ τί ἔμελλε νὰ συμβεῖ, ἂν ζοῦσε ὁ γιός της περισσότερο στὴ γῆ, κοντά της.
Τί τρομερὸ εἶδε ἡ ταλαίπωρη μάνα; Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ θὰ συνέβαινε;
Εἶδε λοιπὸν τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν γιό της σὲ μιὰν ἐρημιά, νὰ ταξιδεύουν ἐξαντλημένοι κάτω ἀπ’ τὸν καυτὸ ἥλιο. Τὸ νερό τους εἶχε τελειώσει. Ἡ μάνα δὲν ἄντεχε ἄλλο. Ἀποκαμωμένη ἔπεσε στὴ γῆ.
– Παιδί μου, προχώρα ἐσὺ ποὺ μπορεῖς λίγο καλύτερα. Πιὸ πέρα ποὺ ἀρχίζει τὸ δάσος ἔχει μιὰ πηγή. Φέρε νερό.
– Μάνα, φοβᾶμαι τοὺς ληστές. Ἔχουν τὰ λημέρια τους στὸ δάσος.
– Ἔχε τὸν νοῦ σου μὴ σὲ δοῦν. Μά, ἂν δὲν πᾶς, θὰ πεθάνουμε.
Ὁ γιὸς προχώρησε στὸ δάσος, μὰ οἱ ληστὲς τὸν πῆραν εἴδηση καὶ τὸν κυνήγησαν. Τὸν βάλαν στὸ σημάδι μὲ τὰ τόξα τους. Τὰ ἀδύναμα πόδια του δὲν τὸν πῆγαν μακριά. Δὲ μπόρεσε νὰ τοὺς ξεφύγει.
Ἡ μάνα εἶδε ποὺ ἀργοῦσε κι ἀνησύχησε. Ξεκίνησε μὲ κόπο νὰ τὸν ψάξει. Τὸν πρόλαβε ἑτοιμοθάνατο.
– Μάνα, μὲ σκότωσες! τῆς εἶπε μὲ παράπονο πάνω στὸ ξεψύχημά του.
Δάκρυα κι ἐνοχὲς ἀδυσώπητες ἔπνιξαν τὴ δυστυχισμένη μάνα. Τὰ λογικά της θόλωσαν. Ἡ ἀπελπισία ξέσχισε τὴν καρδιά της. Σπρωγμένη ἀπ’ τὸν ἀνείπωτο πόνο της, ὅρμησε ἔξαλλη σ’ ἕνα βαθὺ φαράγγι καὶ γκρεμίστηκε. Μὰ ἐκεῖ παραμόνευαν ἄγρυπνοι οἱ μαῦροι καβαλλάρηδες τοῦ σκοτεινοῦ βασιλιά. Αὐτοστιγμεὶ τὴν ἅρπαξαν καὶ μὲ ἀλαλαγμοὺς ἄγριας χαρᾶς τὴν ἔσυραν στ’ ἀνήλιαγο βασίλειο τῆς νύχτας.
– Φτάνει! πετάχτηκε στριγκλιὰ ἡ φωνή της ἀπ’ τὰ στήθια της καὶ σωριάστηκε στὰ πόδια τοῦ βασιλιά. Φτάνει, βασιλιά μου, κατάλαβα. Ἐγὼ ἡ ἴδια θά ’στελνα τὸν γιό μου στὸν χαμό. Καὶ θὰ χανόμουνα μετὰ γιὰ πάντα κι ἐγώ. Ἄχ, βασιλιά μου! Ἀπὸ τί κακό μᾶς ἔσωσες! Κι ἐγὼ σὲ καταριόμουνα ποὺ μοῦ τὸν πῆρες!
– Γιὰ τὸ καλό σας τό ’κανα, εἶπε ὁ βασιλιάς. Νὰ σᾶς γλυτώσω ἀπ’ τὴν καταστροφὴ ποὺ θὰ γινόταν παρὰ τὴ θέλησή σας. Δὲν γίνεται βέβαια μὲ ὅλους ἔτσι. Ἄλλοι καταστρέφουν μὲ τὴ θέλησή τους τὴ ζωή τους, σὲ ἄλλους γίνονται οἱ ἄλλοι αἰτία. Κι ἐγὼ ἀγρυπνῶ γιὰ νὰ προλάβω, ὅπου καὶ ὅσο γίνεται, τὸ κακό. Μὰ μὴ νομίζεις πὼς διορθώνονται ὅλα.
– Ἄχ! Καὶ πῶς θὰ ζήσω τώρα μ’ αὐτὴ τὴ φρίκη στὸ μυαλό μου!
– Δὲν πρόκειται νὰ γίνει αὐτό, μὴν ἀνησυχεῖς! Δὲν θὰ παιδεύεσαι μὲ πράγματα ποὺ ἦταν νὰ γίνουν, μὰ δὲν ἔγιναν.
Ὁ βασιλιὰς ἅπλωσε ξανὰ τὸ χέρι του. Ἡ κουρτίνα κινήθηκε καί, καθὼς ξανάκλεινε ἀργά, ἔσβηνε ὁριστικὰ καὶ τὸ φριχτὸ ὅραμα ἀπὸ τὴ θύμηση τῆς μάνας.
Ὁ λευκὸς καβαλλάρης τὴν ξανάφερε στὴ γῆ. Μὰ τώρα ἡ καρδιά της πετοῦσε ἀνάλαφρη. Πέρασε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ἐξορίας της στὴ γῆ μὲ χαρωπή, γαλήνια ὑπομονή. Κι ὅταν ὁ λευκὸς καβαλλάρης ξαναφάνηκε στὴν πόρτα της, δὲν τρόμαξε καθόλου.
– Καιρὸς ἦταν! τοῦ εἶπε μὲ χαμόγελο. Σὲ περίμενα!
Ἐκεῖνος τὴν ἀνέβασε στὸ φτερωτό του ἄλογο καί, τρέχοντας σὰν ἀστραπή, τὴν ἔφερε κοντὰ στὸν γιό της, στὴ φωτεινὴ πατρίδα τους πάνω ἀπ’ τὰ σύννεφα.
http://agios-dimitrios.blogspot.com.eg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου