Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε διακρινόταν ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἐπανόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο μας, ἔβλεπε πρὸς τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας, γιὰ τὴν ὁποία θεωρεῖ ὅτι κινεῖται εὐθύγραμμα καὶ ὄχι κυκλικά. Δὲν πιστεύει ὅτι ἡ Ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος καθηλώνεται στὸ σήμερα, ὄντας ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει. Δὲν πιστεύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπαναλαμβάνει συμπεριφορές, παραμένει προσκολλημένος σὲ δομές, ὄντας δέσμιος του χρόνου, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Γι’ αὐτὸ καὶ ζεῖ τὴν ἱστορικὴ πορεία ὡς μία συνεχῆ εὐκαιρία μετάνοιας, πρόσκτησης τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμίας γιὰ θέωση.
Στον ἀγώνα αὐτὸ ποὺ εἶναι συνεχὴς καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀνεπανάληπτος, διότι τίποτε δὲν ἐπιστρέφει ὅπως ἦταν, οὔτε καν οἱ ἐπιθυμίες μας, καλούμαστε ἀπὸ τὴν πίστη νὰ βλέπουμε ὄχι μόνο τὸν ἐκτὸς μας κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐντός μας. Νὰ βάζουμε ἀρχή, ὥστε νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας, καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ δεχθοῦμε τὸ Χριστὸ στὶς καρδιές μας. Καμία πνευματικὴ ἐμπειρία, καμία γιορτή, καμία μετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς πίστης δὲν μᾶς βρίσκει στὴν ἴδια ἀκριβῶς κατάσταση μὲ τὴν προηγούμενη. Αυτή ἡ συνεχὴς διαφορετικότητα γίνεται κίνητρο ὄχι γιὰ στασιμότητα, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὴ ἐργασία, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουμε τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς νὰ μᾶς κρατοῦν καθηλωμένους στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ παρελθόν (Κόλ. 3, 5), νὰ κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ νὰ ἀφήσουμε τὸν Χριστὸ νὰ προσθέσει σ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς λείπουν.
Τι εἶναι ὅμως «τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», τὴν νέκρωση τῶν ὁποίων ζητά ο ἀπόστολος Παῦλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του;
Είναι τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀντίθετο ἢ ἀδιάφορο πρὸς Ἐκεῖνον.
Εἶναι ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε καὶ ἔχει ἄρνηση σὲ σχέση μὲ τὴν ὁδὸ τοῦ Εὐαγγελίου. Εἴναι το πνεῦμα τῆς θεοποίησης τοῦ ἐαυτοῦ μας.
Ἡ αἴσθηση πὼς ἂν ἱκανοποιήσουμε ὅ,τι μᾶς κρατᾶ προσκολλημένους στὸ σήμερα, ἀκόμη κι ἂν δὲν ἔχει ἀγάπη, θὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι. Αυτό τὸ θέλημα ἔχει νὰ κάνει τόσο μὲ τὸ σῶμα, ὅσο καὶ μὲ τὴν ψυχή.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος περιγράφει τὶς μορφὲς μὲ τὶς ὁποῖες φανερώνεται.
Εἶναι ἡ πορνεία, δηλαδὴ ἡ χρήση τοῦ ἄλλου ὡς σώματος πρὸς ἡδονὴν καὶ ὄχι ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χαρᾶς στὴν προοπτική της ἔνταξης στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ ἀκαθαρσία, κάθε λογισμὸς καὶ κάθε πράξη ποὺ ρυπαίνει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας, διότι μᾶς κλείνει στὸν ἑαυτό μας καὶ μᾶς κάνει νὰ νομίζουμε ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν διαφθορὰ ποὺ ἡ ἀπόλαυση φέρνει θὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι.
Είναι τὸ πάθος, κάθε δηλαδὴ ἐξάρτηση τοῦ σώματός μας ὄχι ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Είναι κάθε κακὴ ἐπιθυμία, ὅλα ἐκεῖνα τὰ μικρὰ καὶ φαινομενικὰ ἀσήμαντα, τὰ ὁποῖα ὅμως μᾶς βγάζουν ἀπὸ τὴν πνευματική μας πορεία, διότι πετυχαίνουν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι εἶναι σημαντικὰ γιὰ μᾶς, καταναλώνοντας τὸν χρόνο μᾶς μάταια.
Εἶναι, τέλος, ἡ πλεονεξία, ἡ ὁποία γίνεται εἰδωλολατρία, γιατί μᾶς κάνει νὰ πιστεύουμε πὼς ἡ εὐτυχία βρίσκεται σὲ ὅ,τι καὶ ὅποιον ἀποκτήσουμε καὶ ἐκεῖνο ἢ ἐκεῖνος γίνεται τὸ ἀντικείμενο τῆς λατρείας μας, παρὰ τὸν Θεόν.
Οι ἐμπαθεῖς αὐτὲς καταστάσεις δὲν εἶναι μόνο σωματικές, ἀλλὰ ἔχουν νὰ κάνουν καὶ μὲ τὴν ψυχή, μὲ τὸν ὅλο ἄνθρωπο.
Γιατί ὁ ρύπος ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἀπὸ τὴν ἀπουσία δυνατῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Ἀπὸ τὴν ἔλλειψη διάθεσης γιὰ πνευματικὸ ἀγώνα. Ἀπὸ τὴν πώρωση τῆς συνείδησης.
Ἀπὸ τὴν ἐκδίωξη τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν ἀπουσία ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ τὴν ἄρνηση μετοχῆς στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἴτε γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς καταλάβει εἴτε γιατί ὑπάρχουν ἄλλες προτεραιότητες στὴν καρδιά μας. Κι ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σαρκικὲς ἡδονές, ὁ Παῦλος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μᾶς γίνονται δέσμια καὶ ἄλλων παθῶν.
Είναι ἡ ὀργή, ἡ στιγμιαία ἔκρηξη τῆς καρδιᾶς μας, διότι ὁ ἄλλος δὲν εἶναι ὅπως τὸν θέλουμε ἢ δὲν κάνει αὐτὸ ποὺ θέλουμε.
Είναι ὁ θυμός, μία μόνιμη κατάσταση τῆς καρδιᾶς μας, ἡ ὁποία μᾶς συνοδεύει συνεχῶς καὶ μᾶς κάνει νὰ μὴν λησμονοῦμε τί εἶναι καὶ τί κάνει ὁ ἄλλος.
Είναι ἡ κακία, δηλαδὴ ἡ συνολικὴ κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται ὅταν ἀπουσιάζει ἡ καλοσύνη, ὅταν δηλαδὴ βλέπουμε ὅλους τους ἄλλους ὡς ἐχθρούς.
Εἶναι ἡ αἰσχρολογία, δηλαδὴ ἡ βλασφημία κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ὑποτίμηση καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιδείξουμε τὴν δική μας ἀνωτερότητα.
Εἶναι, τέλος, τὸ ψεῦδος, τὸ ὁποῖο εὔκολα λέμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, εἴτε γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦμε, εἴτε γιὰ νὰ κρύψουμε τὴν ἀλήθεια, εἴτε γιατί προσποιούμαστε ὅτι εἴμαστε ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἴμαστε.
Τα πρῶτα μέλη ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν κίνηση τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἔναντί του ἄλλου στὸ ἐπίπεδό της σάρκας. Τὰ δεύτερα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ἀντίστοιχη κίνηση στὸ ἐπίπεδό του λόγου.
Σάρκα καὶ λόγος συνδυάζονται σε μία λογικὴ ἐπανάληψης, κατατρώγουν τὸ χρόνο μας καὶ μᾶς ὑποτάσσουν στὴν δύναμη τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ χρόνος καὶ ἡ ἱστορία λειτουργοῦν εὐθύγραμμα, ὑπάρχει η ἔννοια τῆς νέκρωσης. Αγωνιζόμενοι νὰ νεκρώσουμε τὴν κυριαρχίας τῆς σάρκας καὶ τοῦ λόγου, ἀφηνόμαστε στὴν ἀγάπη τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ κατοικεῖ ἐντός μας, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν καινούριο ἄνθρωπο. Ἀρκεῖ νὰ «ἐνδυθοῦμε τὸν νέον, τὸν ἀνακαινούμενον κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὸν» (Κολοσ. 3, 10). Νὰ μὴν φοβηθοῦμε νὰ δοῦμε κατὰ πρόσωπο τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ἀγωνιστοῦμε πνευματικά. Να ἀντισταθοῦμε στὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ὁποῖο ταυτίζει τὴν εὐτυχία μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῆς σάρκας καὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ λόγου, ὅταν καὶ τὰ δύο ὑποτάσσουν τοὺς ἄλλους χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται ἂν ἀγαποῦμε.
Η ἐσχατολογικὴ προοπτική της Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μία μετάθεση τῆς εὐτυχίας στὸ ἀπώτατο μέλλον, στὴν μεταθανάτια πραγματικότητα, στὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μία ἐδῶ καὶ τώρα ἀπόφαση μετάνοιας, νέκρωσης καὶ πορείας ἀνακαίνισης τοῦ ἐαυτοῦ μας. Καὶ ἔτσι ἀλλάζει καὶ ἡ πορεία τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπὸ τὴν δική μας ἀλλαγή. Ἂν ἀλλάξουμε, τότε ἡ ὑπομονὴ μᾶς ἔχει νόημα. Ἂν ὄχι, τότε θὰ παραμένουμε παρατηρητὲς καὶ κατήγοροι μιᾶς κοινωνίας ποὺ ζητᾶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ ποὺ στρέφεται μὲ τὸν λόγο ἐναντίον τῶν πάντων, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποδέχεται τὸν τρόπο τῆς ἀλλαγῆς τόσο ἐν τῷ νῦν ὅσο καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰώνι, ποὺ εἶναι ἡ σχέση μὲ τὸ Χριστὸ
πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλῆς Μουρτζανὸς
http://salpismata.blogspot.com.eg/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου