Κάποια μέρα ποὺ πῆγα νὰ ἐπισκεφτῶ τὸν ἅγιο Νήφων, τὸν βρῆκα νὰ κάθεται στὸ κελί του καὶ νὰ διαβάζει. Μόλις μὲ εἶδε, χάρηκε πολύ. Μὲ χαιρέτησε μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη, κι ἔσκυψε πάλι στὸ βιβλίο του. Ἐγὼ τὸν ἐμπόδισα ἀπὸ τὸ διάβασμα καὶ ἄρχισα νὰ τὸν ρωτάω γιὰ τὴν μετάνοια. Τότε μου ἀποκρίθηκε:
-Πίστεψε μέ, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς δὲν θὰ κρίνει τὸν χριστιανὸ ἐπειδὴ ἁμάρτησε…
Παραξενεύτηκα πολὺ μ΄ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὸν ρώτησα μὲ σεβασμό:
-Τότε λοιπὸν καθὼς λές, οἱ ἁμαρτωλοὶ δὲν θὰ κριθοῦν; Πρέπει δηλαδὴ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχει Κρίση;
-Ὑπάρχει καὶ παραϋπάρχει…, μοῦ ἀπάντησε.
-Τότε ποιὸς θὰ κριθεῖ;
-Ἄκου, παιδί μου, νὰ στὰ πῶ πιὸ καθαρά:
Ὁ Θεὸς δὲν κρίνει τὸν χριστιανό, ἐπειδὴ ἁμαρτάνει, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μετανοεῖ. Γιατί τὸ νὰ ἁμαρτάνει κανεὶς καὶ νὰ μετανοεῖ εἶναι ἀνθρώπινο, ἐνῶ τὸ νὰ μὴ μετανοεῖ εἶναι γνώρισμα τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων του. Ἐπειδὴ δὲν ζοῦμε συνεχῶς στὴ μετάνοια γὶ΄ αὐτὸ θὰ κριθοῦμε.
Μοῦ διηγήθηκε τότε μὲ πολλὴ σοφία ἕνα ἀξιοθαύμαστο γεγονός, ποὺ ὅταν τὸ ἀκούει κανεὶς μένει κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου:
Τότε ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ὁδήγησε στὴ μετάνοια, τοῦ συνέβη κάτι παρόμοιο μ΄ αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν ἄσωτό της παραβολῆς:
Ἦταν σὲ μιὰ περιοχὴ ποὺ λέγεται τοῦ Ἀρίσταρχου καὶ συλλογιζόταν τὶς ἁμαρτίες του. Ξαφνικὰ τὸν κέντησε μέσα του ἡ χάρη τοῦ Παράκλητου, καὶ εἶπε στὸν ἑαυτό του:
-Ἃς πᾶμε, ἁμαρτωλὲ Νήφων, στὴν ἐκκλησία νὰ ἐξομολογηθοῦμε στὸ Θεὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Δὲν ξέρεις ἂν θὰ ζεῖς αὔριο. Τρέξε λοιπόν! Κάθεται ἐκεῖ καὶ μᾶς καρτερεῖ ὁ Πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν, ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός. Αὐτὸς ποὺ προσδοκᾶ τὴ μετάνοιά μας, τῶν ἀθλίων καὶ ρυπαρῶν.
Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις τρέχοντας σχεδὸν ἔφτασε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ. Ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὴν ἀνατολὴ κι ἄφησε ἕνα βαθὺ στεναγμὸ νὰ βγεῖ ἂπ΄ τὴν καρδιά του:
Δέξου, πατέρα τὸν νεκρὸ ποὺ ἔχασε τὴ ψυχή του.
Δέξου τὸ καταγώγιο τῶν ἁμαρτιῶν.
Δέξου τὸν βλάσφημο, τὸν πονηρό, τὸν ἀδιάντροπο, τὸν αἰσχρό,
τὸν μολυσμένο στὴ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα….
Ἐλέησε μέ, καὶ μὴν ἀποστρέψεις τὸ ἀγαθό σου πρόσωπο ἀπὸ μένα.
Μὴν πεῖς, Κύριε, δὲν σὲ γνωρίζω! Μὴν πεῖς: Ποὺ ἤσουνα ἕως τώρα…
Λυπήσου μὲ καὶ σῶσε μέ. Γιατί ξέρω, Φιλάνθρωπε, ὅτι δὲν θέλεις τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ..
Εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ κι ἄλλα ἀκόμη μὲ τὴν ψυχὴ κατάπικρη… Καὶ ξαφνικά, κάποιος ἦχος ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, κι ἕνα φοβερὸ ἀκτινωτὸ φῶς ἔλαμψε. Τὸ φῶς αὐτὸ εἶχε δύο βραχίονες-μιὰ ἀγκαλιά, ποὺ κατέβηκε ἂπ΄ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τυλίχθηκε στὸν τράχηλο τοῦ ὁσίου λέγοντας:
-Καλῶς ὅρισε τὸ παιδί μου, τὸ χαμένο μου! Τώρα ξαναζωντάνεψες, παιδάκι μου. Φωτίσθηκαν τὰ μάτια σου, ξανανθισε ἡ νιότη σου κι ἀπὸ τώρα θὰ μὲ δοξάζεις μὲ τὰ ἔργα σου!…
Καὶ λέγοντας αὐτὰ χάθηκε στὸν οὐρανό, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νήφων ἀπὸ τὴν μέθη τῆς ὀπτασίας ἔπεσε σ΄ ἔκσταση. Ὅταν σὲ λίγο συνῆλθε, ἀναφώνησε:
-Δόξα σοὶ ὁ Θεός, δόξα σοί!
Τόλεγε καὶ τὸ ξανάλεγε ἀκατάπαυστα, γιατί ἡ καρδιὰ τοῦ εἶχε ξεχειλίσει ἀπὸ μιὰ θεϊκὴ εὐωδία καὶ τὸ στόμα τοῦ ἦταν γεμάτο μέλι πνευματικό. Ὥρα πολλὴ προσευχόταν μετὰ ἀπὸ κεῖνο τὸ ἀνέκφραστο ὅραμα. Κι ἔπειτα γύρισε στὸ κελί του, πάντα μέσα στὴν ἴδια ἔκσταση καὶ τὸ θάμπος τοῦ θεϊκοῦ ἀσπασμοῦ.
Ἀπὸ τότε, καθὼς ἔλεγε, βάδιζε τὸν δρόμο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνάλαφρος, ὑπηρετώντας τὸν Κύριο.
Τὸ πρωτάκουστο αὐτὸ θαῦμα τὸ ἄκουσα ἂπ΄ τὸ ἴδιο το στόμα τοῦ ὁσίου. Τὰ μάτια τοῦ ἦταν πλημμυρισμένα μὲ δάκρυα, ὅταν μὲ δέος, ἀλλὰ καὶ μιὰ μυστικὴ χαρά, μοῦ τὸ διηγήθηκε. Γιατί πάντα τὸν παρακαλοῦσα ἐπίμονα καὶ τὸν ἀνάγκαζα νὰ μοῦ διηγεῖται ὅτι τοῦ συνέβαινε. Κι ἐπειδὴ μὲ ἀγαποῦσε πολύ, δὲν μοῦ ἔκρυβε ποτὲ τίποτε. Ἔτσι κύλησε λοιπὸν ἡ μέρα ποὺ ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος τὸν ἀσπάσθηκε, ἐνῶ προσευχόταν.
(Ἕνας Ἀσκητὴς Ἐπίσκοπος, σέλ. 35-37)
http://salpismata.blogspot.com.eg/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου