Ήταν κάποιος κοινοβιάρχης που είχε πολλή δόξα από τους ανθρώπους και ήταν πατέρας διακοσίων μοναχών. Σ' αυτόν ήρθε ένας γέροντας φτωχός και παρακάλεσε το θυρωρό να ειδοποιήσει τον αββά, ότι είναι ο τάδε αδελφός.
Με πολύ δυσκολία μπήκε ο θυρωρός να τον ειδοποιήσει και βρήκε τον αββά να μιλάει με άλλους. Στάθηκε δε λίγο και του μετέφερε όσα αφορούσαν το φτωχό, χωρίς να ξέρει ποιος στην ουσία ήταν
Ο αββάς τότε τον μάλωνε λέγοντας δεν κοιτάς που μιλάω με τους ανθρώπους; Άσε με τώρα. Αυτό έφυγε. Μακροθύμησε δε ο Κύριος, έμεινε και τον περίμενε, μέχρι να έρθει.
Γύρω στις έντεκα, ήρθε κάποιος πλούσιος, τον οποίον γρήγορα τον υποδέχτηκε ο κοινοβιάρχης. Τον είδε να είναι μαζί με τον πλούσιο, και ο φτωχός τότε γέροντας τον παρακάλεσε λέγοντας:
-Θέλω να σου μιλήσω, αββά.
Αυτός όμως μπήκε μέσα μαζί με τον πλούσιο να φάνε, θέλοντας δήθεν να φροντίσει τους φιλοξενουμένους. Έπειτα πάλι μετά το γεύμα ξεπροβοδίζει μέχρι τη θύρα τον πλούσιο και επέστρεψε αιχμαλωτισμένος στις πολλές φροντίδες και λησμονώντας την παράκληση του πτωχού και ανεξίκακου γέροντα.
Όταν έφτασε το βράδυ και ο κοινοβιάρχης δεν αξιώθηκε να δεχτεί τον ευλογημένο και αληθινά ξένο και αναχωρώντας τότε ο γέρος είπε στον πορταρη μοναχό
-Πες στον αββά, αν θέλει τη δόξα των ανθρώπων, εγώ για τους προηγουμένους κόπους και τις πολλές του προσπάθειες, θα του στείλω από τα τέσσερα μέρη του ορίζοντα να τον παρακαλούνε, επειδή θέλει να αλείφει και να αλείφεται αλλά τα αγαθά της δικής μου Βασιλείας όμως δε θα τα γευτεί.
Και έτσι φανερώθηκε ο γέροντας ο φτωχός... ο Παντοκράτωρ Χριστός!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου