Στο τεύχος του ΑΛΙΕΩΣ που κρατάτε στα χέρια σας αφιερώνομε μερικές σελίδες, εις τιμήν και μνήμην, στον αείμνηστο αγιορείτην Ιερομόναχον Νικόλαον Κάνταρον.
Γεννήθηκε στο χωριό Καπαρέλλι της επαρχίας Μαντινείας Αρκαδίας στις 10 Ιουνίου του 1911. Ήτο ο τέταρτος από τα δέκα παιδιά των ευσεβών γονέων του, Ευαγγέλου και Βασιλικής. Τα μεγάλα αδέλφια του επρόκοψαν στην Τρίπολι με την παρασκευή και πώλησι κυρίως γαλακτοκομικών προίόντων, τα οποία είναι γνωστά μέχρι σήμερα με την επωνυμία «Άφοι Κάνταρου». Ο μικρός Κωνσταντίνος επέδειξε ιδιαίτερη κλίσι στα γράμματα, γι’ αυτό στο Δημοτικό, το οποίο τελείωσε στο χωριό του, ήτο ο πρώτος μαθητής. Την ίδια επίδοσι είχε και στο Γυμνάσιο της Τεγέας. Όμως δεν προχώρησε για ανώτερες σπουδές, παρά τις συνεχείς συστάσεις του δασκάλου του Δουνούκου προς τον πατέρα του.
Κάποια φορά ήλθε στα χωριά της Τεγέας ενας αγιορείτης μοναχός, καταγόμενος από το χωριό Βουνό της Τεγέας. Ωνομαζόταν Αβέρκιος και κατοικούσε σε κάποιο Κελλί των Καρυών. Γνωρίσθηκαν με τον νεαρό τότε Κωνσταντίνο Κάνταρο και τον παρέλαβε μαζί του στο Άγιον Όρος το 1929, σε ηλικία 18 ετών, αφού του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήση να σπουδάση στην Αθωνιάδα Σχολή. Αντί να βρεθή στα θρανία της Σχολής, βρέθηκε στα στασίδια μιας μικράς Καρυώτικης Μονής, όπου εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Αβέρκιος. Το Μονύδριο αυτό ήτο το Κελλί των Αρχαγγέλων. Εκεί ανάμεσα σε μια μικρή συνοδία άρχισε τους μοναχικούς του αγώνες, διότι επίστευσε στα λόγια που του είπαν ότι ο μεγαλύτερος σκοπός του ανθρώπου είναι η σωτηρία της ψυχής του. Όμως ποτέ δεν ξέχασε την μυστική του επιθυμία για μόρφωσι και παιδεία.
Στο Κελλι αυτό ζούσαν μαζί έξι Αδελφοί με Γέροντα τον μοναχό Αβέρκιο. Οι υπόλοιποι ήσαν ο παπα-Γιώργης, ο παπα-Γαβριήλ, οι μοναχοί Νεόφυτος και Κοσμάς και τελευταίος ο ίδιος.
Παράλληλα με τα μοναχικά τους καθήκοντα, τα οποία επιτελούσαν με αυστηρότητα, ησχολούντο και με την γεωργία. Ο Γέροντας τους, μοναχός Αβέρκιος δέν υποχωρούσε στις διατάξεις των καθημερινών τους ακολουθιών και του προσωπικού τους κανόνος της προσευχής. Ιδιαίτερα την Μεγάλη Τεσσαρακοστή την περνούσαν, κατά την τάξιν, με αλάδωτο, πλην Σαββάτου και Κυριακής, άσχετα αν κάποιος από την συνοδία του ήτο άρρωστος, καχεκτικός ή αδύναμος. Δεν χωρούσε οικονομία. Γι’ αυτό και έλεγε στα Καλογέρια του. «Καλλίτερα να σας θάψω παρά να σας κολάσω καταπατώντας τις νηστείες της Εκκλησίας μας». Στην εποχή τους, 1935, ο κανόνας του μοναχού ήτο σε όλους σταθερός.Έπρεπε κάθε εικοσιτετράωρο να κάνη ο μοναχός 300 εδαφιαίες μετάνοιες και 12 κομποσχοίνια των 100 κόμπων.
Στο Κελλί των Αρχαγγέλων έμεινε μέχρι το 1940. Μετά έμεινε επτά χρόνια στο Κελλι της Αγίας Τριάδος Καρυών μαζί με τον μοναχό Κοσμά, καταγόμενον από το Παλιοχώρι Κυνουρίας, αυστηρόν και ενάρετο μοναχό, ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς το 2000.
Κατόπιν, μετά από πολλούς πειρασμούς που είχε από παραδελφούς του, ανεχώρησε και για 3 χρόνια έμεινε στο Γρηγοριάτικο Κελλί, του Αγίου Νικολάου, που είναι στην περιοχή Κομμένους των Καρυών.
Όταν μπήκε στην Μονή Γρηγορίου το 1950, Γέροντας της Μονής ήτο ο αρχιμανδρίτης παπα Βησσαρίων. Καταγόταν από το Γεράκι της Σπάρτης, ωνομαζόταν Παναγιώτης Μίχας και ήλθε νέος να μονάση, αφού άφησε τις ιατρικές του σπουδές.
Μετά από δύο χρόνια ο μοναχός Αβέρκιος εκάρη μοναχός μεγαλόσχημος λαμβάνοντας το όνομα Νικόλαος. Εν συνεχεία χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς στο Κελλίον του Αγίου Ανδρέου Νέας Σκήτης από τον εφησυχάζοντα τότε στο Όρος ασκητικό Επίσκοπο Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, πρώην Μητροπολίτη Κορυτσάς.
Ο π. Βησσαρίων, συνήργησε και ο π. Νικόλαος έλαβε το αξίωμα του Προϊσταμένου, όπου εργάσθηκε επί 10 χρόνια. Παράλληλα εργαζόταν και σαν παρηγουμενιάρης. Κατόπιν παραιτήθηκε από το διοικητικό του αξίωμα, ένεκα διενέξεων με άλλον Προϊστάμενον και εργάσθηκε, κυρίως σαν Προσφοράρης και Βηματάρης ή ξεναγός στο μουσείο της Μονής. Καθήκοντα Εφημερίου επιτελούσε μέχρι το 1976, οπότε και οικειοθελώς παρητήθη, λόγω υπερκοπώσεως και ορίου ηλικίας. Μάλιστα έλεγε. Εγώ υπηρέτησα, ας υπηρετήσουν και οι νεώτεροι.
Αγαπούσε πολύ τις Ακολουθίες μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του. Εάν τον έπαιρνε ο ύπνος στην εκκλησία, επέστρεφε κατόπιν στο κελλί του και διάβασε από το σημείο που αποκοιμήθηκε για να μη χάνη τα βαθειά νοήματα των τροπαρίων και ευχών.
Τα βράδυα, συχνά περίμενε τους δυο-τρεις γειτόνους αδελφούς του, να τον χαιρετίσουν. Μας ρωτούσε με την ερώτησι: «Πως πας;» Είχε την συνήθεια να εξομολογήται κάθε στενοχώρια του σχεδόν σ’ όλους τους αδελφούς, που θα του έδειχναν λίγο ενδιαφέρον και αγάπη.
Πριν αναχωρήσω μου φώναζε στ’ αυτιά μου δυνατά: Αύριο να με κτυπήσης… τ’ ακούς; Και εννοούσε να του κτυπήσω την πόρτα να κατέβη στην Ακολουθία. Αλλά δυστυχώς δέν τον εύρισκα μέσα. Σπανίως καθυστερούσε. Μάλλον μ’ αυτή την σπουδή του για τις Ακολουθίες εδίδασκε εμάς.
Είχε πολλά επιτραπέζια ωρολόγια. Άλλα ήταν κουρδιζόμενα και άλλα νεώτερα -ηλεκτρονικά. Τα κούρδιζε και τα τακτοποιούσε όλα, περίπου δέκα, ώστε να αρχίση να κτυπά το καθένα κάθε δέκα λεπτά, περίπου δυο ώρες πριν αρχίση η Ακολουθία… Για κάθε ασφάλειά του, μήπως και τον πάρη ο ύπνος, μετά από τόσα ξυπνητήρια, ειδοποιούσε και τον γείτονα αδελφό. Γι’ αυτό, τελικά, αυτός με ξυπνούσε και με παρακινούσε να ευρίσκομαι σαν κι αυτόν εγκαίρως στην εκκλησία. Από της πλευράς αυτής τον ευχαριστώ, διότι με βοήθησε να ξυπνώ ενωρίς…
Βγαίνοντας πάντοτε από το κελλί του για την εκκλησία, πρώτα ασπαζόταν την εικόνα των Προστατών της Μονής που την είχε στην πόρτα του κελλιού του. Μετά προσκυνούσε δεξιά στον τοίχο τον άγιο οσιομάρτυρα Γεδεών τον Καρακαλλινό, κατόπιν την Κυρία Θεοτόκο και τον άγιο Μηνά. Κατεβαίνοντας τις σκάλες, παρά την αιωνόβια γεροντική του ηλικία, κρατιόταν γερά από την κουπαστή και ψιθύριζε. Όσες εικόνες τώρα εύρισκε στην πορεία του μέχρι να κατέβη όλες τις σκάλες, τις ασπαζόταν ψιθυρίζοντας τα αιτήματα του. Πολλές φορές τον ακολουθούσα ν’ ακούσω τι έλεγε μπροστά στις εικόνες: Ιδού τι άκουγα περίπου: «Άγιοι Προστάτες μου, σας ευχαριστώ και σας ευγνωμονώ… Φροντίστε για την σωτηρία μου… Άγιοι Αρχάγγελοι μου, δεν σας εγκαταλείπω. Θά μείνω μαζί σας μέχρι τέλους. Αυτοί θέλουν να μου πάρουν το κελλί, αλλά εγώ από το Παρεκκλήσι σας δεν φεύγω. Άς με πάρουν να με θάψουν εδώ… Άγιε Μηνά μου, σ’ ευχαριστώ. Έχε τον νου σου και συ για την σωτηρία μου. Άγιε Μηνά μου, αύριο θα σε πανηγυρίσω με τα τροπάρια σου στο Παρεκκλήσι μας…».
Ιδιαίτερη χαρά είχε όταν έβλεπε ξένους τουρίστες ή προσκυνητές. Τους ανεγνώριζε από την ενδυμασία ή από το χρώμα του προσώπου τους ή από άλλα χαρακτηριστικά τους. Μετά την Ακολουθία τους πλησίαζε και, χωρίς να γνωρίζη κάποια γλώσσα, τους ώμιλούσε την δική του γλώσσα πάντα με διάχυτο το χαμόγελο του. Τους ρωτούσε: Ντζέρμαν, Ντζέρμαν…;Όρθοντοξ, προτεστάντ, Κατολίκ…; Μένα, μένα Νικόλα, εσένα, εσένα… Παύλο, Πέτρο… Πάπα νό όρτοντοξ, πάπα αιρετίκ… αιρετίκ… Εάν ήταν κάποιος από την Σερβία ή από την Ρουμανία, τους έλεγε: Σέρβο, Σέρβο καλό, καλό όρτοδοξ, όρτοδοξ. Ρουμάνο καλό. Μοναστήρι πολύ πολύ… (δηλ. πολλά μοναστήρια στην Ρουμανία).
Τις βράδυνες ώρες, εδιάβαζε πάντοτε το Απόδειπνο μόνος του μέσα στο Παρεκκλήσιο. Μερικές φορές καλούσε και τον γείτονα αδελφό. Στο τέλος της Ακολουθίας προσκυνούσε με ευλάβεια όλες τις εικόνες, όχι μόνο του τέμπλου, αλλά κι αυτές που είχε κρεμάσει γύρω-γύρω στους τοίχους του Παρεκκλησίου. Ιδιαίτερα τιμούσε τρεις Αγίους, τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Μηνά, τον Άγιο Νικηφόρο, τον Μάρτυρα της αγάπης, όπως τον έλεγε, και την αγία Θωμαΐδα για να τον απαλλάση από τυχόν αισχρούς λογισμούς, διότι, όπως μας έλεγε, αυτή η Αγία έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να διώκη από τούς ανθρώπους τις άπρεπες σκέψεις και επιθυμίες.
Εάν έβλεπε κάτω στο δάπεδο μία λαδιά ή κάποιο σκουπιδάκι, αμέσως, χωρίς να καλέση τούς νεωτέρους Πατέρες, έπαιρνε μόνος του την σκούπα, το φαράσι, εσκούπιζε και μετά σφουγγάριζε. Το Παρεκκλήσιο ήτο πάντοτε πεντακάθαρο.
Δεν ήτο σπάταλος στα πράγματά του. Ακόμη και κουρέλια που χρησιμοποιούσε για να ξεσκονίζη, ή να σκουπίζη τυχόν λεκέδες, μετά την χρήσι τους, τα έπλενε και τα κρατούσε ή σε κάποιο ντουλάπι ή στο εσωτερικό μέρος των στασιδιών, που σκεπάζονται από το επάνω σανίδι του καθίσματος τους.
Δεν δέχθηκε ποτέ κανέναν από τούς νεωτέρους Πατέρες να του πλύνουν τα ρούχα, παρότι πολλές φορές τον παρεκάλεσαν και οι αδελφοί γηροκόμοι και οι γείτονες του πατέρες. Από το βράδυ τα έβαζε μέσα στο κρύο νερό με μπόλικη σκόνη και την άλλη ημέρα τα έπλενε και τα κρεμούσε στο μπαλκόνι του. Μας έλεγε. «Γι’ αυτό έγινα καλόγερος για να αυτοϋπηρετούμαι, όσο αντέχω». Του είπαμε να του βάζουμε τα ρούχα στο πλυντήριο, αλλά μας απαντούσε. «Ο Καλόγερος δεν έχει υποτακτικούς, παρά μόνο τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους».
Όπως μας διαβεβαίωσε και ο σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος, ουδέποτε επήγε στον υπεύθυνο αδελφό να του ζητήση διάφορα ρούχα ή παπούτσια από την ιματιοθήκη. Πάντοτε μας έλεγε. Έχω άπ’ όλα. Ας λυώσω πρώτα αυτά και βλέπουμε. Διατηρούσε λοιπόν όλα τα ρούχα του. ‘Άν είχαν κου-ρελιασθη τα έραβε μόνος του και τα φορούσε. Όμως στην έκκλησία κατέβαινε πάντοτε με το καθαρό του ζωστικό, το σιδερωμένο ράσο και πάντα καθαρός. Τόν τελευταίο καιρό έπασχε από συχνοουρία και άλλαζε πολλές φορές την ημέρα και κατ’ ευθείαν τα βρεγμένα ρούχα του τα έβαζε στο κρύο νερό. Πολλές φορές μου έλεγε. «Έχε το νου σου, να μου λες, αν μυρίζω στην εκκλησία, να βγάζω τα ρούχα μου. Δέν θέλω οι πατέρες να αισθάνονται άσχημα εξ αιτίας μου μέσα στην εκκλησία».
Δέν τον είχα ειδεί ποτέ να πλύνη το κεφάλι του με ζεστό νερό, ούτε φυσικά και στα ρούχα χρησιμοποίησε ποτέ ζεστό νερό. Τους χειμώνες με τα κρύα και τα χιόνια κρατούσε το ίδιο τυπικό του σχετικά με τα πλυσίματα του.
Πολλές φορές του λέγαμε, παπά Νικόλα θα αρρωστήσης, πρόσεχε τον εαυτό σου. Και ‘κείνος μας απαντούσε. «Σώμα που νηστεύει, παρθενεύει, ασθενεί και δοξολογεί τον Θεό, ουδέποτε ο Θεός το εγκαταλείπει». Υπέμενε το κρύο και τον παγετό. Από το παράθυρο του κελλιού του, το οποίον έβλεπε ο ήλιος μόνο το απόγευμα, έμπαινε πολλή παγωνιά και τσουχτερό βορεινό κρύο, κι όμως ο παπά Νικόλαος έχοντας συνήθως το παράθυρο ανοικτό, ντυμένος με βαρειά χοντρόρουχα, καθόταν στην καρέκλα και διάβαζε με τις ωρες τις ατέλειωτες Ακολουθίες του. Δεν διάβαζε τις Ακολουθίες στις κατάλληλες ώρες της ημέρας. Έτσι, πολλές φορές τον ευρίσκαμε να διαβάζη το πρωί τον Εσπερινό της άλλης ημέρας, διότι την επομένη επρόκειτο να ταξιδεύση. Ώρες και Μεσώρια τα διάβαζε τις απογευματινές ώρες. Μετά το Απόδειπνο διάβαζε Κανόνες από την Παρακλητική, το Μηναίο ή το Πεντηκοστάριο, εάν συνέπιπτε η περίοδος αυτή. Εάν δεν καταλάβαινε κάποια λέξι, εφώναζε άλλους Πατέρες για να τους ρωτήση.
Κάθε ημέρα, πριν από τον Εσπερινό, εδιάβαζε Παρακλήσεις. Την Δευτέρα στους Αρχαγγέλους, την Τρίτη στον Τίμιο Πρόδρομο, την Τετάρτη στην Κυρία Θεοτόκο, την Πέμπτη στους Αγίους Αποστόλους και στον Άγιο Νικόλαο, την Παρασκευή στον Τίμιο Σταυρό και το Σάββατο στους Αγίους Μάρτυρας. Ακόμη εδιάβαζε και μία ενιαία Παράκλησι στους Αγίους, των οποίων είχε λάβει τα ονόματα, δηλαδή Κωνσταντίνος, Αβέρκιος και Νικόλαος, την οποία είχε συνθέσει με προτροπή του ένας αδελφός της Μονής μας. Όταν τον ενωχλούσαν άπρεποι λογισμοί άρχιζε την Παράκλησι της Αγίας Μάρτυρος Θωμαΐδος. Εάν έχανε κάποιο αντικείμενο άρχιζε την Παράκλησι του Αγίου Μηνά.
Ουδέποτε επήγε στην εκκλησία να κοινωνήση, χωρίς πρώτα να διάβαση την θεία Μετάληψι. Ενώ την Θεία Ευχαριστία την εδιάβαζε πάντα μόνος του μέσα στο εκκλησάκι του Οσίου Γρηγορίου με πολλή προσοχή και αφοσίωσι. Εάν του έφευγε ο νους, επέστρεφε πάλι πιο πάνω και επανελάμβανε δυνατά την φράσι για να την βάλη μέσα στο μυαλό του. Όταν τελείωνε και την τελευταία ευχή και την επεσφράγιζε με το: «Δι’ ευχών…» δεν κρατιόταν από την υπερβολική του ευγνωμοσύνη και ευχαριστία προς τον Κύριον και φιλούσε με κρότο την χάρτινη εικόνα Του, που την είχε κολλήσει με αυτοκόλλητη ταινία μέσα στο βιβλίο του. Κατόπιν φιλούσε πανηγυρικά και εξωτερικά το βιβλίο και έφευγε σιωπηλός και σκυφτός. Όταν επρόκειτο να κοινωνήση στο Παρεκκλησάκι του, των Αρχαγγέλων, στρεφόταν προς το μέρος των άλλων Πατέρων που εστέκοντο, τους έβαζε προσκυνητή μετάνοια, λέγοντας: «Ευλογείτε, άγιοι Πατέρες» και μετά έμπαινε μέσα να κοινωνήση. Φορούσε πρώτα το επιτραχήλι του, έλεγε δυνατά τις ευχές και έβγαινε έξω να αφοσιωθή στην ανάγνωσι της Θείας Ευχαριστίας.
Λόγω της πολλής του απλότητος δημιουργούσε σαν να ήταν μικρό παιδί μερικές φασαρίες με τις πολλές του μετακινήσεις. Όμως οι Πατέρες εχαίροντο γι’ αυτήν την παιδική του απλότητα και τον εκαμάρωναν. Ενίοτε οι Λειτουργοί Κληρικοί τον εμάλωναν φιλάδελφα να μη τους ενοχλή με το σούρτα-φέρτα μέσα στον ναΐσκο. Συμμορφωνόταν αμέσως και σιωπούσε, κρατώντας συνήθως το πηγούνι του με το δεξί του χέρι.
Κάποια φορά είχε φθάσει η Θεία Λειτουργία στην ανάγνωσι της Αποστολικής περικοπής. Ο παπά Νικόλαος στέκεται στο δικό του στασίδι κρατώντας το πηγούνι του και σκεπτικός… Δεν χρειάζεται να ανάψη καντήλια, κεριά για ζωντανούς και πεθαμένους… Δεν μπαινοβγαίνει στο ιερό διότι του το απαγορεύει ο λειτουργός Ιερεύς. Ξαφνικά, ενώ η ανάγνωσις του Αποστόλου συνεχίζεται, ο παπά Νικόλαος τρέχει και στέκεται με ύφος παρακλητικό μπροστά στην εικόνα του Ιησού του τέμπλου. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και του λέγει δυνατά: «Εξήντα τρία χρόνια στο Άγιον Όρος (1994) και τίποτε δέν έκαμα. Θερμά σε καθικετεύω, λυπήσου με, Κύριε…».
Μετά από κάθε Λειτουργία, συνήθως την Δευτέρα, προς τιμήν των Αρχαγγέλων, είχε έξω από το εκκλησάκι, στο τραπέζι τα κεράσματά του, κουλούρια, γλυκά, ενίοτε και ποτά για τούς Πατέρες. Άλλοτε κρατούσε τα σφραγισμένα ποτά, κυρίως χυμούς μέσα στην τσέπη του και, πριν φύγουν οι Πατέρες, τούς τα έδινε στο χέρια λέγοντάς τους και ένα θερμό ευχαριστώ για την Λειτουργία προς τιμήν των Αρχαγγέλων του. Τα κεράσματα αυτά τα προμηθευόταν από την προηγουμένη ημέρα από τον πολυαγαπητό του Ιερομόναχο π. Π. Κοντά του έννοιωθε σάν υποτακτικός του και του εκμυστειρευόταν όλα τα μυστικά του, τους λογισμούς του και τα νέα του.
Του άρεσε να καίνε τα καντήλια του Παρεκκλησίου σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο. Γι’ αυτό εφρόντιζε να μη του λείπουν τίποτε άπ’ όλα τα αναγκαία για την πλήρη λειτουργία του.
Τον ερωτούσαμε: «Θά σωθούμε, παπά Νικόλα;».
Και εκείνος μας απαντούσε: «Εγώ είμαι άξιος αιωνίου κολάσεως. Ημάρτησα ποικιλοτρόπως, έκαμα όμως την πρέπουσα μετάνοια; Αν σωθώ ελέω Θεού, πρεσβείαις της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, της Πνευματικής μας Μητρός, των Αγίων Προστατών της Μονής μας, του Αγίου Νικολάου, του Οσίου Γρηγορίου, της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, των Αγίων Αρχαγγέλων και πάντων των Αγίων. Αμήν. Δεν φαντάζομαι να μ’ αφήσουν οι Αρχάγγελοι, τους οποίους υπηρετώ εδώ 53 χρόνια! Ό,τι θέλουν ας κάνουν…Έκανα ό,τι μπορούσα. Πριν από μένα υπηρετούσε τους Αρχαγγέλους ο Γερο-Γρηγοράκης, ο οποίος εκοιμήθη ανήμερα των Αγίων Αρχαγγέλων».
— Παπά Νικόλα, φοβάσαι τον θάνατο;
—Ναοι, τον φοβάμαι, διότι δεν ξέρω κατά πόσον μετενόησα και πως θα με δεχθή ο Θεός. Εγώ σ’ αυτή την ηλικία έχω λογισμούς απελπισίας… Πάντως ευχαριστώ τον Θεό και την Πνευματική μας Μητέρα, διότι με κράτησαν στο Άγιον Όρος. Μ’ εζήτησαν και στους Αγίους Τόπους, όπου προσκύνησα το 1977 με τον μακαριστό Γέρο Ευφραίμ, να υπηρετήσω εκεί τα Ιερά Προσκυνήματα. Τους είπα τα’ Άγιον Όρος είναι Άγιον Όρος και γύρισα πίσω. Με κάλεσαν στην πατρώα μου να με κάνουν ηγούμενο στις Βάρσες, στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, Πνευματικό και Εφημέριο σε ενορία να παίρνω και μισθό, δεν δέχθηκα, διότι με απείλησε ο Γέρο Βησσαρίων ότι θα μου στείλη πίσω όχι μόνο το απολυτήριο, αλλά και την καθαίρεσι… και φοβήθηκα και γύρισα πίσω.
Είχε ακούσει για τα θαύματα που κάνει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ο Πανορμίτης, του οποίου μέγα Προσκύνημα είναι στο νησί Σύμη, πλησίον της Νήσου Ρόδου.
Η ευλάβεια των ευσεβών Χριστιανών μας προς τον μέγα Αρχάγγελο φθάνει μέχρι σημείου να του αποστέλλουν, μέσω θαλάσσης, σφραγισμένα κουτιά ή μπουκάλια με αφιερώματα, συνήθως κεριά και θυμιάματα, τα οποία και φθάνουν πλέοντας μετά από κάποιο διάστημα στο λιμάνι του νησιού, πλησίον του Προσκυνήματός του. Τότε και ο ίδιος έβαλε σ’ ένα κονσερβοκούτι θυμίαμα και τα ονόματα προς μνημόνευσι, το εσφράγισε με καλάϊ, το εκάρφωσε επάνω σε μια σανίδα, εχαράκωσε την διεύθυνσί του και μας εκάλεσε μερικούς αδελφούς να πάμε κοντά του.
«Ελάτε, μαζί μου να ταχυδρομήσουμε τα δώρα για τον Αρχάγγελο». Δεν ηξέραμε που μας πηγαίνει και τον ερωτήσαμε. «Παπά Νικόλα, που πάμε; Για να ταχυδρόμησης κάτι θα πας στο γραφείο της Μονής. «Το ξέρω, αλλά αυτά τα δώρα θα ταξιδεύσουν δια θαλάσσης».
Μη ημπορώντας να καταλάβουμε τι θα κάνη, τον ακολουθήσαμε. Φθάσαμε στην άκρη της προβλήτας του λιμανιού της Μονής μας και σταθήκαμε. Εκείνος έψαλλε το Απολυτίκιο των Αρχαγγέλων. Μετά επέταξε την σανίδα μέσα στο νερό και είπε: «Άγιε Αρχάγγελε, πάρε το δώρο σου και να μου γράψης, όταν φθάσουν τα δώρα μου στο Μοναστήρι σου». Αυτό έγινε το 1975, όταν εμείς η συντροφιά του, είχαμε έλθει σαν δόκιμοι στο Μοναστήρι. Μετά από ένα μήνα, μας ειδοποίησαν από την Καλλιάγρα, λιμάνι με εκκλησάκι των Αρχαγγέλων της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, πλησίον της Μονής των Ιβήρων και μας είπαν, οτι στο λιμάνι τους έφθασε μία σανίδα με καρφωμένο ένα κουτί και την διεύθυνσι του παπά Νικολάου. Ο Αρχάγγελος μετέφερε σε άλλο εκκλησάκι του το δώρο του παπά Νικόλα, το οποίον οι Πατέρες εκεί το χρησιμοποίησαν προς δόξα και τιμήν του Αρχαγγέλου.
Λίαν εκπληκτική ήτο η απλότης του και στην αλληλογραφία με τους κατά σάρκα συγγενείς του και τούς ολίγους γνωστούς του.
Ευρισκόμουν το 2002 στο ιεραποστολικό Κλιμάκιο Κολουέζι του Κογκό. Ο παπά Νικόλαος συχνά πυκνά να ερωτά τον Γραμματέα της Μονής μήπως ήλθε γράμμα από τον πατριώτη του, τον Δαμασκηνό. Με τηλεφώνησε ο Γραμματεύς ότι «πρέπει το ταχύτερον να γράψης γράμμα στον παπά Νικόλαο, διότι ανησυχεί για σένα, τον πατριώτη του». Του έστειλα γράμμα του παπά Νικολάου κι έλαβα σε λίγο διάστημα την επιστολή του. Επειδή είναι πολύ χαρακτηριστική, θα μου επιτρέψουν οι αγαπητοί αναγνώστες να την περιλάβω σ’ αυτήν την σύντομη βιογραφία του ολόκληρη:
«Μονή Γρηγορίου 12/ 7/ 2002
Λίαν αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ Δαμασκηνέ, χαίρε εν Κυρίω και υγίαινε κατ’ άμφω, ψυχή τε και σώματι. Έν Αφρική.
Αγαπητέ συμπολίτα Δαμασκηνέ,
Γνωρίζω υμίν διά της παρούσης μου ότι προ ημερών έλαβον τας υμετέρας επιστολάς και είδον εν αυταίς τα γεγραμμένα. Η Ιεραποστολή είναι θεάρεστον και καλόν έργον, αλλά θέλει προσοχή, διότι έχει πολλούς κινδύνους. Λοιπόν προσοχή και προσευχή…
Εγώ σας ενθυμούμαι πάντοτε εις τας πενιχράς μου προσευχάς και ελπίζω να ανταμώσωμεν πριν αποθάνω, διότι είμαι 90 ετών.
Η κατάστασις είναι ρευστή με πολλούς κινδύνους. Εδώ εις Άγιον Όρος έρχεται πολύς κόσμος. Βλέπομεν και ακούομεν πολλά…
Έχετε τα δέοντα του Γέροντος και των αδελφών. Αναμένω επιστολήν σας ανυπερθέτως.
Διατελώ μετ’ αγάπης Χριστού και ευχών πρός Κύριον υπέρ υμών.
Ελάχιστος εν Ιερομονάχοις και αμαρτωλός,
† Νικόλαος Ιερομόναχος Γρηγοριάτης (Κάνταρος).»
Ήτο εκ φύσεως άνθρωπος ισχυράς κράσεως και ασυνήθους μυϊκής δυνάμεως. Ενθυμούμαι, στα 70 χρόνια του άρπαζε το σακκί το τσιμέντο στην αγκαλιά του και το ανέβαζε στο μπαλκόνι του κελλιού του, τρεις ορόφους ψηλά, για να κάνη μερικές μαστοροδουλειές.
Στα πρώτα χρόνια, επειδή είμασταν ολίγοι μοναχοί και οι εργάτες δυσεύρετοι, εκάναμε όλες τις μαστορικές δουλειές: Κτίστες, υδραυλικοί, σοβατζήδες, ελαιοχρωματιστές κλπ. Είχαμε γίνει, κατά την παροιμία πολυτεχνίτες και ερημοσπίτες. Ο γράφων είχα δήθεν την ειδικότητα του κτίστου και του σοβατζή. Με κάλεσε μια ημέρα ο παπά Νικόλας να του κτίσω ένα κολονάκι και να το σοβατίσω. Τελείωσα την δουλειά μου, αλλά ήθελα, λόγω και της νεότητάς μου, να παίξω και λίγο με την απλότητα του παπά Νικόλα.
Εκείνος κατέβηκε να φέρη το λάστιχο για να πλύνουμε το μπαλκόνι. Εγώ πέφτω κάτω στο τσιμεντένιο δάπεδο του μπαλκονιού. Ρίχνω λάσπη με ασβέστι επάνω μου, δυο τρεις πέτρες στα πλευρά μου για να φανή ότι με σκότωσαν οι πέτρες. Ήλθε ο παπά Νικόλας.
—Σήκω απάνω, ρε…
—Μιλιά ο… «νεκρός».
—Με πλησιάζει ανήσυχος.
—Εε, Δαμασκηνέ.
Με κλωτσάει με το πόδι του.
Εγώ ατάραχος κι αμίλητος.
Ακούω να λέγει: Πάει…, πέθανε…. Ο νοσοκόμος. Φωνάξτε τον νοσοκόμο. Πάτερ Δημήτριεεεε!
Κατεβαίνει επί τροχάδην τις σκάλες. Ψάχνει για νοσοκόμους και γιατρούς. Έφθασαν στο μπαλκόνι λαχανιασμένοι, αλλά ο… νεκρός είχε αναστηθή και είχε εξαφανισθή.
Με το πάθημα του αυτό ο παπά Νικόλας απέδειξε πόσο θερμά και ειλικρινά μας αγαπούσε. Γι’ αυτό χαιρόταν να μας συντροφεύει. Χαιρόταν να πηγαίνουμε στο Κελλί του. Χαιρόταν να μιλά και να συζητά μαζί μας.
Πηγή: Αλιεύς, περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας Τρίπολης, αριθμ. φ. 265, § Ιερομόναχος Νικόλαος Κάνταρος – Αδελφός της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου