Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΑ´ 1 - 9
1 ΚΑΙ ἦν πᾶσα ἡ γῆ χεῖλος ἕν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι. 2 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κινῆσαι αὐτοὺς ἀπὸ ἀνατολῶν, εὗρον πεδίον ἐν γῇ Σενναὰρ καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ. 3 καὶ εἶπεν ἄνθρωπος τῷ πλησίον αὐτοῦ· δεῦτε πλινθεύσωμεν πλίνθους καὶ ὀπτήσωμεν αὐτὰς πυρί. καὶ ἐγένετο αὐτοῖς ἡ πλίνθος εἰς λίθον, καὶ ἄσφαλτος ἦν αὐτοῖς ὁ πηλός. 4 καὶ εἶπαν· δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλὴ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα πρὸ τοῦ διασπαρῆναι ἡμᾶς ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς. 5 καὶ κατέβη Κύριος ἰδεῖν τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον, ὃν ᾠκοδόμησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. 6 καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ γένος ἓν καὶ χεῖλος ἓν πάντων, καὶ τοῦτο ἤρξαντο ποιῆσαι, καὶ νῦν οὐκ ἐκλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν πάντα, ὅσα ἂν ἐπιθῶνται ποιεῖν. 7 δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον. 8 καὶ διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐκεῖθεν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον. 9 διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε Κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐκεῖθεν διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς.

Νεοελληνική απόδοση:
Απὸ τῆς δημιουργίας τοῦ Ἀνθρώπου μέχρι τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὠμιλοῦσαν μίαν γλῶσσαν καὶ εἶχαν τὴν ἰδίαν ὁμιλίαν ἦσαν ὅλοι ὁμόφωνοι καὶ ὁμόγλωσσοι. 2 Καὶ ὅταν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νῶε ἐξεκίνησαν ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ μέρη καὶ ἐπροχώρησαν πρὸς τὰ δυτικά, εὑρῆκαν μίαν εὐρύχωρον καὶ εὔφορον πεδιάδα εἰς τὴν περιοχὴν Σενναάρ (μεταξὺ τῶν ποταμῶν Τίγρητος καὶ Εὐφράτου) καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ. 3 Καὶ εἶπεν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον· «ἐμπρός, ἐλᾶτε ὅλοι μαζὶ πρόθυμα καὶ χωρὶς ἀναβολήν· ἂς καταακευάσωμεν πλιθάρια καὶ ἂς τὰ ψήσωμεν εἰς τὴν φωτιάν, διὰ νὰ γίνουν σκληρὰ καὶ στερεά». Ἔτσι ἐχρησιμοποίησαν διὰ τὸ κτίσιμον τῆς πόλεως καὶ τοῦ πύργου πλιθάρια ὡς πέτρες· καὶ ὡς λάσπην, διὰ νὰ συγκολλῶνται τὰ πλιθάρια, ἐχρησιμοποίησαν ἄσφαλτον (πίσσαν). 4 Κατόπιν εἶπαν μεταξύ των· «ἐμπρός, ἐλᾶτε ὅλοι μαζὶ πρόθυμα καὶ χωρὶς ἀναβολήν· ἂς κτίσωμεν διὰ τὸν ἑαυτόν μας πόλιν καὶ πύργον μεγάλον καὶ ὑψηλόν, τοῦ ὁποίου ἡ κορυφὴ θὰ φθάνῃ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ ἀφήσωμεν εἰς τοὺς ἀπογόνους μας ἔνδοξον μνημεῖον, ποὺ θὰ διαλαλῇ τὸ περιβόητον ὄνομά μας, προτοῦ διασκορπισθῶμεν εἰς ὅλην τὴν ἔκτασιν τῆς γῆς». 5 Ὅταν ἡ ἀλαζονικὴ ἐκείνη γενεὰ ἄρχισε τὸ κτίσιμον, ὁ αἰώνιος Θεὸς κατέβη διὰ νὰ ἴδῃ τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον ποὺ ἔκτιζαν οἱ ἀδύνατοι ἄνθρωποι. 6 Καὶ τότε εἶπεν ὁ Θεός: «Νά· εἶναι ὅλοι τους ἕνας λαός, ἔχουν μίαν ἀπόφασιν καὶ ὁμιλοῦν μίαν γλῶσσαν ἄρχισαν ἤδη να πραγματοποιοῦν μὲ τρόπον ἐγωϊστικὸν αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθησαν· καί (ὁ Θεὸς προσθέτει εἰρωνικά) ὅ,τι βάλουν εἰς τὸν νοῦν των καὶ ὅ,τὶ σκεφθοῦν, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ κανεὶς νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ, ἀλλὰ θὰ τὸ θέσουν εἰς ἐνέργειαν καὶ θὰ τὸ τελειώσουν». 7 Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφάζων τὴν ἀπόφασίν του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιον πρὸς Αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον του καὶ τὸ ὁμόθρονον καὶ συναΐδιον πρὸς Αὐτὸν Παράκλητον Πνεῦμα (ὁμιλῶν δηλαδὴ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἐν Ἑαυτῷ καὶ πρὸς Ἑαυτόν), εἶπεν: «Ἐμπρός, ἂς κατεβοῦμε ἐκεῖ καὶ ἂς ἐπιφέρωμεν σύγχυσιν εἰς τὴν γλῶσσαν των διὰ νὰ μὴ ἐννοῇ ὁ ἕνας τὴν γλῶσσαν τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν μεταξύ των». 8 Αὐτὸ ἔγινε· ὁ Κύριος μὲ τὴν σύγχυσιν ποὺ ἔφερεν εἰς τὴν γλῶσσαν των καὶ τὴν ἀσυνεννοησίαν ποὺ ἐδημιουργησε μεταξύ των, τοὺς ἀνάγκασε νὰ διασκορπισθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ νὰ σταματήσουν πλέον νὰ κτίζουν τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον. 9 Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη ὁ τόπος ἐκεῖνος Βαβέλ, ποὺ σημαίνει Σύγχυσις, διότι ἐκεῖ ἐπέφερεν ὁ Θεὸς σύγχυσιν εἰς τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς διεσκόρπισεν εἰς πλην τὴν ἔκτασιν τῆς γῆς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου