Προς εκείνους που νομίζουν ότι έχουν το Άγιον Πνεύμα, δίχως να το γνωρίζουν και δεν αντιλαμβάνονται καθόλου την ενέργειά Του.
Και προς εκείνους που λέγουν ότι κανείς άνθρωπος εις την παρούσαν ζωήν δεν μπορεί να ιδή την δόξαν του Αγίου Πνεύματος, και απόδειξις αυτών με αγιογραφικά χωρία. Και ότι δεν υπάρχει φθόνος εις τους αγίους, όταν με κάθε αρετή προσπαθούμε να γίνωμε όμοιοι με αυτούς.
Και με ποιον τρόπον βλέπει κανείς τον Θεόν, και ότι αυτός που έφθασε σε τέτοια μέτρα, ώστε να βλέπη τον Θεόν, κατά το δυνατόν, ήδη από αυτήν την ζωήν αρχίζει να γεύεται και την απόλαυσιν, η οποία θα δοθή εις τους αγίους κατά την μέλλουσαν ζωήν.
Και ότι όσα λέγει, ή κάνει ή γράφει αυτός ο άνθρωπος, όχι αυτός, αλλά το Άγιον Πνεύμα που ομιλεί (Ματθ. 10, 20) μέσα του, τα λέγει και τα γράφει. Και ότι όποιος αθετεί τους λόγους του ανθρώπου αυτού ή τους παρερμηνεύει, αμαρτάνει και βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ενεργεί και λαλεί μέσα εις τον άνθρωπον αυτόν.
Απόσπασμα:
Και ακούγοντας φως γνώσεως -δια να σε καθοδηγήσω εις το φως δια μέσου όλων- μη νομίσης ότι είναι μόνον γνώσις των λεγομένων δίχως την παρουσία φωτός.
Δεν μίλησε δια διήγησι ή λόγο γνώσεως αλλά δια φως γνώσεως και γνώσεως φως (Ψαλμ. 35,. 10), σαν να δημιουργή το φως μέσα μας την γνώσι. Διότι αλλιώς δεν είναι δυνατόν να γνωρίση κανείς τον Θεόν, παρά μόνον με την θεωρία του φωτός που εκπέμπεται από Αυτόν.
Όπως ακριβώς, όταν διηγήται ένας άνθρωπος σε κάποιους για έναν άλλον άνθρωπο ή για κάποια πόλι, λέγει όσα είδε και εγνώρισε. Κι αυτοί που τον ακούν, εάν δεν είδαν τον άνθρωπο και την πόλι, δεν μπορούν μόνον δια της ακοής να καταλάβουν και να γνωρίσουν, όπως γνωρίζει αυτός που είδε και τα διηγείται.
Έτσι και δια την άνω Ιερουσαλήμ, και δια τον Θεόν που κατοικεί εις αυτήν και δια την απρόσιτον δόξαν του προσώπου Του και δια την ενέργεια και την δύναμι του παναγίου Του Πνεύματος, δηλ. του φωτός, κανείς δεν μπορεί να ομιλήση, εάν πρώτα δεν δη αυτό το φως με τους οφθαλμούς της ψυχής και γνωρίση ακριβώς τις ελλάμψεις του και τις ενέργειές του, μέσα του.
Αλλά και εάν, μέσα στις άγιες Γραφές, ακούει να λέγουν κάτι αυτοί που είδαν τον Θεόν, εκείνα μόνον δια του Αγίου Πνεύματος διδάσκονται.
Οπότε, δεν μπορεί να λέγη ότι γνώρισε τον Θεό μόνον εξ ακοής.
Αυτός που δεν είδε, πώς είναι δυνατόν να Τον γνωρίζη;
Αφού μόνον η όρασις δεν επαρκεί να μας δώση τέλεια γνώσι του πράγματος που βλέπομε, πώς είναι δυνατόν να μας δώση την γνώσι αυτή μόνον η ακοή; Ο Θεός είναι φως, και η θέα του Θεού είναι σαν φως.
Με την θεωρία αυτού του φωτός, γίνεται η πρώτη γνώσις, ότι είναι ο Θεός. Όπως συμβαίνει και με κάποιον άνθρωπον. Πρώτα ακούμε γι’ αυτόν, έπειτα τον βλέπομε και μόλις τον δούμε, καταλαβαίνομε ότι αυτός είναι ο άνθρωπος για τον οποίον ακούσαμε. Αλλά και πάλι δεν είναι αυτή η ακριβής απόδοσις των πραγμάτων.
Διότι όσα και αν ακούσης για κάποιον άνθρωπο, μόνον εξ ακοής δεν μπορείς να τον αναγνώρισης με βεβαιότητα και να πληροφορηθής ότι πράγματι είναι εκείνος, για τον οποίον άκουσες, αν συμβή να τον συναντήσης, αλλά η ψυχή σου διχάζεται από την αμφιβολία και ή τον ρωτάς ή ρωτάς κάποιον άλλον που τον γνωρίζει και τότε βεβαιώνεσαι για το πρόσωπό του.
Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον αόρατον Θεόν.
Όταν αποκαλυφθή σε κάποιον και Τον ιδή, βλέπει φως. Και θαυμάζει βλέποντας, αλλά δεν γνωρίζει αμέσως ποιος είναι αυτός που του εμφανίσθηκε, ούτε όμως τολμά να Τον ρωτήση -πώς θα ήτο δυνατόν να ρωτήση Αυτόν, τον Οποίον ούτε να κοιτάξη με τα μάτια του μπορεί και να ιδή τι λογής είναι;- βλέπει μόνον με φόβο και τρόμο κατά κάποιον τρόπον προς τα πόδια Του και ξέρει βέβαια ότι κάποιος είναι εκείνος που φανερώθηκε εμπρός του.
Και αν υπάρχη κάποιος που να του έχη εξηγήσει προηγουμένως, επειδή αυτός έχει ο ίδιος γνωρίσει τον Θεόν, πηγαίνει σ’ αυτόν και του λέγει:
«Είδα». Και εκείνος απαντά: «Τι είδες, παιδί μου;».
– «Φως, πάτερ, γλυκό, πολύ γλυκό. Τι λογής, όμως, ήταν, πάτερ, δεν είναι σε θέσι ο νους μου να σου περιγράψη».
Και καθώς του μιλά, η καρδιά του σκιρτάει και χορεύει και ανάβει από τον θείον πόθον του εμφανισθέντος εις αυτόν. Μετά αρχίζει πάλι με δάκρυα θερμά και πολλά να λέγη:
«Είδα, πάτερ μου, εκείνο το φως. Αμέσως τότε χάθηκε το κελλί μου και ο κόσμος έσβησε, έφυγε, όπως μου φαίνεται, εμπρός στην παρουσία Του (Ψαλμ. 67, 2).
Και έμεινα μόνος εγώ με την παρουσία εκείνου του φωτός. Δεν ξέρω, πάτερ, αν το σώμα μου ήταν κι αυτό εκεί. Δεν γνωρίζω αν ήμουν εκτός σώματος, τότε δεν καταλάβαινα αν φορούσα το σώμα μου και το είχα. Ένιωθα πολλή χαρά και τώρα χαρά ανέκφραστη είναι μέσα μου και αγάπη και πολύς πόθος, ώστε να ρέουν ποταμοί δακρύων από τα μάτια μου, όπως βλέπεις και τώρα να τρέχουν».
Και ο πνευματικός πατήρ αποκρίνεται και λέγει: «Εκείνος είναι, παιδί μου».
Και μετά από τους λόγους αυτούς Τον βλέπει πάλι. και σιγά-σιγά καθαρίζεται τελείως και καθώς καθαρίζεται αποκτά παρρησία και ερωτά Εκείνον τον Ίδιον πλέον και Του λέγει:
«Εσύ είσαι; ο Θεός μου;» και Αυτός αποκρίνεται:
«Ναι, εγώ είμαι, ο Θεός, που έγινα άνθρωπος δι’ εσέ. Και να, εγώ, όπως βλέπεις, σε έχω κάνει και θα σε κάνω θεόν».
Λόγος Ηθικός Ε’
Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/03/blog-post_63.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου