Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Η κυρα Αμαλία τ’ Ουρανού


Μέσα στο χιονιά του Δεκέμβρη, τότε οπού ο ήλιος λάμπει γυάλινα, για να μην τσαλακώσει το κρυστάλλινο πάπλωμα του χειμώνα, τότε κι εγώ θυμάμαι κάποιες θείες ανάσες του Θεού στη γη. Κάθε εποχή έχει τα καλά της, μα σαν γίνεται αλλόκοτο βίωμα, τότε είναι που αλλάζει την καλοσύνη της, τότε είναι που μεταβάλλεται σε πόνο, σε λύπη…

Η κυρά Αμαλία, «θεια – Άμα» όπως τη φώναζαν στο χωριό, ήτανε μια γυναίκα γεμάτη φως, γεμάτη χάρη, από εκείνη την αλλιώτικη χάρη που κατακλύζει τα συγγράμματα του κυρ – Φώτη Κόντογλου και του μπάρμπα – Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Γεννημένη στη Δερβιτσάνη, σ’ ένα πετρόχτιστο χωριό στην παλιά Ήπειρο, εκεί όπου η πέτρα κι ο κάμπος είναι το ψωμί του τόπου.

Όλη κι όλη ένα και πενήντα, με κάτι μεγάλα παπούτσια, οπού οι πατούσες της χάνονταν στις μεγάλες τους σόλες. Τη θυμάμαι να πρεβατά στα υγρά σοκάκια, εκεί στο μαχαλά της προγιαγιάς μου της Αθηνάς. Πότε έψαλλε, πότε τραγουδούσε και πότε καθάριζε αγριόχορτα. Μόνη της στην εξώθυρα του γραφικού διώροφου σπιτικού της, στέκονταν όρθια κι αγνάντευε την πιάτσα, μη τυχόν και έρθει η κόρη της από τ’ Αργυρόκαστρο. Απολάμβανε τη φτώχεια της, σα να ‘ταν θείο δώρο, έτοιμο να την κάνει ολόκληρη μια αναμμένη λαμπάδα.

Τις Κυριακές έμπαινε στην Εκκλησιά και η θεία της αρχοντιά εξέπεμπε ένα απόκοσμο αίσθημα χαράς. Ποτέ δεν την είδα να κάθεται στην καρέκλα, παρά μόνο να στέκεται ορθή, πλάι στις υπόλοιπες μαντιλοφορούσες γερόντισσες, περιμένοντας να βγει ο παπάς με τα Άγια και να αγγίξει την άκρη από τα άμφιά του. Ίσως γιατί θυμόταν το θείο γεγονός της αιμορροούσης γυναικός, η οποία έλαβε ως παρηγοριά από το Χριστό την ίασή της. Μολονότι το αθεϊστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα της στέρησε την τόσο αγαπημένη της Θεία Λειτουργία, εκείνη με περισσό ζήλο, ποτέ της δεν έπαψε να λειτουργείται νοερά, πλάι με τα ασώματα αγγελικά πνεύματα, τα οποία σίγουρα πλαισίωναν τις άπειρες προσευχές της. Αγαπούσε πολύ τις αποστολικές περικοπές, θυμόταν τον εαυτό της μικρό κορίτσι, τότε όταν ο δάσκαλος την ανέβαζε σχεδόν κάθε Κυριακή στο αναλόγιο για να ψάλλει, όπως έλεγε, τον Απόστολο. Τότε στέκονταν εμπρός στις γιαγιάδες και στους παππούδες της εποχής της, με ξεχωριστή παρρησία, γιατί αντάμα με τη φωνή της, έψαλλαν και οι άγιοι, που καμάρωναν γύρω – γύρω στα μεσοτοίχια του ναού.

Έπειτα καθώς μεγάλωσε, παντρεύτηκε άνδρα τυφλό, έκανε οικογένεια και έζησε πλάι του μέχρι να φύγει από κοντά της, μεγαλώνοντας τα παιδιά τους. Εκεί στη Δερβιτσάνη, μέσα στη δίνη της αθεΐας, η ψυχή της συνόδευε πάντοτε το αναμμένο καντήλι που κρυφά βαστούσε στην καμάρα του σπιτιού. Μέσα εκεί φύλαγε εικόνες, τ’ αυγό που κρυφά έβαφε την Πασχαλιά και οτιδήποτε άγιο μπόρεσε να βαστήξει.

Μια άγια γυναίκα που κυλούσαν οι μέρες της ζωής της, με γονυκλισίες και ικεσίες προς το φιλόστοργο Θεό. Αχ αυτές οι νηστείες της, έρχονταν να σφραγίζουν την ασκητικότητα του χαρακτήρα της, επάνω σε μια διαρκή νηστεία που για πενήντα ολόκληρα χρόνια, μάστιζε τους Βορειοηπειρώτες.

Εκείνη παρά τα ήδη λιγοστά φαγώσιμα που είχε στο ντουλάπι της, συνέχιζε κρυφά να κάνει αλάδωτη νηστεία, για να νιώσει μέσα της τον εκκλησιασμό που στερήθηκε για τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια. Τόσα όσα τα χρόνια που πέρασε ο Χριστός στη γη… Και έπειτα έρχεται η Ανάσταση, ο αγώνας για επιστροφή στην αλήθεια της πίστεώς μας…

Τότε η κυρά Αμαλία, από νωρίς έμπαινε στο ναό, συνόδευε χαμηλόφωνα ψάλτες και παπά, σε όλα όσα διάβαζαν και έψαλλαν. Έτσι την έβρισκαν οι μεγάλες εορτές. Να προσεύχεται, να μην σταματά το χέρι της κάνοντας το Σταυρό, να ακούει μέσα της τα άρρητα ρήματα των Άνω Δυνάμεων…

Δε ζούσε μήτε τα Χριστούγεννα, μήτε και το Πάσχα όπως τα ζούμε εμείς οι άνθρωποι των μερίμνων και της αγωνίας. Εκείνη γεύονταν τη Θεία Κοινωνία σαν οι ασκητές των παλαιών ημερών. Έπειτα γυρνούσε σιωπηλή στο σπίτι της και δεν την ένοιαζε αν το κατσαρόλι της έχει μέσα αγριόχορτα ή νερόβραστο κρέας. Όλα για την θεία Άμα ήταν του Θεού και έστω λίγα απ’ αυτά αρκούσαν για να συνεχίζει το χέρι της να κάνει το Σταυρό. Τελικά ποτέ της δεν ήτανε μόνη. Πάντοτε στο πλευρό της ήταν η Παναγία, το εικόνισμα της οποίας σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών της για να καταφέρει να το προσκυνήσει.

«Γιωργάκη, είμεστε του Θεού και δεν είμεστε του εαυτού μας για να περηφανευόμαστε. Δεν ανήκομε σε ‘μάς, αλλά στο Θεό…» Αυτό μου είπε απαντώντας μου κάποια φορά, σε έναν υπερήφανο λογισμό που έκανα. Τόσο φυσικά βρέθηκε δίπλα μου, τραβώντας με απαλά από τη ζακέτα…

Κι έτσι τώρα βρίσκεται ενώπιον του Χριστού που αγάπησε τόσο πολύ… Έφυγε πλήρης ημερών για την Άνω Ιερουσαλήμ.

Μέχρις ότου φύγω κι εγώ απ’ αυτή τη ζωή, θα τη θυμάμαι σαν μια χαραμάδα ουρανού που γέμισε με φως Χρίστου τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια…

Βόρειος Ήπειρος, Δεκέμβριος 2018 
Γκοτζιάς Γιώργος 
Εκπαιδευτικός – Λογοτέχνης
πηγή: http://amfoterodexios.blogspot.com
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου