Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Πρωὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θεῖο ἀνοιξιάτικο πρωί!


Τοῦ Κώστα Οὐράνη

Πρωὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θεῖο ἀνοιξιάτικο πρωί!.. Ἡ νυ­χτερινὴ ὑπνοβατικὴ καὶ μυστηριώδης ἀτμόσφαιρα τῆς μονῆς τῆς Λαύρας ἔχει διαλυθεῖ σὰν καταχνιά.

Ὅλα εἶναι φῶς, εἰρήνη καὶ καλοσύνη. Ἀκύμαντο, κατάχρυσο κι ἀτέρμονο, κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας, τὸ Αἰγαῖο. Καταπράσινες, γελαστὲς καὶ κατάστικτες ἀγρι­ολούλουδα οἱ πλαγιές. Βαθὺς καὶ καταγάλανος ὁ οὐρανός.

Κανεὶς ἦχος ζωῆς δὲν ταράζει τὴ μαγεμένη σιγή. Δὲν ἀκούε­ται ἐδῶ οὔτε τρουγκάνι προβάτου, οὔτε κἂν ἡ διάτορη κραυ­γὴ τοῦ πετεινοῦ. Ἡ γαλήνη ἔχει κάτι τὸ ἐξώκοσμο. Ὁ γλυκὸς πρωινὸς ἀέρας δὲ φέρνει ὣς τὸν πανοπτικὸ ἐξώστη τοῦ ξε­νώνα μας παρὰ ἀρώματα μό­νο…


Ποτισμένο φῶς, τὸ μεγάλο αἰωνόβιο μοναστήρι προσθέτει στὴ γενικὴ εἰρήνη καὶ τὴ δική του. Οἱ περισσότεροι μοναχοὶ κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ὁλονυ­χτία στὴν ἐκκλησία, θὰ κοι­μοῦνται ἀκόμα.

Δυὸ-τρεῖς μό­νο μαῦρες σιλουέτες, ἀκίνητες στὰ ξύλινα μπαλκόνια τους, τὰ κρεμασμένα ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς μονῆς, κοιτᾶν τὸ φωτεινὸ ὄνειρο τοῦ πελάγου.

Φῶς καὶ εἰρήνη. Ἡ ἀπέραν­τη ἐσωτερικὴ αὐλὴ τῆς μονῆς εἶναι ἐντελῶς ἔρημη. Ἔρημη σὰν τὴν ἔρημο. Οἱ πλάκες της γυα­λίζουν στὸν ἥλιο, κι ἀνάμεσά τους ἔχουν φυτρώσει χορτάρια.

Δὲ βλέ­πει κανεὶς οὔτε μιὰ γάτα νὰ τεντώνε­ται ράθυμα μέσα στὸ φῶς, οὔτε ἕνα πουλὶ ποὺ νὰ σπαθίζει τὸ φῶς μὲ τὸ γοργό του ἴσκιο.

Στὸ κέντρο τῆς αὐ­λῆς, ἡ μικρὴ βυζαντινὴ ἐκκλησία μὲ τοὺς κατακόκκινους τοίχους καὶ τοὺς  μολυβένιους τρούλους εἶναι κλειστὴ καὶ κοιμισμένη.

Στὴ Φιάλη − τὸ μικρὸ ὀκτάγωνο κτίσμα μὲ τοὺς λευκοὺς κί­ονες καὶ τὴ μαρμάρινη στὴ μέση δε­ξαμενή, ὅπου ἁγιάζονται τὰ νερὰ τῶν Ἐπιφανίων − δὲν ἀκούγεται ὁ παρα­μικρότερος ψίθυρος τρεχούμενου νε­ροῦ.

Ἀκίνητες κι οἱ κορφὲς τῶν δυὸ πανύψηλων κυπαρισσιῶν ποὺ φύτε­ψε, πρὶν χίλια χρόνια, ὁ ἅγιος Ἀθανά­σιος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς μονῆς. Καὶ ὅμως, καμιὰ μελαγχολία σ’ αὐτὴ τὴν ἀταραξία τῶν πάντων.

Στὶς μολυβένιες σκεπὲς τῶν γέρικων ἐξαρ­τημάτων τῆς μονῆς ὁ καιρὸς ἔχει ἐναποθέσει κατάχρυση  πατίνα· τὰ σαθρὰ ξύλινα μπαλκόνια τῶν κελιῶν ποὺ στηρί­ζονται μὲ πατάρια στὰ τείχη καὶ φαντάζουν σὰν περιστερι­ῶνες, ἔχουν γλάστρες μὲ λου­λούδια καὶ πράσινα φεστόνια κληματαριᾶς· ἀπ’ τὴν ταράτσα τοῦ ξενώνα κρέμονται τὰ δια­κοσμητικὰ μὼβ τσαμπιὰ τῶν σαλκιμιῶν· οἱ μισοσβημένες  βυζαντινὲς τοιχογραφίες στὴν πρόσοψη τῆς ἀρχαίας Τράπε­ζας, ὅπου συνέτρωγαν, ἄλλους αἰῶνες, οἱ μοναχοί, συνθέτουν μπουκέτα ζωηρῶν πρόσχαρων χρωμάτων.

Τίποτα δὲν ἀναδίνει τὴ θλίψη ἐκείνη ἀπ’ τὰ γέρικα πράματα ποὺ θὰ ἀποσυνθέτει ὅλο καὶ περισσότερο ὁ καιρός.

Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ πέτρινοι τά­ φοι τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν ἐπισκόπων περασμένων ἐπο­χῶν, ποὺ εἶναι σὲ μιὰν ἄκρη τῆς αὐλῆς κάτω ἀπὸ μικρὲς κα­μάρες, κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ τάφοι δὲ γεννοῦν σκέψεις θανάτου.

Ἡ εἰρήνη ποὺ περίλουζε, μαζὶ μὲ τὸ φῶς, τὰ πάντα, ἦταν ἐκείνη πού, ξεπερνώντας τὸ θάνατο, σμίγει μὲ τὴν αἰωνιότητα. 

Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Ἀνθολογία Λογοτεχνικῶν Κειμένων γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος», σὲ ἐπιμέλεια Ἰ.Μ. Χατζηφώτη, ἐκδ. Ἰωλκός, 2000.

ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Μηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς
Ἔτος 23ο – Τεῦχος 249 – Ἰούνιος 2013 
https://oikohouse.wordpress.com//

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου