Συχνά στη ζωή μας, αγαπητοί μου αδελφοί, τίθεται το ερώτημα της ευθύνης. Ποιοι και πόσο υπεύθυνοι είναι για την πορεία του κόσμου και την δική μας; Πόσο μπορούμε να αισθανόμαστε τον εαυτό μας υπεύθυνο για την πορεία του στη ζωή, για τα όσα του συμβαίνουν, θετικά και αρνητικά;
Πόσο επηρεάζεται η ζωή μας από τις ευθύνες των άλλων, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν θέσεις που προϋποθέτουν ευθύνη στην κοινωνία;
Πόσο μπορούμε να αποδίδουμε ευθύνες και να δικαιολογούμε τον εαυτό μας για την αμέλειά του ή την αδιαφορία του ή την αδυναμία του να λύσει τόσο προσωπικά, όσο και κοινωνικά προβλήματα;
Αν για την κοινωνική, την πολιτική, την προσωπική ζωή τα ερωτήματα αυτά συνδέονται αποφασιστικά μ’ αυτό που ονομάζουμε «ελευθερία», γιατί μόνο ο αληθινά ελεύθερος ή αυτός που επιθυμεί να ελευθερωθεί από οποιοδήποτε δεσμό, κυρίως της ανάγκης και της εξάρτησης, μπορεί να αναλάβει ευθύνες ή να συνειδητοποιήσει τι σημαίνουν αυτές σε ευρύτερο επίπεδο, στην πνευματική ζωή η έννοια της ευθύνης είναι αποφασιστικής σημασίας για τον χριστιανό. Μόνο που και εδώ συνδέεται άμεσα με την επιθυμία της ελευθερίας, με την δωρεά από το Θεό της ελευθερίας, αλλά και την αίσθηση ότι ευθύνη χωρίς αγάπη τόσο για το Θεό, όσο και για τον πλησίον, όπως και για τον εαυτό μας δε νοείται.
Ποια είναι λοιπόν η στάση μας έναντι της ευθύνης στην πνευματική ζωή; Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι, καλοπροαίρετα, αισθάνονται ότι έχουν ευθύνη τόσο για την δική τους σωτηρία, δηλαδή την αποκατάσταση της σχέσης τους με το Θεό εντός της Εκκλησίας, τόσο στην παρούσα, όσο και στην αιώνια ζωή. Έχουν επιλέξει την σχέση με το Χριστό ως εκείνη που δίνει νόημα στη ζωή τους. Η έκφραση αυτής της ευθύνης έγκειται στον πνευματικό αγώνα εναντίον των παθών και της αμαρτίας, στην προσπάθεια για συμφιλίωση του θελήματός τους με το θέλημα του Θεού που επιτυγχάνεται με την υπακοή στις εντολές του Θεού, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Ευαγγέλιο και στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά και στην διαφώτιση και καθοδήγηση όσων αισθάνονται ότι μπορούν να συμπορευθούν μ’ εκείνους στον αγώνα της σωτηρίας. Η Εκκλησία αναθέτει σ’
αυτούς που αναλαμβάνουν την ευθύνη να αγωνιστούν τόσο για την σωτηρία του εαυτού τους όσο και για την σωτηρία των άλλων, τόσο το αξίωμα όσο και την τιμή, αλλά και την περαιτέρω ευθύνη να αποτελούν τους οδηγούς του λαού, τους ποιμένες του, τους πνευματικούς του πατέρες. Αυτοί είναι οι επίσκοποι και οι ιερείς συνήθως, αλλά και οι γέροντες στα μοναστήρια.
Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι οφείλουν να επιλέξουν κάποιον από τους προηγούμενους ως πνευματικό τους πατέρα και καθοδηγητή, να του εναποθέσουν όλες τις ευθύνες για την σωτηρία τους, να υπακούουν τυφλά στα όσα αυτός τους λέει, να τον ρωτούν για όλες τις λεπτομέρειες της ζωής τους, να μην αισθάνονται ότι έχουν δικαίωμα να αναλάβουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία και να μη θέλουν τελικά να το πράξουν. Η στάση αυτή έναντι της ευθύνης έχει μεταφερθεί και στην εκκλησιαστική ζωή εν τω κόσμω από τα μοναστήρια. Μόνο που εκεί ο μοναχός έχει αποφασίσει να αποταγεί εντελώς από το κοσμικό φρόνημα, αλλά και τον κόσμο εν γένει, να υποταχθεί στο γέροντα και την αδελφότητα και να ασκήσει το «εγώ» του ώστε να παραιτείται από κάθε θέλημα, αφοσιωνόμενος στο θέλημα του Θεού. Και βέβαια, η υπακοή συνοδεύεται από σκληρό πνευματικό αγώνα, σταυρική αυταπάρνηση, που αναδεικνύει την δίψα για σωτηρία του μοναχού.
Η οποιαδήποτε αναλογία με τις ανάγκες τις εν τω κόσμω είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, τόσο για τους πνευματικούς πατέρες, όσο και για εκείνους που τους εμπιστεύονται.
Για τους πρώτους αποτελεί πειρασμό εξουσίας, απόκτησης οπαδών, άσκησης ελέγχου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, με ευρύτερες, εκκλησιολογικές συνέπειες (κίνδυνος άρνησης της δομής της ίδιας της Εκκλησίας και της ανάγκης για προσωπική υπακοή, κατάκριση οποιουδήποτε δεν συμφωνεί).
Για τους δεύτερους αφορμή καθήλωσης σε στάδια νηπιακότητας. Γιατί είναι δύσκολη η πνευματική ζωή εν τω κόσμω όταν ο ίδιος ο ασκούμενος δεν μπορεί να διαχειριστεί πτυχές της ζωής του. Θα πρέπει ο γέροντας κάθε ώρα και στιγμή να ερωτάται, να απαντά και να δίνει συμβουλές για κάθε λογισμό, για κάθε σχέση, για κάθε πράξη, κάτι αδιανόητο για την ζωή εν τω κόσμω. Αδιανόητο γιατί είναι ανέφικτο. Αδιανόητο γιατί είναι και επικίνδυνο. Και όσοι δοκιμάζουν αυτόν τον πειρασμό να εξαρτώνται από «γέροντες», καθίστανται σταδιακά ανίκανοι να αναλάβουν την ευθύνη όχι μόνο για την εν χρόνω και κόσμω ζωή τους, αλλά και για την ίδια τη σωτηρία τους.
Υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι εμπιστεύονται κάποιον πνευματικό πατέρα με αγάπη και ελευθερία. Ζητούν τη βοήθεια και την συμπαράστασή του στην πνευματική προσπάθεια, εξομολογούνται τις δυσκολίες τους, συνδιαμορφώνουν ένα πλαίσιο πορείας και από και πέρα, με γνώμονα τον προσωπικό τους κόπο, την προσευχή, την μελέτη του λόγου του Θεού και , κυρίως, τη ζωή της Εκκλησίας, παλεύουν «αντιστήναι τω πονηρώ», αλλά και να δώσουν λύσεις στην καθημερινότητά τους. Λύσεις που ταιριάζουν με το θέλημα του Θεού, με τον χαρακτήρα τους, την δυνατότητά τους να παλέψουν την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Κλειδί η εμπιστοσύνη στον πνευματικό πατέρα και η ανάληψη προσωπικής ευθύνης. Κλειδί από την πλευρά του πνευματικού η πατρότητα. Ο πατέρας δεν λειτουργεί αγχωτικά έναντι των παιδιών του. Δεν τα κλείνει στο σπίτι, αλλά σταδιακά τα ενθαρρύνει, καθώς μεγαλώνουν, να παλεύουν μόνα τους. Στέκεται βοηθός τους στα λάθη τους και δεν τα απορρίπτει γι’ αυτά, χαίρεται με τη χαρά και την πρόοδό τους και προσπαθεί να τα διδάξει με τον λόγο, την σιωπή, την προσευχή, την στήριξη, αλλά και την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι κάποτε, για την πορεία τους. Πρωτίστως όμως προτείνει και δεν επιβάλλει. Ακόμη κι αν αυτή η στάση έχει τίμημα για τον ίδιο την λύπη.
Υπάρχουν, τέλος, κι εκείνοι οι οποίοι δε νιώθουν την ανάγκη να έχουν πατέρα πνευματικό, όπως επίσης δε νιώθουν την ανάγκη να αγωνιστούν ιδιαίτερα για την σωτηρία τους. Ακολουθούν εθιμικές συμπεριφορές στη ζωή της Εκκλησίας, στην καλύτερη περίπτωση μοιράζονται κάποια από τα προβλήματά τους, σχέσεων ή οικονομικά, και πορεύονται τυπικά στην πίστη, αφήνοντας τους άλλους να έχουν άποψη για τη ζωή και μη νιώθοντας ότι η ευθύνη για τη σωτηρία είναι προσωπική. Αυτοί φαίνεται πως είναι και η μεγαλύτερη μερίδα. Είναι όσοι βλέπουν την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας ως κάτι που λειτουργεί αυτόματα, μαγικά, που δεν πονάνε τελικά για την πορεία του κόσμου και άγονται και φέρονται από προσωπικές παρορμήσεις και περιστάσεις.
Ο Απόστολος Παύλος θέτει ένα μεγάλο ερώτημα, το οποίο η Εκκλησία το υπενθυμίζει κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή: «Πώς είναι δυνατόν εμείς να ξεφύγουμε, αν δεν δώσουμε την προσοχή που ταιριάζει σε μια τόσο σπουδαία σωτηρία;» (Εβρ. 2, 3).
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την ευθύνη μας για την σωτηρία, αυτό που χρειάζεται είναι να διαλέξουμε πώς θα πορευθούμε στη ζωή μας, να δούμε πού ανήκουμε σε ό,τι αφορά στην ευθύνη της πνευματικής ζωής. Και θα διαπιστώσουμε τότε ότι είναι ανάλογη η στάση μας και σε ό,τι αφορά την ευθύνη μας στην κοινωνική, στην πολιτική, αλλά και στην προσωπική μας ζωή. Και παλεύοντας να αλλάξουμε πνευματικά, θα αλλάξουμε και ως προς τους άλλους πυλώνες. Η ευθύνη μας όμως δεν σταματά μόνο ως προς τους εαυτούς μας. Μας συνοδεύει και στις σχέσεις μας με τους άλλους, με τους οικείους μας, με τα παιδιά μας, με τους φίλους μας, με όσους αναστρεφόμαστε. Η ανάληψη της ευθύνης στην πνευματική ζωή θα βοηθήσει και άλλους να δούνε τη ζωή διαφορετικά. Και στον αγώνα αυτό δεν είμαστε μόνοι, όπως λέει ο Παύλος. Έχουμε την σχέση μας με τον Χριστό που συνεχώς κρούει την θύρα της καρδιάς μας, «τον παρ’ αγγέλων λαληθέντα λόγον», αλλά και την εν γένει συμπαράσταση του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας. Ας ακούσουμε. Αμήν!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας
https://proskynitis.blogspot./2018/03/blog-post_69.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου