Η προσευχή αύτή του άγίου Έφραίμ του Σύρου, πού λέγεται συνήθως στήν περίοδο τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι μία απλή, σύντομη, άλλά γεμάτη άπό δύναμη καί πλούτο πνευματικό προσευχή, τήν όποία μπορούσε νά γράψη μόνο ό μεγάλος Πατήρ Έφραίμ ό Σύρος, «η κιθάρα του Πνεύματος».
Τό τυπικό προβλέπει νά άπαγγέλεται μέ τά μάτια του σώματος καί τά χέρια κατεβασμένα πρός τήν γή, ένώ τά νοερά μάτια άνεβασμένα στόν ούρανό. Νά συνοδεύεται μέ ταπείνωσι, δάκρυα, φόβο Θεού, μετάνοιες προσκυνητές καί έδαφιαίες. Όταν προφέρεται μέ μία τέτοια αίσθηση καί νοερά συμμετοχή, μεταποιεί καί άνακαινίζει ολόκληρη τήν πνευματική ζωή τής ψυχής. Έάν έπιμείνουμε λίγο επάνω στό περιεχόμενο της, θά άποκαλύψουμε ένα θαυμαστό πλούτο μετανοίας, ώστε νά δικαιώνουμε τήν ονομασία της ώς προσευχής τής μετανοίας.
Ή προσευχή αύτή λέγεται σ’ όλες τίς έκκλησιαστικές άκολουθίες του ήμερονυκτίου: στόν έσπερινό, άπόδειπνο, μεσονυκτικό, όρθρο, ώρες καί τυπικά συνολικά εννέα φορές καί οκτώ όταν τελείται ή Λειτουργία τών Προηγιασμένων. Ό άριθμός οκτώ καί έννέα μάς ύπενθυμίζει τόν μέλλοντα αιώνα, πού συμβολίζεται μέ τόν άριθμό οκτώ καί τό έννέα τά άγγελικά τάγματα. Είναι ώσάν νά μάς λέγη ότι μόνη η μετάνοια μπορεί νά μάς άξιώση τής μακαρίας ζωής καί κοινωνίας μέ τούς άγγέλους.
Ή προσευχή χωρίζεται σέ τρία διαφορετικά μέρη. Στό πρώτο μέρος προσευχόμεθα στόν Θεό «Κύριε καί Δέσποτα τής ζωής μου! Πνεύμα άργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί άργολογίας μή μοι δός». Στό δεύτερο μέρος: «Πνεύμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ύπομονής καί άγάπης, χάρισαί μοι τω σώ δούλω». Καί τό τρίτο μέρος «Ναί, Κύριε βασιλεύ, δώρησαί μοι του δραν τά έμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν άδελφόν μου, ότι εύλογητός εί εις τούς αιώνας τών αιώνων, Αμήν!».
Άπό τό ένα μέρος προσευχόμεθα νά μάς φυλάξη ό Θεός άπό τά τέσσερα πνεύματα τής κακίας, τά τέσσερα πάθη, ένώ άπό τό άλλο μέρος ζητάμε νά μάς χαρίση τά τέσσερα άγαθά πνεύματα, τις τέσσερες άρετές.
Έδώ παρατηρούμε ότι ό άγιος Έφραίμ έκθέτοντας δύο προτάσεις μέ πάθη καί άρετές, τά ονομάζει όλα έξίσου «πνεύματα: πνεύμα άργίας, σωφροσύνης… Πώς νά έννοήσουμε άραγε τήν λέξι έδώ «πνεύμα»;
‘Οσον άφορα τά κακά πνεύματα τό πράγμα είναι άπλό. Ή κάδε πηγή κακίας είναι τό πνεύμα τής πλάνης, ό διάβολος, ό όποιος, «ώς λέων ώρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. 5,), καί όπότε τήν πάλη μας πρέπει νά τήν στρέψουμε «πρός τά πνευματικά τής πονηρίας έν τοις έπουρανίοις». (Έφεσ. 6, 12).
Τά πάθη πού ύποδουλώνουν τόν άνθρωπο δέν είναι τίποτε άλλο, παρά τό σημείο τής ήττας του άνθρώπου στόν άγώνα του πού είχε μέ τίς δυνάμεις του έχθρού. Γι’ αύτό οί «Αγιοι Πατέρες συνηθίζουν νά λέγουν «Πνεύμα» όχι μόνον τό πνεύμα τής κακίας, τόν διάβολο, άλλά καί τό έργο του, λέγοντας έξ ίσου πνεύμα τής άργίας τόν δαίμονα τής αργίας, τό πνεύμα τής γαστριμαργίας, δηλ. τόν δαίμονα τής γαστριμαργίας κ.λ.π.
Αύτός ό τρόπος εκφράσεως τών Πατέρων είναι πολύ περιεκτικός καί μάς βοηθεί νά καταλάβουμε πληρέστερα πώς έκδηλώνονται τά έργα. Ένα πάθος είναι βαρύτερο άπό μία άσθένεια τής ψυχής, είναι ή πτώσις στήν αιχμαλωσία μιάς σατανικής έξουσίας, ή όποία κυριαρχεί έπάνω μας βίαια, μάς πολιορκεί άνελέητα, έως ότου μάς οδηγήσει στόν αιώνιο θάνατο τής ψυχής, διότι πίσω άπό κάθε πάθος κρύβεται ή εχθρική δύναμις τού έχθρού μας διαβόλου.
Άλλά γιατί στό πρώτο μέρος τής προσευχής αύτής παρακαλούμε τόν Θεό νά άπομακρύνη τά τέσσερα πνεύματα τής κακίας; «Αραγε ό Θεός είναι πού μάς δίνει τήν άκηδία, οργή καί τά άλλα πάθη; Φυσικά όχι. Τά πάθη περιέχουν δαιμονική έξουσία καί κανείς δέν θά μπορέση νά λυτρωθή άπό αύτά, έάν ό Θεός δέν τά κατευνά- ση, άφού ύποσχέθηκε ότι δέν θά έπιτρέψη νά πολεμηθή ό άνθρωπος περισσότερο άπό τίς δυνάμεις του. Γι’ αύτό, όταν λέγωμεν: «Πνεύμα άργίας, περιεργείας… μή μοι δός», παρακαλούμε τόν Θεό νά μή μάς άφήση στήν δουλεία τού πάθους τής άκηδίας, νά μή άφήση τόν δαίμονα αύτόν νά μάς έξουσιάζη.
Έάν μέ τά πνεύματα τών παθών έννοΰμε τούς δαίμονες, τότε μέ τά πνεύματα τών άρετών, τής σωφροσύνης, ταπεινώσεως κ.λ.π. πρέπει νά έννοούμε τά άγαθά πνεύματα, τούς άγγέλους. Είναι άλήθεια ότι οί άγγελοι μάς βοηθούν άδιάκοπα στήν έπιτέλεσι του άγαθού, έάν εμείς δέν άπομακρυνώμεθα άπ’ αύτούς μέ τίς άμαρτίες μας, όπως άκούμε στόν όρθρο τής Δευτέρας τού Τυροφάγου: «Οί φύλακες τής ζωής ήμών άγγελοι, φιλοπονώτερον παραμένουσι τοις διά νηστείας ήμιν κεκαθαρμένοις».
Επίσης οί «Αγιοι Πατέρες, όταν ομιλούν γιά τίς άρετές, ποτέ δέν ό μιλούν όπως στήν περίπτωσι τών παθών, δηλ. δέν λέγουν «ό άγγελος τής σωφροσύνης», «ό άγγελος τής ταπεινώσεως», κ.λ.π. όπως συμβαίνη μέ τήν άλλη κατηγορία τών παθών, πού λέγομεν, «ό δαίμων τής ύπερηφανείας», ό δαίμων τής άκηδίας ή γαστριμαργίας κ.λ.π. Όπότε λοιπόν αύτά τά τέσσερα πνεύματα δέν είναι άγγελοι, άλλά κάτι άλλο.
Γνωρίζουμε ότι στό «Αγιο Βάπτισμα ό άνθρωπος άρνειται τόν σατανά καί ένδύεται τόν Χριστό, γίνεται κατοικητήριο του Άγίου Πνεύματος καί λαμβάνει δύναμι γιά νά γίνη υιός του Θεού κατά χάριν. «Εχει μέσα του όλα τά σπέρματα τών άρετών, «τάς δωρεάς του Βαπτίσματος καί του Χρίσματος» καί στόν άνθρωπο δέν άπομένει τίποτε άλλο παρά νά έργασθή γιά τήν έκπλήρωση τών θείων εντολών καί νά γίνη ό άνακαινισμένος εκ τού Άγίου Βαπτίσματος άνθρωπος.
Γι’ αυτό οί «Αγιοι Πατέρες λέγουν γιά τήν πνευματική ζωή ότι είναι μία άξιοποίησις αυτών τών δυνάμεων, μία δραστηριοποίησις τών δωρεών του Άγίου Βαπτίσματος καί Χρίσματος. Οί άρετές λοιπόν, επειδή είναι έργο του Άγίου Πνεύματος πού δίδονται στόν άνθρωπο όνομάζονται καί αύτές «πνεύματα», όπως καί ή Πηγή άπό τήν όποία προέρχονται. «Ετσι ονομάζει καί ό Προφήτης Ησαΐας τίς δωρεές του Θείου Πνεύματος λέγοντας: «Πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, πνεύμα βουλής…» (Ήσαΐου 11, 2 – 3).
Λοιπόν αύτά τά τέσσερα άγαθά πνεύματα, δηλ. τό πνεΰμα τής σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ύπομονής καί άγάπης δέν είναι άγγελοι, άλλά δωρεές του Άγίου Πνεύματος καί προσευχόμεθα στόν Θεό γιά νά μή παραμείνουν άνενέργητες.
Μία άπλή ματιά έπάνω σ’ αύτές τίς δύο προτάσεις πού άναφέ- ρονται στά πνεύματα, μάς βοηθεΐ νά καταλάβουμε ένα πράγμα πολύ σημαντικό γιά τήν πνευματική μας ζωή. Τά πνεύματα τής κακίας εύρίσκονται έξω άπό έμάς, συνεπώς καί τό κακό είναι εξωτερικό τά πνεύματα τών άρετών, οί δωρεές τού Άγίου Πνεύματος, ή πηγή κάθε άγαθού είναι μέσα στό έσωτερικό τής ψυχής μας. Πρός τό κακό μάς προτρέπουν έξωτερικές δυνάμεις, ένώ πρός τό άγαθό ή θεία δύναμις καί οί προσωπικές μας δυνάμεις πού ευρίσκονται μέσα μας.
Συνεπώς λοιπόν, είναι εύκολώτερο νά κάνουμε τό άγαθό παρά τό κακό. Άπό έδώ προέρχεται καί ή μεγάλη εύθύνη τήν όποία έχει ό άνθρωπος ένώπιον του Θεού γιά τήν έπιτέλεσι τοϋ άγαθού καί τήν σκληρά τιμωρία, όταν έπιτελή τό κακό.
Σκόπιμα έθεσε ό άγιος Έφραίμ πρώτα – πρώτα τά πνεύματα τής κακίας καί κατόπιν τά πνεύματα τών άρετών. Δέν μπορούμε νά έργασθούμε τήν άρετή, έάν δέν καθαρισθούμε πρώτα άπό τά πάθη. «Οταν όμιλούν γιά πάθη οί «Αγιοι Πατέρες, Έφραίμ ό Σύρος, Ιωάννης τής Κλίμακος, Ιωάννης ό Δαμασκηνός καί άλλοι, έννοούν ένα μεγάλο άριθμό αύτών.
Επικεφαλής όλων αύτών είναι η παράλογη άγάπη του έαυτού μας, η λεγόμενη φιλαυτία, ένώ η άγνοια, η λήθη καί η άδιαφορία είναι οί βάσεις όλων τών παθών. Άπ’ αύτά πηγάζουν τά έπτά θανάσιμα πάθη άπό τά όποια πάλι ξεκινούν τά βαλτώδη νερά καί δηλητήρια όλων τών άλλων παθών…
*Του πρωτοσύγκελλου Πετρώνιου Τανάσε (1914 -2012),
άπό τήν Ρουμανική σκήτη του Τ. Προδρόμου Αγίου Όρους
από το βιβλίο: «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ
ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΡΟΥΜΑΝΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΕΣ»
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ ΜΠΑΛΑΝ
http://inpantanassis.blogspot./2018/01/blog-post_47.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου