MΑΡΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Μεγάλωσα σε χωριό, όπως και πολλοί από εσάς. Σε ένα από αυτά τα χωριά όπου οι γειτόνισσες μιλούσαν η μία στην άλλη από το μπαλκόνι ή την αυλή τους, που το μεσημέρι πήγαιναν ένα πιάτο φαγητό «απέναντι» ή «δίπλα», ώστε στα τραπέζια όλων να συναντηθούν οι μυρωδιές που στη διάρκεια του πρωινού πλημμύριζαν τη γειτονιά.
Η πόρτα του σπιτιού μας έκλεινε μόνο για να αφήσει έξω το κρύο, τη βροχή, τον αέρα. Έμενε ανοιχτή, όχι φυσικά γιατί τότε δεν υπήρχαν κλέφτες (ναι, κάποιοι θα σκεφτείτε και μετανάστες), αλλά επειδή όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι στο «κονάκι» μας, όπως και σε όλα τα σπίτια των γειτόνων και συχωριανών. Το ίδιο, μαθαίνω, συνέβαινε και σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και ανάλογες αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία ομορφαίνουν τις θύμησες πολλών φίλων. Και σήμερα; Τι συμβαίνει σήμερα;
Οι συνθήκες ζωής, ναι, άλλαξαν. Η ανασφάλεια και ο φόβος για μια παράνομη εισβολή στο σπίτι μας είναι δικαιολογημένα από τα στοιχεία της εγκληματικότητας, εξ ου και όλες οι πόρτες είναι πια βαριές και διπλο-τριπλοκλειδωμένες. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Το σπίτι, από χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας, των συγγενών, των φίλων, των γειτόνων, έχει μετατραπεί σε ένα οχυρό της ιδιωτικότητάς μας. Ακούω ανθρώπους να αναφέρονται στο σπίτι τους περίπου με τη μυστικότητα που θα περίμενε κανείς να εμπνεύσει ένα... άβατο.
Απρόσιτο, απροσπέλαστο, ιερό καταφύγιο, προστατευμένο από τα αδιάκριτα βλέμματα, τις «μιαρές» ανάσες και τη θορυβώδη παρουσία των άλλων, έχει ήδη γίνει ή πορεύεται να γίνει το σπίτι μας. Ίσως είναι μια ανάγκη και αυτό, με δεδομένες τις συνθήκες της καθημερινότητας, όπου τον ρυθμό δίνουν το άγχος, η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, οι βίαιες παρεμβάσεις και η ανατροπή όλων των δεδομένων. Είναι εκατομμύρια οι άνθρωποι που αισθάνονται εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι «εκεί έξω» και ίσως είναι απλώς λογικό να αναζητούν προστασία και ασφάλεια μέσα στο «βασίλειο» του διαμερίσματός τους. Όταν δεν μπορούν ή έστω δυσκολεύονται να ελέγξουν οτιδήποτε άλλο, μάλλον δεν είναι τόσο περίεργο που προσπαθούν να περιφρουρήσουν τα ενδότερα του οίκου τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα φιλόξενα σπιτάκια των απλών ανθρώπων έγιναν ακόμα και σαν έκφραση «μπανάλ» και αντικαταστάθηκαν από τις κομψές μονοκατοικίες ή τα στυλάτα διαμερίσματα των «ανερχόμενων» – από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτήν του προϊσταμένου, από την ομάδα των χαμηλόμισθων στους υψηλόμισθους, από το κέντρο στα βόρεια προάστια. Κάπως έτσι φτάσαμε η πόρτα του σπιτιού μας να είναι το όριο και το μέτρο της φιλοξενίας, της διάθεσης για συντροφικότητα και της φιλίας μας.
Αναλογιστείτε πόσους ανθρώπους ξέρετε που δεν ανοίγουν ποτέ το σπίτι τους, δεν μοιράζονται το τραπέζι τους, τον καναπέ, το μπαλκόνι, τον κήπο τους και τους άλλους που θα ενοχληθούν αν εμφανιστείτε στην εξώπορτά τους απρόσκλητοι ή χωρίς να έχετε ενημερώσει. Σκεφτείτε ποια ήταν η τελευταία φορά που εσείς οι ίδιοι αισθανθήκατε άνετα να χτυπήσετε το κουδούνι του φίλου ή του γείτονα αυθόρμητα, για να μοιραστείτε το κέικ που μόλις ξεφουρνίσατε ή να πιείτε ένα κρασί με τα μεζεδάκια που υπάρχουν στο ψυγείο.
Και επειδή όλοι τη δικαιολογία την έχουμε έτοιμη, όχι, δεν είναι που είναι τα σπίτια μας ακατάστατα, δεν είναι που είναι τα πιάτα άπλυτα και τα ρούχα ασιδέρωτα, δεν είναι που δεν προλάβαμε να μαγειρέψουμε, δεν είναι που δεν έχουμε κουράγιο να μαζέψουμε το χάος μετά την επίσκεψη. Είναι που ιδιωτεύοντας ξεμάθαμε να μοιραζόμαστε. Είναι που, θέλοντας να προφυλάξουμε τον εαυτό μας και την οικογένειά μας από την «απειλή» των άλλων, φυλακιστήκαμε σε χρυσό κλουβί. Είναι που, θέλοντας να μοιάζει το σπίτι μας με σελίδα καταλόγου επίπλων, το αποστειρώσαμε και σίγησε η ψυχή του. Είναι που, αποφασίζοντας να είμαστε προστατευμένοι, ξεχάσαμε να είμαστε φίλοι.
Καθημερινή
https://proskynitis.blogspot.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου