Ο χώρος μας βέβαια είναι πολύ μικρός για να απαντήσουμε με πληρότητα. Πρέπει να γνωρίζουμε όμως πως όσο κι αν προσπαθήσει ο άνθρωπος μόνο με τις δικές του φτωχές δυνάμεις και δυνατότητες να εξερευνήσει και να καθορίσει το θείο, τη θεότητα, το Θεό, στο τέλος θα σηκώσει τα χέρια, θα βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο. Ακριβώς γιατί είναι κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη ικανότητα. Το να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τον άπειρο Θεό είναι σαν να προσπαθούμε να χωρέσουμε σ’ ένα κουβαδάκι όλο τον ωκεανό. Όπως πολύ σωστά ελέχθη, αν ο άνθρωπος μπορούσε να γνωρίσει την ουσία του Θεού, δύο πράγματα θα συνέβαιναν: Ή ο Θεός θα έπαυε να είναι Θεός ή ο άνθρωπος θα γινόταν ανώτερος του Θεού. Όπως γράφει ο απόστολος Παύλος ο Θεός είναι αυτός που « μόνος έχει από τον εαυτό του ζωή αθάνατη και αιώνια και κατοικεί σε φως, στο οποίο κανένα από τα δημιουργήματα δεν μπορεί να πλησιάσει και τον οποίο, το Θεό, κανένας από τους ανθρώπους ούτε είδε ούτε μπορεί να δει » (Α΄ Τιμ. στ΄ 16).
Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να πλησιάσει όχι μόνο το Θεό, αλλά ούτε το θείο φως που Τον περιβάλλει. Είναι αδύνατο ανθρώπινα μάτια να ατενίσουν τη λαμπρότητα της θείας δόξας. Όταν ο Μωυσής ζήτησε από το Θεό να του φανερωθεί, ο Κύριος του αποκρίθηκε: « Δε θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου· γιατί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με αντικρίσει σε όλη μου τη δόξα και να ζήσει » (Εξοδ. λγ΄ 20). Αν τον ήλιο, το φυσικό αυτό δημιούργημα του Θεού, δεν μπορούμε να ατενίσουμε με γυμνό οφθαλμό, πώς είναι δυνατόν να ατενίσουμε κατά πρόσωπο τον Ήλιο της Δικαιοσύνης; Αν θέλαμε να ανακεφαλαιώσουμε τη δυσκολία του πράγματος θα μπορούσαμε να την εκφράσουμε με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: « Άπειρο το θείο και ακατάληπτο και το μόνο που είναι καταληπτό σχετικά με αυτό είναι η απειρία και η ακαταληψία του » .
Όλα αυτά φυσικά δε σημαίνουν και τέλεια αγνωσία του Θεού. Σχετική γνώση του Θεού είναι δυνατή στο μέτρο που ο ίδιος ο Θεός μας την αποκάλυψε και εξακολουθεί να μας την αποκαλύπτει. Πολύ σωστά είπαν, πως αν δεν μπορώ να αγκαλιάσω το βουνό, μπορώ όμως να το ψηλαφήσω. Και αν δεν μπορώ να ρουφήξω όλο τον ποταμό, μπορώ όμως να πιω αρκετό νερό και να ξεδιψάσω. Αν τώρα δεν έχω πλήρη γνώση, μπορώ να έχω μερική, τόσο από το θαύμα της δημιουργίας όσο και από την αγάπη και την πρόνοια του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος, ο επουράνιος αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, που είχε προικισθεί με ειδικά χαρίσματα και έλαβε ιδιαίτερες αποκαλύψεις, που ηρπάγη στον Παράδεισο, δηλώνει αδυναμία για να περιγράψει « τα άρρητα ρήματα (που άκουσε) ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι » (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4). Καμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν έχει τη δύναμη να τα περιγράψει. Ο άγιος του Θεού στέκεται με δέος και σεβασμό μπροστά στα μυστήρια του Υψίστου. Πώς να μιλήσει για τα ασύλληπτα « ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη » (Α΄ Κορ. β΄ 9); Όραση, ακοή, νόηση, συναίσθημα, τα μέσα αυτά της φυσικής γνώσης αδυνατούν να συλλάβουν τα μυστήρια του Θεού. Μόνο οι πνευματοκίνητοι άνθρωποι μπορούν να προγεύονται και να προαπολαμβάνουν τα αγαθά αυτά.
Αλλά αν ένας ολοφάνερος και κατανοητός στην ανθρώπινη διάνοια Θεός θα έπαυε να είναι Θεός, έτσι κι ένας κατασκότεινος Θεός, που δε θα μας είχε τίποτα αποκαλύψει, δε θα ήταν αληθινός Θεός. Ο ουράνιος, λοιπόν, Πατέρας μας δε μας άφησε στην άγνοια και στο σκοτάδι. Μας αποκαλύφθηκε διά του Μονογενή Υιού Του. Ο Χριστός μάς εξήγησε και μας γνώρισε το Θεό. « Το Θεό κανείς ποτέ δεν τον έχει δει· ο μονογενής του υιός, αυτός που βρίσκεται στην αγκαλιά του πατέρα, εκείνος μας εξήγησε » (Ιωάν. α΄ 18). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει και πάλι: « Γνωρίζουμε καλά ότι ο Υιός του Θεού έχει έλθει και μας έδωσε νου φωτισμένο και ικανό να γνωρίζουμε τον αληθινό Θεό, διά του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Και αυτός ο Ιησούς Χριστός, είναι ο αληθινός Θεός και η αιώνια ζωή » ( Α΄ Ιωάν. ε΄ 20).
Επομένως το πράγμα απλουστεύεται. Τώρα πια δε χανόμαστε στα σκοτάδια των δεισιδαιμονιών, ή στους λαβυρίνθους των φιλοσοφικών αναζητήσεων. Για να γνωρίσουμε τον αληθινό Θεό δεν έχουμε παρά να αναζητήσουμε και να γνωρίσουμε τον Ιησού Χριστό. Είναι ο ίδιος ο Θεός, που « φανερώθηκε ως άνθρωπος » . « Αυτός που έχει δει εμένα, έχει δει και τον πατέρα » (Ιωάν. ιδ΄ 9), είπε στο μαθητή Του Φίλιππο. Ο δρόμος που οδηγεί ασφαλώς στη γνώση του Θεού είναι αυτός που ανοίχτηκε με τον ερχομό του Χριστού στη γη.
Όποιος αναζητεί σήμερα το Θεό, δεν πρέπει να προσπαθήσει να Τον ανακαλύψει · απλά πρέπει να Τον ακούσει · Να Τον παρατηρήσει, όπως εμφανίζεται στη γήινη αναστροφή Του, όταν συμπορεύεται με τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται τώρα πια εμείς να ζωγραφίσουμε ένα πρόσωπο του Θεού « κατ’ εικασίαν » . Πρόκειται να εμβαθύνουμε, όσο είναι δυνατόν, στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που μας αποκάλυψε ο Θεός:
Είναι « πνεύμα ο Θεός » (Ιωάν. δ΄ 24) και δεν μπορεί η άγνοια να Τον παραμορφώνει με τα ανόητα σχήματα και τις παιδαριώδεις παραχαράξεις της εξημμένης ειδωλολατρικής φαντασίας. Δεν επιτρέπεται να ασχημίζουμε την απερίγραπτη θεϊκή μορφή με εξεζητημένες ανθρωποπαθείς εκφράσεις και να την περιορίζουμε σε μακρινούς τόπους. Ως πνεύμα ο Θεός είναι πανταχού παρών και μας παρακολουθεί με το ακοίμητο βλέμμα Του και μας συμπαρίσταται στις δυσκολίες, στους πειρασμούς, στις θλίψεις μας.
« Ο Θεός είναι αγάπη », η Αγάπη, η σαρκωμένη αγάπη, που κατέβηκε στη γη μας και αναστράφηκε τους « κοπιώντας και πεφορτισμένους » (Ματθ. ια΄ 28) και θυσιάσθηκε πάνω στο Σταυρό για τους ανθρώπους. Δεν είναι ο « νεφεληγερέτης Δίας » που ατενίζει αδιάφορα από τις συννεφιασμένες κορυφές του Ολύμπου τα ανθρώπινα πλάσματα. Είναι η αγάπη που ξεχειλίζει και διατηρεί το σύμπαν και ευεργετεί την οικουμένη και προνοεί και δημιουργεί ελεύθερα και όχι άβουλα πλάσματα.
Ο Θεός είναι Πατέρας και εμείς είμαστε τα αγαπημένα παιδιά Του. Πατέρας του « άσωτου υιού », του καθενός μας, που μας ανέχεται και μας αγαπά, παρά τις ελλείψεις μας και μας περιμένει πάντα με ανοιχτή την αγκαλιά. Είμαστε παιδιά του Θεού. « Και αν είμαστε παιδιά, είμαστε και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Χριστού » (Ρωμ. η΄ 16-17).
Αλλά ο Θεός είναι και δικαιοσύνη. « Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν » (Ψαλμ. ι΄ 8). Δεν είναι μόνο έλεος, ευσπλαχνία, συγγνώμη, στοργή. Αγαπάει ο Θεός. Δεν αγαπάει όμως τυφλά. Διαφορετικά δε θα υπήρχε καμιά ηθική τάξη. Αγάπη χωρίς δικαιοσύνη καταντάει ασυδοσία. Όμως και δικαιοσύνη χωρίς αγάπη γίνεται Νέμεσις σιδηρά και αδυσώπητη. Αυτή, λοιπόν, η δικαιοσύνη χαλιναγωγεί, προειδοποιεί, αναχαιτίζει, βραβεύει ή τιμωρεί. Επομένως και η δικαιοσύνη κατά βάθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά πατρική και σοφή και αγνή αγάπη του Θεού, που αποστρέφεται την αμαρτία, χωρίς ποτέ να παύει να αγαπά τον αμαρτωλό.
Οι θείες ιδιότητες δεν είναι διαφορετικά πράγματα. Είναι ποικίλες όψεις του ίδιου πολύεδρου διαμαντιού, που ακτινοβολεί την ίδια λάμψη από όλες τις πλευρές του. Αυτή τη λάμψη τη βλέπουν καθαρά μονάχα « οι καθαροί τη καρδία » (Ματθ. ε΄ 8).
https://lllazaros.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου