Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται


 Τί θὰ πεῖ «περπερεύομαι»; θὰ πεῖ κομπάζω, ὑπερηφανεύομαι.
Καὶ «φυσιοῦμαι» τί θὰ πεῖ; θὰ πεῖ φουσκώνω ἀπὸ κενοδοξία. Ὑψώνω τὸν ἑαυτό μου πάρα πάνω ἀπὸ τὴν ἀξία ποὺ ἔχω.
Φαντάζομαι ὅτι ἔχω κάτι τὸ μεγάλο, χωρὶς νὰ ἔχω τίποτα.
Φουσκώνω σὰν τὸ μπαλόνι, σὰν τὴν φούσκα, ποὺ πάει ψηλὰ καὶ μέσα της οὐδεμία ἀξία ἔχει, ἀλλὰ ἀέρα.
Καὶ δυστυχῶς οἱ δύο αὐτὲς κακίες ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, συνυπάρχουν, γιατὶ «τόση μόνο διαφορὰ ἔχουν μεταξύ τους, ὅση ἔχει ἐκ φύσεως τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸν ἄρτο. Ἡ κενοδοξία δηλαδὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ὑπερηφάνεια τὸ τέλος».
Ὥστε αὐτὸς ποὺ ἔχει χριστιανικὴ ἀγάπη, λέει ὁ ἄπ. Παῦλος, δὲν εἶναι ὑπερήφανος καὶ κενόδοξος.
Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια γεννᾶ τὰ ἀντίθετά της ἀγάπης, ἐφόσον εἶναι: «δημιουργός της ἀσπλαχνίας, ἄγνοια τῆς συμπαθείας, πικρὸς κριτής, ἀπάνθρωπος δικαστής, ἀντίπαλός του Θεοῦ». Δὲν φουσκώνει ἀπὸ τὴν ἔπαρση καὶ τὴ φαντασία καὶ δοκησισοφία. Γιατί δοκησίσοφος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ νομίζει τὸν ἑαυτὸ τοῦ σοφό. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔχει τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι μὲ ἄλλα λόγια ταπεινόφρονας. Διότι γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Δηλαδὴ φρονῶ ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀλλὰ ἃς ἐξετάσουμε λεπτομερέστερα τὸ κακὸ αὐτό, τὴν ὑπερηφάνεια. Ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποῦ διεγείρουν τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἔπαρση;
Τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, α) Τὸ πολὺ χρῆμα καὶ ἡ μεγάλη οἰκονομικὴ εὐχέρεια. Ἐπειδὴ αὐτὰ προμηθεύουν ἄφθονα μέσα ἀνέσεως, χλιδῆς, ἀπολαύσεως καὶ γενικὰ καλοζωίας. Ἐπειδὴ τὸ χρῆμα τὸ σπαταλοῦν σὲ διασκεδάσεις καὶ πολυτελῆ ἐνδύματα καὶ γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἑλκυστικὴ ἐμφάνιση, πολλοὶ ἀποδίδουν μεγάλη ἀξία σὲ αὐτά, διότι δὲν γεύθηκαν ἄλλα, τὰ πνευματικά, ὥστε νὰ καταλάβουν ὅτι σὲ ἐκεῖνα ἔγκειται ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καταλάβει ποὺ ἔγκειται, ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀξία, γι’ αὐτὸ ὑψηλοφρονοῦν καὶ ἐπαίρονται οἱ ἔχοντες χρήματα, ἐνῶ τὰ χρήματα δὲν ἔχουν καμιὰ πραγματικὴ ἀξία, διότι τὴν εὐτυχία ποὺ ζητοῦν δὲν τὴν βρίσκουν στὸ χρῆμα. Αὐτὸ ἔρχεται στιγμὴ ποὺ τὸ ἀντιλαμβάνονται καὶ οἱ ἴδιοι. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ ἄλλοι, οἱ γύρω τους, οἱ κόλακές τους δίνουν ἀξία, γι’ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ «περπερεύονται» καὶ «φουσκώνουν», ὑπερηφανεύονται καὶ «φυσιοῦνται».
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἀγάπη, καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν ἐργασία του καὶ ἔκανε χρήματα, δὲν περπερεύεται, διότι ἀφενὸς μὲν γνωρίζει ὅτι τὸ χρῆμα εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι κεφάλαιο τὸ ὁποῖο τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, ὄχι γιὰ δική του ἀποκλειστικὰ χρήση, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ τὸ διαχειρίζεται πρὸς ὠφέλεια καὶ ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη χριστιανικὴ βοηθεῖ καὶ ὑποστηρίζει ὅλους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Καὶ ὅπως θὰ εἶναι ἀνόητο, ἕνας διαχειριστὴς ξένης περιουσίας νὰ κομπάζει γιὰ ξένα ἀγαθά, ἔτσι ἀνόητος θεωρεῖται καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὑπερηφανεύεται γιὰ ὅσα τοῦ δίδει ὁ Θεὸς καὶ γιὰ τὰ ὅποια θὰ δώσει λόγο ἐν καιρῶ. Ἐξάλλου ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χριστιανικὴ ἀγάπη, κατέχει μὲ τὴν ἀγάπη θησαυροὺς ἀνεκτίμητους καὶ ἄφθαρτους καὶ αἰώνιους.
Γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχετικὰ μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά: «Κτίζουμε σπίτια γιὰ νὰ κατοικοῦμε σὲ αὐτὰ καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐπιδεικνυόμαστε. Ὅ,τι εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν μας, εἶναι περιττὸ καὶ ἄχρηστο. Φόρεσε ὑποδήματα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ πόδια σου, ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ ἀνεχθεῖς, διότι θὰ σὲ ἐμποδίζουν στὸ βάδισμα. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ ὅταν ἔχεις οἰκία μεγαλύτερη ἀπὸ ὅ,τι χρειάζεται, σοῦ ἐμποδίζει τὸ βάδισμα πρὸς τὸν οὐρανό.
Ἐπιθυμεῖς μεγάλες καὶ λαμπρὲς οἰκίες νὰ κτίζεις; Δὲν σὲ ἐμποδίζω νὰ τὸ πράξεις, ἀλλὰ ὄχι στὴ γῆ. Κτίσε οἰκίες στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ δυνηθεῖς νὰ ὑποδεχθεῖς καὶ ἄλλους σὲ αὐτὲς τὶς οἰκίες ποὺ ποτὲ δὲν καταστρέφονται. Γιατί ἔχεις μανία νὰ ἐπιδιώκεις ὅσα φεύγουν καὶ μένουν ἐδῶ; Τίποτε δὲν εἶναι περισσότερο ἄστατο ἀπὸ τὸν πλοῦτο. Σήμερα εἶναι μαζί σου, αὔριο γίνεται ἐχθρός σου καὶ συντελεῖ, ὥστε τὰ φθονερὰ μάτια νὰ εἶναι παντοῦ ἐναντίον σου. Εἶναι ἐχθρὸς ποὺ κατοικεῖ πάντοτε μαζί σου καὶ σὲ συντροφεύει παντοῦ. Μάρτυρες αὐτοῦ εἶσθε σεῖς ποὺ τὸν ἔχετε, καὶ μὲ κάθε τρόπο τὸν κρύπτετε καὶ τὸν χώνετε στὴ γῆ, διότι καὶ τώρα τὸν κίνδυνο ποὺ ἔχομε, τὸν κάνει ἀνυπόφορο».
«Οἰκίας οἰκοδομούμεθα, ἴνα οἰκῶμεν οὒχ ἴνα φιλοτιμώμεθα. Τὸ μεῖζον της χρείας, περιττόν της χρείας ἐστι καὶ ἄχρηστον. Ὑποδησαι ὑπόδημα τοῦ ποδὸς μεῖζον ἀλλ’ οὐκ ἀνέξη, ἐμποδίζει πρὸς τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀποδημίαν. Βούλει λαμπρὸς καὶ μεγάλος οἰκοδομεῖν οἰκίας- οὐ κωλύω, ἀλλὰ μὴ ἐπὶ γῆς, οἰκοδόμησον σκηνᾶς ἐν οὐρανοῖς, ἴνα ἑτέρους ὑποδέξασθαι δυνηθῆς σκηνᾶς οὐδέποτε καταλυομένας. Τί μέριμνας περὶ τὰ φεύγοντα, καὶ τὰ ἐνθάδε μένοντα; Οὐδὲν σφαλερώτερον πλούτου, σήμερον μετά σου, καὶ αὔριον κατά σου, τῶν βασκάνων γὰρ ὀφθαλμοὺς ὁπλίζει πάντοθεν πολέμιος γὰρ ἐστι ὁμόσκηνος, ἐχθρὸς σύνοικος, καὶ μάρτυρες ὑμεῖς οἱ κεκτημένοι, οἱ παντὶ τρόπω κατορύττοντες αὐτὸν καὶ ἀποκρύπτοντες, ἐπεῖ καὶ νῦν τὸν κίνδυνον ἀφορητότερον ἠμὶν ὁ πλοῦτος ποιεῖ» (Ε.Π.Ε. 31,654-656).

Ἀρχιμ. ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΛΥΡΑΚΗΣ
τ. Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
http://salpismata.blogspot.com.eg/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου