Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΤΕΛΕΙΟΤΗΣ


Ήρώτησεν ό άββας Ποιμήν τόν άββαν Ιωσήφ, λέγων. «Τί πρέπει νά πράξω όταν έρχωνται νά μέ πλησιάσουν τά πάθη; νά άντισταθώ εναντίον των διά νά μή είσέλθουν, ή νά άφήσω αύτά νά είσέλθουν;»
Άπεκρίθη ό Γέρων: «Άφησέ τά νά είσέλθουν καί πολέμησε εναντίον των».
Επέστρεψε λοιπόν ό Ποιμήν καί έκάθητο είς τήν σκήτην. Κατόπιν ήλθεν είς τήν σκήτην ένας έκ Θηβαίδος άδελφός, όστις διηγείτο καί έλεγεν ότι, ή ρώτησε τόν Άββάν Ιωσήφ τήν έξης έρώτησιν: «Εάν μέ πλησιάζη ένα πάθος, τί πρέπει νά πράξω; νά άντισταθώ, ή νά τό άφήσω νά είσέλθη;» Και μού είπε : «μή άφήσης καθόλου τά πάθη νά είσέλθουν, άλλά άμέσως νά τά άποκόψης».
Άκούσας λοιπόν, ό άββας Ποιμήν ότι ταύτα είπεν ό άββας Ιωσήφ είς τόν έκ Θηβαίδος, έσηκώθη καί άπηλθε πρός συνάντησή αύτού καί λέγει είς αυτόν: «Σού ένεπιστεύθην τούς λογισμούς μου, Πάτερ Ιωσήφ, άλλά βλέπω ότι άλλα είπες είς έμένα καί άλλα είς τόν Θηβαίον».
Τότε ό Γ έρων άπήντησεν ώς έξης: «Δέν γνωρίζεις ότι σέ άγαπώ;» Ο δέ Ποιμήν είπε. «Ναι». Λέγει του πάλιν ό Γέρων.
«Δέν μού είχες είπη νά σέ συμβουλεύσω ώσάν τόν έαυτόν μου; Ο δέ είπε: «έτσι. είναι». Καί συνεχίζει ό Γέρων: «Λοιπόν, καλά σού είπα. Διότι, έάν είσέλθουν τά πάθη καί δώσης καί λάβης μαζί τους, τότε σέ καθιστώσι δοκιμώτερον, καί διά τούτο σού έξηγήθηκα ώσάν τόν έαυτόν μου, Υπάρχουν όμως μερικοί είς τούς οποίους δέν συμφέρει μήτε καν νά πλησιάσουν τά πάθη, έπειδή είναι αδύνατοι, άλλά έχουσιν ανάγκην άμέσως νά κόπτωσιν αύτά». Καί ήμείς λοιπόν, ώς άσθενείς άδελφοί, τούς έμπαθείς λογισμούς όταν μάς πλησιάζουν, ευθύς τούς άποδιώκομεν διά της προσευχής.
Πλήν, όποιος είναι δυνατός, κόπτει αύτούς μέ φρόνιμον καί λογικήν άντεπίθεσιν.
* * *
Κάποτε ό Ζαχαρίας, ό μαθητής τού άββα Σιλουανού, άπερχόμενος είς διακονίαν, είπεν είς τόν Γέροντα: «Άνοιξε, Πάτερ, τό ύδωρ καί πότισον τόν κήπον».
δέ Γέρων έξελθών, έσκέπασε τήν όψιν αύτού μέ τό κουκούλιον τόσον, όσον διά νά βλέπη μόνον τά ίχνη αύτού. Καί έτσι έπότιζε τόν κήπον. Ηλθε δέ καί τόν συνήντησε κατ’ έκείνην τήν ώραν ένας άδελφός, όστις άφού τόν είδε μακρόθεν, έννόησε τόν σκοπόν τού Γέροντος, όταν δέ έπλησίασεν αυτόν, τού λέγει: «Είπέ μου, άββα, διατί έσκέπασες ολωσδιόλου τό πρόσωπόν σου μέ τό κουκούλιον
καί μέ αυτόν τόν τρόπον έπότιζες τόν κήπον;», Ο δέ Γέρων άπεκρίθη είς αυτόν: «Διά νά μή ίδωσιν οί οφθαλμοί μου τά δένδρα καί άπασχοληθή ό νούς μου άπό τής έργασίας αύτού είς αύτά».
* * *
ΤΗλθε κάποτε είς τό κελλίον τού Άββα Ιωάννου τού Κολοβού ένας άδελφός, διά νά πάρη σακκίδια άπό αυτόν. Καί έκρουσε τήν θύραν. Έξελθών δέ ό Γέρων, λέγει είς αυτόν: «Τί θέλεις, άδελφέ»; Ούτος δέ είπε. «Θέλω σακκούλια, άββα».
Άφού δέ ό άββάς είσήλθε διά νά φέρη σακκίδια, έλησμόνησεν
αύτά καί έκάθησε καί έρραπτε. Ένώ δέ έβράδυνεν ό Γέρων, ό αδελφός έκρουσε πάλιν τήν θύραν. Καί καθώς εξηλθεν έκ νέου ό Άββας, λέγει του ό άδελφός. «Φέρε τά σακκούλια, Άββά». Καί άφού είσηλθεν ο Γέρων, πάλιν έλησμόνησε καί έκάθησε νά ράπτη. Επειδή δέ έβράδυνεν, έ’κρουσε πάλιν ο άδελφός. Καί έξελθών ο Γέρων λέγει. «Τί θέλεις, άδελφέ»; Ούτος δέ είπε. «Τό σακκούλι, άββά». Καί ό άββας άφού έκράτησε τόν άδελφόν άπό τήν χείρα, εισήγαγεν αυτόν μέσα λέγων: «Έάν θέλεις σακκούλια, πάρε καί πήγαινε, διότι έγώ δέν άδειάζω δια τέτοια πράγματα».
* * *
ΤΗλθαν κάποτε είς τόν Άββάν Αρσένιον γνώριμοι τινές καί τού άνήγγειλαν ότι άπέθανεν ό τάδε συγγενής του όστις τού άφησε μεγάλην περιουσίαν. Τού έπεδείκνυον μάλιστα καί τό χαρτί ον της διαθήκης τού άποθανόντος καί τόν παρεκίνουν διά νά άπολάβη τά δικαιώματά του αυτά. Ό δέ άββάς Αρσένιος λέγει είς αυτούς: «έγώ άπέθανα πριν άπό έκείνον». Καί ταύτα είπών έπειράθη νά σχίση τό χαρτίον της διαθήκης, ένώ οί άλλοι τόν ήμπόδισαν.
 * *
Πολλάκις ελεγεν είς τόν άββάν Σισώην ο μαθητής αύτού όταν έφθανεν ή καθωρισμένη ώρα: «Άββά, σήκου νά φάγωμεν». Ό δέ άββας έλεγε πρός αυτόν. «Δέν έφάγαμεν τέκνον»; Καί άπεκρίνετο ό μαθητής, «όχι πάτερ». Καί έλεγεν ό Γέρων : «Έάν δέν έφάγαμεν, φέρε καί τρώγομεν».

http://agiameteora.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου