Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΨΑΛΜΩΔΙΑ


Ο άββάς Παμβώ, έστειλε κάποτε τόν μαθητήν αύτού είς τήν Αλεξάνδρειαν, διά νά πωλήση τά έργόχειρα τά όποια είχον άμφότεροι κατεργασθή.
Ό μαθητής έπηγεν είς τήν πόλιν καί έμεινε δέκα έξ ημέρας· έκοιμάτο δέ τάς νύκτας μέσα είς τόν νάρθηκα της εκκλησίας τού άγιου άποστόλου Μάρκου. Έκεί παρηκολούθησε τήν ακολουθίαν τής έκκλησίας, έμαθε μάλιστα καί τροπάρια.
Όταν έπέστρεψεν είς τό Άσκητήριον, άκούει τόν Γέροντα Παμβώ νά τού λέγει:
—        Τέκνον μου, σέ βλέπω νά είσαι ταραγμένος. Μήπως σου συνέβη κανένας πειρασμός εις τήν πόλιν;
Άπεκρίθη ό μαθητής καί λέγει:
—        Γέροντα, μού φαίνεται ότι έκακοσυνηθίσαμεν έδώ πέρα είς τήν έρημίαν καί χάνομεν τάς ήμέρας μας καί άμελούμεν, διότι μήτε κανόνας ψάλλομεν, μήτε τροπάρια. Είς τήν Αλεξάνδρειαν όπου έπήγα, είδα τά τάγματα της εκκλησίας πώς ψάλλουσι καί έκτοτε μέ συνεπήρε πολλή θλίψις έπειδή εμείς δέν ψάλλομεν.
Λέγει είς αυτόν ό Γέρων :
—        Ούαί καί άλλοίμονόν μας, τέκνον! Έφθασαν πλέον αί ήμέραι
κατά τάς όποίας οί μοναχοί θά άφήσουσι τήν στερεάν τροφήν, καθώς είπε τό Άγιον Πνεύμα, καί θά καταγίνωνται μέ τά άσματα. Άλλά ποία κατάνυξις καί ποια δάκρυα προέρχονται άπό τά μελωδήματα αύτά, τήν στιγμήν οπού οί ψάλλοντες στέκονται μέσα εις τήν έκκλησίαν, ή είς τάς αίθούσας καί σηκώνουν τήν φωνήν των ώσάν τά βόδια; Όταν εύρισκώμεθα ένώπιον τού Θεού, όφείλομεν νά παραστέκωμεν μέ μεγάλην κατάνυξιν καί &χι έν μετεωρισμω. Διότι οί μοναχοί δέν έξήλθαν εις τήν έρημον διά νά διαχύνωνται ή νά μελωδούσιν άσματα, ή νά ρυθμίζουσιν ήχους, ούτε διά νά σείουν τά χέρια των καί νά μετακινούν τά πόδια των. Παρά μόνον χρεωστούμεν μέ φόβον καί τρόμον Θεού, μέ δάκρυα καί μέ στεναγμούς, μέ εύλαβικήν καί κατανυκτικήν καί μετρίαν καί ταπεινήν φωνήν νά προσφέρωμεν τάς προσευχάς πρός τόν Θεόν. Σού λέγω άκόμα καί τούτο, τέκνον μου, ότι θά έλθουν ήμέρες, οπότε οί χριστιανοί θά προσθέτουν καί θά άφαιρούν καί θά μεταβάλουν τάς βίβλους τών άγίων Εύαγγελίων καί τών Άγίων Αποστόλων καί τών Θεσπεσίων Προφητών καί τών Ιερών Πατέρων καί θά μαλακώνουν τάς Αγίας Γραφάς καί θά γράφουν τροπάρια καί άσματα καί λόγους τεχνολογικούς. Καί ό νούς των θά ξεχυθη είς αυτούς, θά άπομακρυνθη δέ άπό τά Θείκά Πρότυπα. Καί διά τούτον τόν λόγον οι Άγιοι Πατέρες είχαν προαναγγείλει ότι οί μονασταί της έρημου πρέπει νά γράφουν τούς βίους τών Πατέρων όχι έπάνω είς μεμβράνας, άλλά έπάνω είς χάρτινους διφθέρας, διότι ή έρχομένη γενεά θά τούς μεταβάλη σύμφωνα μέ τήν ίδικήν των άρέσκειαν. Όθεν τό κακόν οπού μέλλει νά προέλθη θά είναι φρικτόν.
Κατόπιν λέγει ό μαθητής:
—Ώστε λοιπόν, Γ έροντα, πρόκειται νά αλλάξουν αί παραδόσεις καί τά έθιμα τών χριστιανών; μήπως δέν θά ύπάρχουσι πλέον ιερείς είς τήν Έκκλησίαν άφού θά βαδίση πρός αυτό τό κατάντημα;
Τότε ό άββάς έσυνέχισεν
—Είς τούς καιρούς έκείνους πλέον θά κρυώση ή άγάπη τού Θεού άπό τις περισσότερες ψυχές καί θά πέση θλίψις μεγάλη είς τόν κόσμον. Τό ένα έθνος θά ρίχνεται έναντίον τού άλλου. Οί λαοί θά μετακινούνται άπό τούς τόπους των. Οί άρχοντες θά άνακατωθούν, οί ιερωμένοι θά τό ρίξουν είς τήν άναρχίαν, οί δέ μοναχοί θά ξεκλίνουν είς τήν άμέλειαν. Οί εκκλησιαστικοί ήγέται θά θεωρούν άνάξιον πράγμα νά φροντίζουν διά τήν σωτηρίαν τόσον της ίδικής των ψυχής, όσον καί τού ποιμνίου των καί θά περιφρονούν παντελώς ένα τοιούτον ζήτημα. Όλοι θά δείχνουν προθυμίαν καί δραστηριότητα πρό πάντων διά τά τραπέζια καί διά τάς δρέξεις των. Θά είναι οκνηροί είς τάς προσευχάς καί πρόχειροι είς τάς κατακρίσεις. Τούς βίους καί τάς διδαχάς καί τά παραδείγματα τών άγίων Πατέρων δέν θά ένδιαφέρωνται μήτε νά τά μιμηθούν, μήτε κάν νά τά άκούσουν, άλλά μάλλον θά κατηγορούν καί θά λέγουν ότι, έάν έζούσαμεν καί εμείς είς τά χρόνια έκείνα, έτσι θά συμπεριφερώμεθα. Οί δέ Αρχιερείς θά ύποχωρούν έμπρός είς τούς ισχυρούς της γης. Καί θά λύνουν τις διάφορες ύποθέσεις, βγάζοντες άπό πολλές μεριές δώρα καί άπολαυές λογιών λογιών διά λογαριασμόν των. Τόν πτωχόν δέν θά τόν ύπερασπίζουν είς τό δίκαιόν του, θά θλίβουν τάς χήρας γυναίκας καί θά καταπονούν τά ορφανά. Αλλά καί εις αυτόν τόν λαόν θά είσχωρήση άσωτεία. Οί περισσότεροι δέν θά πιστεύουν είς τόν Θεόν, θά μισούνται αναμεταξύ των καί θά άλληλοτρώγωνται ώσάν τά θηρία, θά κλέπτη ό ένας τόν άλλον καί θά μεθύωσι καί θά περπατούν ώσάν τυφλοί.
Τέλος ξαναερωτά ο μαθητής:
—        Τί λοιπόν πρέπει νά κάμη κανείς είς έκείνην τήν περίστασιν; Καί ο Γέρων Παμβώ άπεκρίθη:
—        Τέκνον μου, είς έκείνους πλέον τούς καιρούς, όποιος ήμπορέση νά σώση τήν ψυχήν του, καί παρακινά καί τούς άλλους διά νά σωθούν, αυτός θά όνομασθη μέγας είς τήν βασιλείαν τών Ούρανών.

http://agiameteora.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου