Ο αββάς Θεόδωρος, ο ηγούμενος της παλαιάς Λαύρας, μας διηγήθηκε ότι ήσαν στην Κωνσταντινούπολη δυο αδελφοί τραπεζίτες Σύροι. Και λέει ο μεγάλος στο μικρό: «Ας κατεβούμε στη Συρία, να πάρουμε το γονικό μας σπίτι». Του λέει ο μικρότερος: «Και γιατί να αφήσουμε και οι δυο την τράπεζα; Λοιπόν ή κατέβα εσύ και θα μείνω εδώ, ή κατεβαίνω και μείνε εσύ». Συμφώνησαν λοιπόν να κατεβεί ο μικρός. Και μόλις κατέβηκε ο μικρότερος, μετά από λίγο καιρό βλέπει ένα όνειρο αυτός που έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή ένα γέροντα ιεροπρεπή που του έλεγε: «Ξέρεις ότι ο αδελφός σου πόρνευσε με τη γυναίκα του καπήλου;» Αυτός, όταν σηκώθηκε, λυπήθηκε και είπε μέσα του: «Εγώ είμαι ο αίτιος. Γιατί λοιπόν τον άφησα μόνο;» Και μετά από λίγο καιρό ξαναβλέπει τον ίδιο να του λέει: «Ξέρεις ότι ό αδελφός σου έπεσε στην αμαρτία με την γυναίκα του καπήλου;» Βλέποντάς τον ξανά, λυπήθηκε. Μετά από λίγο καιρό τον ξαναβλέπει τρίτη φορά και του λέει: «Δεν ξέρεις ότι ο αδελφός σου έχασε την ελευθερία και κυλίστηκε με τη σύζυγο του καπήλου;» Και του γράφει από την Κωνσταντινούπολη στη Συρία: «Αμέσως και στη στιγμή άφησέ τα όλα και γύρισε στο Βυζάντιο». Αυτός, μόλις πήρε τα γράμματα, τα άφησε όλα κι ανέβηκε κοντά στον αδελφό του. Τότε, μόλις τον είδε, τον παίρνει στη Μεγάλη Εκκλησία κι άρχισε με λύπη να τον κατηγορεί και να του λέει: «Ωραία που πόρνευσες με τη γυναίκα του καπήλου;» Ο άλλος όταν το άκουσε, άρχισε να ορκίζεται στο Θεό τον Παντοκράτορα και να λέει: «Δεν ξέρω τί λες, ούτε πόρνευσα ούτε γνώρισα καμιά γυναίκα εν αμαρτία, εκτός από τη νόμιμη». Μόλις λοιπόν τα άκουσε ο αδελφός ο μεγαλύτερος, του λέει: «Λοιπόν μήπως έπραξες τίποτα βαρύτερο;» Αυτός αποκάλυψε τούτο: «Δεν νομίζω ότι διέπραξα τίποτε άπρεπο, εκτός από το ότι βρήκα στο χωριό μας μοναχούς από το δόγμα του Σεβήρου. Κι επειδή δεν ήξερα αν είναι κακό, ερχόμουν σε μυστηριακή κοινωνία μ’ αυτούς. Άλλο τίποτε δεν νομίζω να έπραξα». Τότε κατάλαβε ο μεγαλύτερος αδελφός ότι αυτό ήταν η πορνεία του, το ότι άφησε την αγία Καθολική Εκκλησία κι έπεσε στην αίρεση του Σεβήρου του ακεφάλου, ο οποίος ήταν πράγματι κάπηλος, και καταντροπιάστηκε και μόλυνε την ευγένεια της ορθόδοξης πίστης[1].
[1] Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον ένθ. αν., σ. 212-213
http://fdathanasiou.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου