Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
θ΄ 51 - 56
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὰς ἡμέρας τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐστήριξε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ, 52καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸ προσώπου αὐτοῦ. καὶ πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαρειτῶν, ὡστε ἑτοιμάσαι αὐτῷ· 53καὶ οὐκ ἐδέξαντο αὐτόν, ὅτι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς Ἱερουσαλήμ. 54ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησε; 55στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς· 56ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην.
Νεοελληνική απόδοση:
Ἐνῷ ἐπλησίαζαν νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι τῆς ἀναλήψεώς του, ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔστειλε πρὶν ἀγγελιοφόρους, οἱ ὁποῖοι ἐμπῆκαν εἰς ἕνα χωριὸ τῶν Σαμαρειτῶν διὰ νὰ τοῦ κάνουν ἑτοιμασίαν. Ἀλλὰ οἱ κάτοικοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸν δεχθοῦν, διότι ἐπήγαινε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ μαθηταί του Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, εἶπαν, «Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ κατεβῇ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τοὺς καταφάγῃ, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἠλίας;». Ἐκεῖνος ἐγύρισε, τοὺς ἐπέπληξε καὶ εἶπε, «Δὲν γνωρίζετε ποίου πνεύματος εἶσθε. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ καταστρέψῃ τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ νὰ τοὺς σώσῃ». Καὶ ἐπῆγαν σὲ ἄλλο χωριό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου