Πορεία ἀνοδική, πορεία σὲ δύσβατους δρόμους καὶ μὲ ποικίλους κινδύνους εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Ὅσο ἀνεβαίνει κανείς, βλέπει τὴ δυσκολία, τὸν κόπο τοῦ ἀγώνα ἀλλὰ καὶ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χαρὰ τῆς προσπάθειας. Ἀνάμεσα στοὺς κινδύνους ὑπάρχει ἕνας ποὺ ἔρχεται ὡς πειρασμὸς καὶ χρειάζεται πολλὴ προσοχή! Ὁ κίνδυνος τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας.
Γενικὰ ἡ αὐτάρκεια εἶναι στόχος καὶ ὄνειρο τοῦ κάθε ἀνθρώπου· νὰ καταφέρει στὴ ζωή του νὰ ζεῖ μὲ ἄνεση, νὰ ἀπολαμβάνει τὰ ὑλικὰ καὶ πολιτισμικὰ ἀγαθά, ὅσα τοῦ εἶναι ἀπαραίτητα. Αὐτάρκεια σὲ χρῆμα, σὲ γνώση, σὲ κάθε ἀγαθό. Αὐτὴ εἶναι ἡ θετικὴ σημασία τοῦ ὅρου καὶ εἶναι δίκαιο γιὰ κάθε ἄνθρωπο νὰ εἶναι αὐτάρκης.
Στὴν πνευματικὴ ὅμως ζωὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρατηροῦν πὼς ἡ αὐτάρκεια εἶναι πνευματικὸς κίνδυνος. Τὸ νὰ αἰσθάνεται δηλαδὴ κανεὶς πνευματικὰ αὐτάρκης σημαίνει ὅτι ὑπερτιμᾶ τὰ πνευματικά του χαρίσματα, τὶς ἀρετές, τὰ καλὰ ποὺ ἔχει. Πιστεύει πὼς εἶναι σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση καὶ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη καθοδηγήσεως πνευματικῆς, δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς ἐσωτερικῆς καλλιέργειας· ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς τελειότητας, τοῦ πνευματικὰ «ἀνεβασμένου» ἀνθρώπου. Ἄλλες φορὲς δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς, ἀραιώνει τὴ συμμετοχή του στὰ ἱερὰ Μυστήρια, χάνει τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Πνευματικό. Κυριαρχεῖ πνεῦμα αὐτοδικαίωσης μέσα του.
Μιὰ τέτοια κατάσταση εἶναι καθαρὸς φαρισαϊσμός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπικίνδυνη αὐτὴ πνευματικὴ κατάσταση παρουσιάζεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Φαρισαίου τῆς Παραβολῆς. «Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων», ἔλεγε. Εἶχε αὐτάρκεια ὁ Φαρισαῖος· ἔκανε λίγα πράγματα καὶ ἔμενε σ᾿ αὐτά. Ἔμενε εὐχαριστημένος μὲ τὰ κατορθώματά του. Ἡ προσευχή του ἦταν ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν ἀρετῶν του. Ἀπαριθμοῦσε ὁ Φαρισαῖος τὰ ἔργα του καὶ αἰσθανόταν ἀσύγκριτη ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους γενικὰ χαρακτήριζε ἁμαρτωλούς. Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ἢ μᾶλλον ἔδινε συγχαρητήρια στὸν ἑαυτό του, ὡς ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους. Δὲν αἰσθανόταν νὰ τοῦ λείπει τίποτε! Ἔνιωθε αὐτάρκης καὶ δὲν φαινόταν νὰ ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ εἶχε τόσα «δικά του» ἔργα στὰ ὁποῖα μποροῦσε νὰ στηριχθεῖ καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα μποροῦσε νὰ καυχηθεῖ. Ἐπανελάμβανε αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ὅτι ἔλεγε ὁ κακὸς Ἐπίσκοπος τῆς Λαοδίκειας: «πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω» (Ἀποκ. γ΄ 17).
Ὅμως ἡ πνευματικὴ αὐτάρκεια εἶναι οὐσιαστικὰ ψευδαίσθηση, καὶ καθένας ποὺ προσβάλλεται ἀπ᾿ αὐτὴν ζεῖ μέσα στὸ ψέμα, αὐταπατᾶται.
Ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος γράφει σὲ μία ἐπιστολή του: «Ἐξετάστε μήπως ὑπάρχουν μέσα σας ὑπερβολικὴ αὐτοπεποίθηση, αὐτοϋπερεκτίμηση καὶ αὐτοκαταξίωση. Αὐτὲς δημιουργοῦν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐγωιστικὴ καὶ πλανερὴ αἴσθηση τῆς αὐτάρκειας: Νομίζει πὼς ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ ὀργανώσει καὶ νὰ τὰ ἐκτελέσει ἀλάθητα μόνος του, δίχως τὴ συμβολὴ ἢ τὴ συμβουλὴ τῶν συνανθρώπων του, καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, δίχως τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ»1.
Χρειάζεται λοιπὸν προσοχὴ καὶ ἐπαγρύπνηση. Χρειάζεται νὰ ἔχουμε ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως. Ἡ πνευματικότητά μας νὰ μὴν ἀρκεῖται μόνο σ᾿ ἐξωτερικὰ σχήματα εὐλάβειας, ἀλλὰ νὰ ἔχει βάθος καὶ συνέπεια μὲ τὴν ὅλη ζωή μας. Ὅσο πλησιάζει κανεὶς τὸν Θεό, βλέπει πόσο μικρὸς εἶναι ἐνώπιόν Του, πόσο ἀνεπαρκής. Μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ δική μας ἀγάπη εἶναι ἐλάχιστη, ἡ προσευχή μας ἐλλιπής, ἡ γνώση γιὰ τὸν Θεὸ νηπιακή. Οἱ Ἅγιοι πόσο μικροὶ αἰσθάνονταν καθὼς ἐμβάθυναν στὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ! Θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους πτωχοὺς καὶ πένητες. Ὁ μεγάλος Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἔλεγε ὅτι, ἂν κάποιος νομίζει ὅτι εἶναι κάτι «μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ» (Γαλ. ς΄ 3), καὶ πίστευε γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ὅτι εἶναι «ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων», καὶ ὅτι δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ καλεῖται Ἀπόστολος (Α΄ Κορ. ιε΄ [15] 9). Ἂν ἔτσι μιλοῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν ἑαυτό του, τί νὰ ποῦμε ἐμεῖς;
«Ἂς παραδώσουμε, λοιπόν, μὲ ἐμπιστοσύνη τὴν ὕπαρξή μας στὰ χέρια Του», θὰ μᾶς συμβουλεύσει καὶ πάλι ὁ ὅσιος Θεοφάνης. «Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ ἐγκαταλείψουμε ἢ θὰ περιορίσουμε τὸν ἀγώνα, τὶς προσπάθειες καὶ τοὺς κόπους γιὰ τὴν ψυχική μας καλλιέργεια. Ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε ὅμως σ᾿ αὐτοὺς τοὺς κόπους, γιατί, ἂν δὲν τοὺς εὐλογήσει ὁ Θεός, δὲν θὰ δώσουν πνευματικοὺς καρπούς»2.
1. Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, Χειραγωγία στὴν πνευματικὴ ζωή, σελ. 145-146, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2003.
2. Στὸ ἴδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου