Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Γέροντας Πέτρος ο Αγιορείτης (του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη)





Γέροντας Πέτρος καταγότον από τη Λήμνο, ζούσε στο σπήλαιο του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, του οποίου το όνομα έφερε και τον θαυμαστό βίο προσπαθούσε, κατά το δυνατόν, να μιμηθή. Διακρινόταν για την άσκητικότητα, την απλότητα και την ευλάβεια του. Σπάνια έβγαινε από το κελλί του, μάζευε τσάϊ του βουνού, έφτιαχνε κομποσχοίνια, πήγαινε στα μοναστήρια, τα έδινε και λάβαινε τρόφιμα.
Κάποτε ορισμένοι μοναχοί πήγαν στις Καρυές και τοιχοκόλλησαν ανακοινώσεις ότι ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ είναι μασώνος. Πήγε και ο Γ. Πέτρος, παρασυρμένος από άλλους, όμως συνελήφθη κι εξορίσθηκε έκτος του Αγίου Όρους στη Σπιναλόγκα, κηρύσσοντας σέ όλους μετάνοια. Όταν επέστρεψε, κατά τη Γερμανική κατοχή, πήγε στο Κελλί του κι αφιερώθηκε σε μεγαλύτερους αγώνες. Έλεγε: «Τώρα κάνω διπλούς και τρίδιπλους αγώνες και δεν μπορώ να φθάσω στα μέτρα εκείνα πού ήμουν πριν πάω έξω από το Άγιον Όρος». Έλεγε στον Γ. Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη ο Γ. Πέτρος: «Τη νύχτα όταν βγαίνω έξω για προσευχή βλέπω κι ακούω ουράνια πράγματα..
Όταν περιερχόταν τις μονές και τα Κελλιά, για να δώση το εργόχειρο του, τον συνάντησε ένας ενάρετος μοναχός και του είπε πως θέλει να έλθη υποτακτικός του. Ο Γ. Πέτρος δεν του απάντησε τίποτε κι αναχώρησε. Μετά λίγες ημέρες ήλθε πάλι στο Κελλί του ενάρετου μονάχου. Απόρησε πώς ξανήλθε τόσο σύντομα, γιατί πολύ αραιά επισκεπτόταν τον κάθε τόπο. «Γέροντα τι να σου προσφέρω;» τον ρώτησε ο μοναχός. «Για την αγάπη του Χρίστου λίγο ζεστό νερό», του είπε ο Γ. Πέτρος. Ο μοναχός του προσέφερε. Τότε ο Γ. Πέτρος έβγαλε από το ζωστικό του ένα σακκούλι, όπου είχε τσάϊ, πήρε ένα κλαράκι και το ανακίνησε στο ζεστό νερό. Μετά πήρε από τον κόρφο του ένα άλλο σακκουλάκι, όπου είχε ζάχαρι, κι έβαλε στη μύτη του κουταλιού λίγη ζάχαρι. «Μ’ ένα κιλό ζάχαρι περνούσε όλο τον χρόνο και του έμενε και λίγη για τον επόμενο», έλεγε ο μοναχός. «Ήλθα να σου πω, να μην κάνης τον κόπο να έλθης στο σπήλαιο, γιατί εγώ θα πεθάνω…» είπε ο Γ. Πέτρος. Ό μοναχός θαύμασε τη λεπτότητα του, ήλθε ώρες δρόμο, για να του μηνύση, να μη πάη και κουρασθή.
Μιά φορά τον αντάμωσε ο Γ. Ιωακείμ, έξω της μονής Κουτλουμουσίου, όπου πήγαινε να δώση το εργόχειρο του. Ό Γ. Ιωακείμ πήρε μερικά κομποσχοίνια και του έδωσε περισσότερα χρήμματα απ’ όσο άξιζαν. Ο Γ. Πέτρος δεν τα δέχθηκε με κανένα τρόπο, λέγοντας: «Και τα δικά μου άλλοι θα τα πάρουν…» Του λέει ο Γ. Ιωακείμ: «θα μείνεις εδώ απόψε;» Του άπαντα: «θα πάω στου Ξηροποτάμου». Του λέει ο Γ. Ιωακείμ: «Δεν προλαβαίνεις, νύχτωσε, πάμε στο Κελλί μου και πηγαίνεις αύριο». Του λέει δ Γ. Πέτρος: «θα περπατώ μέχρι που δεν θα βλέπω, μετά θα ζαρώσω σε μια καστανιά, μέχρι να φέξη». Εκείνο το βράδυ έκανε καταρρακτώδη βροχή, βράχηκε πολύ και κρυολόγησε κι επέστρεψε στην Καλύβη του, κι αποχαιρετούσε τους γείτονες του.
Μετά την επιστροφή του από την εξορία πήγε και κατοίκησε σε μία Καλύβη, δίχως ναό, που βρίσκεται μεταξύ των ησυχαστηρίων Θωμάδων και Δανιηλαίων. Επειδή όμως είχε εντολή από τον Γέροντα του, να τελειώσει τον βίο του στη «μετάνοια» του, τον οποίο προαισθάνθηκε, ξεκίνησε για το σπήλαιο του οσίου Πέτρου. Ο Γ. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θυμάται πώς ετοιμαζόταν για ταξείδι και τον επισκέφθηκε ο Γέρο-Πετράκης, όπως τον έλεγαν, λόγω του μικρού αναστήματος του, για να τον αποχαιρετήση. Ο Γ. Γεράσιμος του είπε πώς σύντομα θά επιστρέψη. Ο Γ. Πέτρος επέμενε: «Δεν θα ξαναϊδωθούμε».
Επέστρεψε λοιπόν στην πρώτη του «μετάνοια», παραμονές της εορτής του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, όπου εόρταζε 6 ναός του σπηλαίου και ο ίδιος. Μετέλαβε των Αρχάντων Μυστηρίων την ήμερα της εορτής του, όπου όπως συνηθίζεται, είχαν έλθη και οι γύρω ασκητές, και μετά τη θ. Λειτουργία του ευχήθηκαν κατά το καθιερωμένο κέρασμα: «Καλό παράδεισο, Γέρο-Πέτρο». «Αμήν» απάντησε εκείνος και αναπαύθηκε μακαρίως.
Πριν, είχε έλθη και στην περιοχή των Καρυών, ν’ αποχαιρετήση φίλους και μοναχούς, να δώση το εργόχειρο του και να συγκέντρωση χρήματα για τα έξοδα της κηδείας του και το σαρανταλείτουργο. Μια φορά στις Καρυές βρήκε ένα δαιμονισμένο, τον σταύρωσε και τον θεράπευσε. Όταν τον επισκεπτόταν η θ. Χάρι, έσκυβε το κεφάλι του κι αναφωνούσε: «Κτύπα, Χριστέ μου, με το κονταράκι της ευσπλαχνίας Σου».

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
* Απόσπασμα από το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του Μονάχου Μωυσή “Αγιορείτικες Διηγήσεις”
Αγιορείτικη Μαρτυρία Τριμηνιαία έκδοση Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου τεύχος 4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου