Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Θ´ 12 - 18
12 υἱέ, ἐὰν σοφὸς γένῃ σεαυτῷ, σοφὸς ἔση καὶ τοῖς πλησίον· ἐὰν δὲ κακὸς ἀποβῇς, μόνος ἂν ἀντλήσεις κακά. ὃς ἐρείδεται ἐπὶ ψεύδεσιν, οὗτος ποιμαίνει ἀνέμους, ὁ δ᾿ αὐτὸς διώξεται ὄρνεα πετόμενα· ἀπέλιπε γὰρ ὁδοὺς τοῦ ἑαυτοῦ ἀμπελῶνος, τοὺς δὲ ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηται· διαπορεύεται δὲ δι᾿ ἀνύδρου ἐρήμου καὶ γῆν διατεταγμένην ἐν διψώδεσι, συνάγει δὲ χερσὶν ἀκαρπίαν. 13 Γυνὴ ἄφρων καὶ θρασεῖα ἐνδεὴς ψωμοῦ γίνεται, ἣ οὐκ ἐπίσταται αἰσχύνην. 14 ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ ἑαυτῆς οἴκου, ἐπὶ δίφρου ἐμφανῶς ἐν πλατείαις, 15 προσκαλουμένη τοὺς παριόντας καὶ κατευθύνοντας ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· 16 ὅς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος, ἐκκλινάτω πρός με καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρονήσεως παρακελεύομαι λέγουσα· 17 ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ ὕδατος κλοπῆς γλυκεροῦ. 18 ὁ δὲ οὐκ οἶδεν ὅτι γηγενεῖς παρ᾿ αὐτῇ ὄλλυνται, καὶ ἐπὶ πέταυρον ᾅδου συναντᾷ. 18α ἀλλὰ ἀποπήδησον, μὴ χρονίσῃς ἐν τῷ τόπῳ, μηδὲ ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτήν· 18β οὕτως γὰρ διαβήσῃ ὕδωρ ἀλλότριον καὶ ὑπερβήσῃ ποταμὸν ἀλλότριον· 18γ ἀπὸ δὲ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπόσχου καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίῃς, 18δ ἵνα πολὺν ζήσῃς χρόνον, προστεθῇ δέ σοι ἔτη ζωῆς.

Νεοελληνική απόδοση:
Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς σοφὸς κατὰ Θεόν, θὰ εἶσαι διὰ τῆς σοφίας σου ταύτης χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος καὶ εἰς τὸν πλησίον σου· ἐὰν δὲ ἀποβῇς ἀσύνετος καὶ κακός, θὰ ἀντλῇς μόνος σου, ὡσὰν ἀπὸ πηγάδι, τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας σου. Ὅποιος στηρίζεται εἰς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὀκνηρίαν, βόσκει ἀνέμους, ματαιοπονεῖ. Ὁ τοιοῦτος κυνηγᾷ πουλιά, ποὺ πετοῦν καὶ εἶναι ἄπιαστα· διότι ἀφῆκε τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀμπέλι του, ὅπου πρέπει νὰ ἐργασθῇ, καὶ ἔχει ἀποπλανηθῇ ἀπὸ τὴν κατεύθυνσιν, ποὺ τὸν φέρει εἰς τὸ κτῆμα του. Ὁ τοιοῦτος περνᾷ μέσα ἀπὸ ἔρημον ξηρὰν καὶ ἄνυδρον καὶ ἀπὸ τόπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς περιοχὰς διψασμένας καὶ ἐστερημένας καὶ τῆς ἐλαχίτης ὑγρασίας, μαζεύει δὲ μὲ τὰ χέρια του ἀκαρπίαν, καὶ συνεπῶς δὲν ἀποθηκεύει τίποτε. 13 Ἡ γυναῖκα ἡ ἀποξενωμένη τῆς σοφίας, ἡ διεφθαρμένη καὶ ἀδιάντροπος, καταντᾷ νὰ στερῆται καὶ αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ της καὶ νὰ πεινᾷ. Αὐτὴ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ ἐντροπή, συστολὴ καὶ σεμνότης. 14 Ὡς προσωποποίησις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία πόλεμεῖ τὸ ἔργον τῆς σοφίας, ἐκάθισεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ της εἰς κάθισμα ὑψηλὸν καὶ στολισμένον, διὰ νὰ φαίνεται καλὰ ἀπὸ τὴν πλατεῖαν, τὴν πολυσύχναστον ἀπὸ ἀνθρώπους, 15 καὶ προσκαλεῖ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν καὶ αὐτοὺς ποὺ βαδίζουν κατ' εὐθεῖαν εἰς τοὺς δρόμους των 16 καὶ τοὺς λέγει ὑποβλητικῶς καὶ σκανδαλιστικῶς: Ὅποιος ἀπὸ σᾶς εἶναι ἠλίθιος, ἂς ἔλθῃ κοντά μου· καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ μυαλὸ καὶ φρόνησιν τοὺς προσκαλῶ ἀπὸ κοντὰ καὶ τοὺς λέγω· 17 πιᾶστε εἰς τὰ χέρια σας ψωμὶ κρυφὸ καὶ θὰ γλυκανθῆτε, καὶ πίετε νερὸ κλεμμένο, ποὺ φαίνεται νόστιμον. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ ἐπιμένει, ὅτι θὰ εὕρῃ εἰς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀληθινὴν χαράν. 18 Ἀλλ’ ὁ ἄνδρας, ποὺ ἐξαπατᾶται ἀπὸ αὐτήν, πηγαίνει καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι οἱ ὑλόφρονες καὶ σαρκολάτραι εὐρίσκουν κοντά της ὄχι τὴν χαράν, ἀλλὰ τὴν ἀπώλειαν, καὶ ἡ συνάντησίς των μὲ τὴν ἁμαρτίαν εἶναι παγίς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην. 18α Σὺ ὅμως, ποὺ ἔχεις διάθεσιν νὰ ἀκούσῃς τὴν συμβουλήν μου, φύγε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ μεγάλα πηδήματα, μὴ χρονοτριβήσῃς καθόλου εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, οὔτε νὰ τῆς φανερώσῃς τὸ ὄνομά σου. 18β Διότι μόνον ἔτσι θὰ κατορθώσῃς νὰ περᾴσῃς νερὸ ξένον καὶ μολυσματικόν, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς σέ, ἀφοῦ αὐτή, ποὺ σὲ καλεῖ νὰ ξεδιψάσῃς μαζί της, νὰ σβήσῃς δηλαδὴ τὴν ἐπιθυμίαν σου, δὲν εἶναι νόμιμος γυναῖκα σου· μόνον ἔτσι θὰ προσπεράσῃς ποτάμι ἐπικίνδυνον καὶ ξένον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον, ἂν θελήσῃς νὰ δροσισθῇς, θὰ πνιγῇς. 18γ Ἀπὸ τὸ ξένο νερὸ νὰ ἀπομακρυνθῇς καὶ ἀπὸ ξένην πηγὴν νὰ μὴ πίῃς. Μὴ πλησιάσῃς δηλαδὴ τὴν μοιχαλίδα γυναῖκα· 18δ διὰ νὰ ζήσῃς πολὺν καιρὸν καὶ νὰ σοῦ προστεθοῦν χρόνια ἐπιγείου ζωῆς καὶ μακροημέρευσις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου