Επισκόπου Πατάρων Ιωσήφ
Καὶ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν πρὸς Φαραὼ καὶ εἶπαν αὐτῷ·
τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ·
ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι ἑορτάσωσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ.1
Ο λόγος του Θεού: επαναστατικός, ριζοσπαστικός, εφόσον πάντα απόλυτος· κορυφή του παραδόξου· υπερβατικότητας έπακρον: ο λόγος του Θεού είναι πάντα την έσχατη πρόκληση για την λογικότητα –και την τρεπτότητα-σχετικότητα- του ανθρώπου.
Μια εορτή στην έρημο: υπάρχει τίποτα πιο «αντιφατικό» από αυτό;
Να «εορτάσουμε» δηλαδή τον Θεό στο χώρο των δαιμόνιων;
Στη σιωπή; Στην έρημο; Στο τίποτα; τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ!
Κάθε φορά –μα κάθε φορά- που αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αισθάνομαι –και εισέρχομαι σε- μια περίεργη (ψυχική) κατάσταση, την οποία θέλω να λύσω –ή μάλλον να πνίξω- (θεο-)λογικά: αλλά πάντα αποτυγχάνω. Θέλω να την λύσω διότι με προκαλεί αμηχανία. Και δεν με προκαλεί απλά το συγκεκριμένο συναίσθημα, αλλά προκαλεί ολόκληρη την ύπαρξή μου: η Τεσσαρακοστή με
προκαλεί! Το εσώτερο είναι μου δι-αισθάνεται ότι αυτόματα «εξέρχεται» από την ζώνη -ή περιοχή- άνεσής του και ξεκινά μια πορεία προς το άγνωστο.
Ναι, η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι (εκ-) κίνηση, πορεία, κατεύθυνση, ώθηση· έτσι το αντιλαμβάνεται λογικά και εννοιολογικά η ψυχή μου: ένα ταξίδι με αρχή, αλλά χωρίς τέλος.
Για μένα η Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν είναι μια απλή λειτουργική περίοδος, αλλά μια «υπαρξιακή περιοχή» που και εγκαινιάζεται στο παρόν χρονοχώρο και καταταράσσει την ύπαρξη μου, εφόσον ανοίγεται στο άπειρο.
Και όντως ο δυναμισμός και η λειτουργικότητα αυτού του «υπαρξιακά» όλως διαφόρου χρονοχώρου πάντα μάχεται με την ανθρωπότητά μου, κάθε χρόνο, κάθε φορά.
Ασφαλώς αυτό οφείλεται στην «δυσαναλογία» των περιοχών.
Στη δική μου περιοχή κυριαρχεί η ασφάλεια και η άνεση της γνώσης και της λογικής· στην άλλη η «ανασφάλεια» του αγνώστου και του παραδόξου· η δική μου ζώνη είναι εξασφαλισμένη με συγκεκριμένα όρια τα οποία εγώ διαχειρίζομαι, η άλλη δεν χρειάζεται ασφάλεια διότι στην ουσία τείνει προς το απεριόριστο, το άπειρο, το απόλυτο: κι εκεί –φυσικά- δεν έχω έλεγχο!
Πως να μην θέλω να λύσω την ἐν λόγῳ κατάσταση, την αντίθεση και την πρόκληση;
Αυτή η «υπαρξιακή περιοχή», είναι η «εορτή στην έρημο».
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράλογο. Αλλά δεν είναι.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η εορτή στην έρημο.
Η «έρημος» προϋποθέτει την «έξοδο», αλλά η ίδια γίνεται και προϋπόθεση για την «εορτή».
Τελικά, δεν υπάρχει «εορτή» χωρίς «έρημο»· και «έρημος» χωρίς «έξοδο».
Η κίνηση, η πορεία που ήδη ανέφερα: έξοδος. Πρόκειται για μια υπαρξιακή κατεύθυνση.
Που εξέρχεται ο άνθρωπος; Στον εαυτό του, μάλιστα.
Η έξοδος είναι εντός της ύπαρξής του και όχι εκτός της.
Δεν πρόκειται για τίποτα το «εκστατικό», αλλά μάλλον «ενστατικό»· πρόκειται για μια «εσωτερική έξοδο»: τότε όταν «εξερχόμεθα», στην πραγματικότητα «εισερχόμεθα»2.
Τότε η ψυχή του ανθρώπου λογίζεται ως έρημος, αυτός ο άγνωστος και αόριστος χώρος· και το κέντρο της ψυχής –η καρδιά- θεωρείται «της ερήμου η έρημος»3.
Η απαιτούμενη «έξοδος-είσοδος» είναι μια αντανακλαστική κίνηση της ψυχής προς το αβυσσαλέο της βάθος, η οποία –όλως παραδόξως- εκκινείται αναγκαστικά διαμέσου μιας ανυπόφορης, προσωπικής έλξης «-ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται...»- 4, έπειτα σε άσκηση μετατρεπόμενη5.
Κένωσις: η βαθμιαία υπαρξιακή εκκένωση της περίπλοκης -και αυτόνομης- επιφάνειας του «εγώ» μέχρι την έσχατη και ουσιαστική του απλούστευση: το «ἐν σχέσει ον».
Τότε επικαλείται και πάλι το «απολύτως» κενό, το αόριστο, η σιωπή και η απουσία, αλλά ἐν σχέσει πλέον: τότε το κενό γίνεται πλήρωση, το αόριστο προσωπικό, η σιωπή λόγος και η
απουσία παρουσία.
Αυτή η πνευματοκίνητη «είσοδος-έξοδος» στο ενδότερο του «ἡμετέρου καταπετάσματος», της «ψυχής-ερήμου», επιτρέπει τον κάθε άνθρωπο να βρίσκεται στον οικείο πλέον του Θεού χώρο: μέσα στην απόλυτη σιωπή(-λόγο) και απουσία(-παρουσία), στο αόριστο(-προσωπικό) και κενό(-πλήρες) βάθος, η ψυχή -ο καθαυτόςχώρος-, εξασκεί μια από τις κυριότερες και ουσιαστικότερες ικανότητες και λειτουργίες της: η αντανάκλαση.
Αυτή η αντανάκλαση είναι η χαρισματική ικανότητα υπαρξιακής-οντολογικής συσχετίσεως του ανθρώπου: αντανακλά η ψυχή τον Θεό, τους συνανθρώπους και όλη τη κτίση, και διαμέσου αυτής της αντανάκλασης ο κάθε άνθρωπος ρυθμίζει τη «φυσιολογική οντολογία» του «εἶναι πρὸς, ἐν καὶ διὰ», μια και η «εορτή» προϋποθέτει την πραγματικότητα του «ἐν σχέσει εἶναι» ως οντολογικό και συνεπώς λειτουργικό θεμέλιο της.
Απεναντίας, η ατομικότητα, η αυτονόμηση και ο υπαρξιακός αποκλεισμός αποτρέπουν κάθε «εορτασμό» ως ευφρόσυνο «συγγίγνεσθαι», ως πανηγυρική «συνύπαρξη»: διότι κανείς επιχειρεί να κάνει εορτή μόνος του!
Διό και η πνευματική διεργασία της «εξόδου-εισόδου» σύμφωνα με την γνήσια Παράδοση του Χριστιανισμού δεν επικαλείται μονάχα μια εσωστρεφή, ατομική, αυτόνομη, συναισθηματική και μυστικιστική κίνηση θρησκευτικού τύπου, αλλά μια πολυδιάστατη, εμπειρική, πραγματική και συνεργειακή κίνηση του όλου ανθρώπου –και του όλου Θεού: αφού τελείται στο ενδότερο της ανθρώπινης υπαρξιακής υφής, ταυτόχρονα και αναγκαστικά ακτινοβολεί εκτός των ιδίων ορίων –προς το υπόλοιπο της ύπαρξης- και πραγματώνεται -και αποδεικνύεται- διαμέσου του όλου βίου του.
Αλλά και αντίστροφα.
Πρόκειται για «έμπρακτη θεωρία»· ή, και αν θέλουμε, «θεωρούμενη πράξη».
Η ψυχική διεργασία της αντανάκλασης που ανέφερα νωρίτερα, ως έμπρακτη απόδειξη της συνέργειας -ή μάλλον της ταύτισης- της ανθρώπινης και θεϊκής βούλησης, τοποθετεί τον κάθε άνθρωπο στη θέση που του αναλογεί μέσα στο σύνολο, μέσα στο σώμα, μέσα στην ιεραρχημένη κοινότητα που είναι «ο λαός Του»: όλως παραδόξως, η αρχική «δυσαναλογία» που ενδέχεται η αντανάκλαση6 προκαλεί την μετέπειτα «αναλογία» της σχέσεως. Και πάλι το παράδοξο!
Διότι η έννοια, μάλλον η πραγματικότητα της σχέσης -της κάθε σχέσης-, καταλήγει στο παράδοξο και υπερβατικό.
Η εορτή στην έρημο: η Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Χαρμολύπη: μια λυπημένη χαρά· μια χαρούμενη λύπη.
Τα πάντα ταυτόχρονα, hic et nunc, -εδώ και τώρα.
Γευόμαστε την ανάσταση διαμέσου του σταυρού.
Ο Γολγοθάς επικαλείται Εδέμ: και ο κενός τάφος την ψυχή μας.
Απόλυτη σιωπή· απόλυτη απουσία: εφόσον «τα πάντα πεπλήρωται φωτός».
Άρχισε η πορεία. Και αυτή τη χρονιά. Νομίζω ότι και πάλι αποτυχαίνω να λύσω την υπαρξιακή-πνευματική μου απορία και ανησυχία. Η πρόκληση –η ένταση- κορυφώνεται ήδη από την αρχή. Ας προκληθώ και πάλι, ας προβληματιστώ και πάλι, ας ενοχληθώ και πάλι.
Πάντως, τούτη την «εορτή στην έρημο», δεν πρόκειται να την χάσω.
Καλή Σαρακοστή!
1. Έξ. 5:1.
2. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπὲρ ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 2, 4, 7-29, σελ. 106: «Ειδέ καί κατά τόν ψαλμῳδόν «πᾶσα η'δόξα τῆς θυγατρός τοῦβασιλέως ἔσωθεν», πῶς η'μεῖς αυτήν ἔξω που ζητήσομεν; Ει δέ καί κατά τόν απόστολον ο'Θεός ἔδωκεν αυτοῦτό Πνεῦμα κρᾶζον εν ταῖς καρδίαις η'μῶν, αββᾶο'πατήρ, πῶς η'μεῖς ουκ εν αυταῖς συνευξόμεθα τῷ Πνεύματι; Ειδέ καί κατά τόν προφητῶν καί απόστολον Κύριον «η'βασιλεία τῶν ουρανῶν εντός η'μῶν εστι», πῶς ουκ ἔξω καί τῆς ουρανῶν βασιλείας γένοιτ ἄν ο' τῶν εντός ε'αυτοῦτόν νοῦν εξάγειν διά σπουδῆς ποιούμενος; «Καρδία ὀρθή», φησίν ὁΣολομών, «ζητεῖαἴσθησιν», ἥν ὁαὐτός νοεράν καί θείαν ἀλλαχοῦπροσείρηκε, πρός ἥν οἱ πατέρες πάντας προτρεπόμενοι, «νοῦς, φασί, νοερός πάντως καί νοεράν αἴσθησιν περιβέβληται, ἥν ἐν ἡμῖν καί οὐκ ἐν ἡμῖν οὖσαν ἐκζητοῦντες μή παυσώμεθα». Ὁρᾷς ὅτι κἄν πρός τήν ἁμαρτίαν ἀντικαταστῆναί τιςπροθυμηθῇ, κἄν τήν ἀρετήν προσκτήσασθαι, κἄν τοῦκατ ̓ ἀρετήν ἄθλου τό βραβεῖον,μᾶλλον δέ τόν ἀρραβῶνα τοῦκατ ̓ἀρετήν βραβείου, τήν αἴσθησιν τήν νοεράν εὑρεῖν, ἐντός τοῦτε σώματος καί ἑαυτοῦτόν νοῦν ἐπαναγαγεῖν ἀνάγκη; Τό δ ̓ἔξω τόν νοῦν, οὐ τοῦ σωματικοῦφρονήματος, ἀλλ ̓αὐτοῦτοῦσώματος ποιεῖν, ὡς ἐκεῖνοεροῖς θεάμασιν ἐντύχοι, τῆς ἑλληνικῆς ἐστι πλάνης αὐτό τό κράτιστον καί πάσης κακοδοξίας ρίζα καί πηγή, δαιμόνων εὕρημα καί παίδευμα, γεννητικόν ἀνοίας καί γέννημα τῆς ἀπονοίας. Διό καί οἱ λαλοῦντες ἐκ τῆς τῶν δαιμόνων ἐπιπνοίας ἐξεστηκότες ἑαυτῶν εἰσι, μηδ ̓ αὐτό τοῦτο συνιέντες ὅ τι λέγουσιν. Ἡμεῖς δέ, μή μόνον εἴσω τοῦσώματος καί τῆς καρδίας, ἀλλά καί τόν αὐτόν αὐτοῦπάλιν εἴσω πέμπομεν τόν νοῦν.»
3. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπὲρ ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 2, 3, 22-26, σελ. 104: «Ταῦτ ἆρα καί ο'μέγας Μακάριος, «η'καρδία», φησίν, «η'γεμονεύει ὅλου τοῦοργάνου καί, επάν κατάσχῃτάς νομάς τῆς καρδίας η'χάρις, βασιλεύει ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν μελῶν ̇ εκεῖγάρ εστιν ο' νοῦς καί πάντες οι'λογισμοί τῆς ψυχῆς».»
4. Ψαλμ. 41:8.
5. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπὲρ ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 2, 2, 21-27, σελ. 102: «Ταῖς μέν αισθήσεσιν, ὧν τε καί εφ ὅσον εστίν αντιληπτέον, τό ἔργον δέ τοῦ νόμου τοῦτο προσαγορεύεται εγκράτεια ̇ τῷ δέ παθητικῷ μέρει τῆς ψυχῆς τήν αρίστην εμποιοῦμεν ἕξιν, αγάπην δ ἔσχεν αὕτη τήν επωνυμίαν ̇ αλλά καί τό λογιστικόν διά τούτου βελτιοῦμεν, αποπεμπόμενοι πᾶν ὅ τι προσίσταται τῇ διανοίᾳπρός τήν ει$ς Θεόν ανάνευσιν, καλοῦμεν δέ τουτί τό μόριον τοῦνόμου τούτου νῆψιν.»
6. Προπαντός, όσο αναφορά οντολογικά τον κτιστό άνθρωπο και τον Άκτιστο Θεό.
https://www.romfea.gr/pneumatika/27493-mia-eorti-stin-erimo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου