Δημήτρης Μαυρόπουλος
Στοὺς περίφημους Μακαρισμοὺς τοῦ Κυρίου, ποὺ καταγράφονται στὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιο (Ματθ. 5,3-11) ὡς εἰσαγωγὴ στὴν «Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία», ὑπάρχουν δύο στίχοι ποὺ ἀναφέρονται στὴ δικαιοσύνη ὡς συνθήκη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Πρόκειται α) γιὰ τὸν στίχο 6: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται», καὶ β) γιὰ τὸν στίχο 10: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Στὸν πρῶτο στίχο φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως νὰ ἀναφέρεται ὁ Χριστὸς σὲ μιὰ δικαιοσύνη τῆς κοινωνίας, τῆς βιοτῆς δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ στὴ δεύτερη εἶναι σαφὴς ἡ ἀναφορά του σὲ μιὰ ἐσχατολογικὴ δικαιοσύνη.
Μέσα λοιπὸν ἀπὸ μιὰ εἰκόνα ποὺ περιγράφει τὴ φυσικὴ ἀνάγκη κάθε ἀνθρώπου, τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, εἰσάγει ὁ Ἰησοῦς τὸ μέγα θέμα τῆς δικαιοσύνης, τόσο ζωτικό, ὅσο τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς. Τὸ τί σημαίνει αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη, κατατίθεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο στὴν περιγραφὴ τῶν τριῶν πειρασμῶν ποὺ ὑπέστη ὁ Χριστὸς καὶ ποὺ κατ᾽ οὐσίαν ὑφίσταται κάθε ἄνθρωπος. Ἂν οἱ ἀναγκαιότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης αἰχμαλωτίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν παγιδεύουν σὲ ἐξαρτήσεις ἀπὸ ἀγαθὰ καὶ δυνάμεις τῆς κτιστότητας, ὁ Ἰησοῦς ὡς νέος Ἀδὰμ ἀπαντάει ὅτι «οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος», ὅτι δὲν ὑποτάσσεται σὲ θαυματουργικὲς καὶ ἄλογες δυνάμεις, ὅτι δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ βασίλεια τῆς γῆς. Αὐτὸ προβάλλεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὡς ἔκφραση τῆς ἐναρμόνισης τοῦ θελήματός του μὲ τὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ δικαιοσύνη ποὺ ἐγκαινιάζεται στὴν ἱστορία, ἡ ὁποία ὅμως ἔχει ὡς πρότυπό της τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ τὴ δικαιοσύνη τὴν ἀποκάλυψε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι τὴν περιγράφουν ὡς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν παράδοση τοῦ θείου νόμου στὸν Μωυσῆ, ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τὸ ὄνομά του: «Κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός, καὶ δικαιοσύνην διατηρῶν καὶ ἔλεος εἰς χιλιάδας…» (Γέν. 34,6-7). Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ τὴν πιστότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κορυφώθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του.
Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ μαρτυρεῖται στὰ εὐαγγέλια ὡς δικαιοσύνη θυσιαστική. Ἀκόμη περισσότερο, σὲ κάθε πείνα καὶ δίψα δικαιοσύνης προτείνει ἕνα ἄλλου περιεχομένου χορτασμό: βρώση καὶ πόση τοῦ σώματός του καὶ τοῦ αἵματός του. «Λάβετε φάγετε…, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Θυμηθεῖτε ποιὸ νερὸ προσφέρει στὴ Σαμαρείτισσα: «ἐγώ εἰμι… Ὃς ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 4,14).
Δὲν πρόκειται λοιπὸν γιὰ μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια δικαιοσύνης, ἀλλὰ γιὰ τὴ δικαιοσύνη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δίκαιος ὀνομάζεται ὁ Θεός, καὶ ἡ δικαιοσύνη του ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη του. Ὅλο τὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ, ὅλες οἱ ἐνέργειές του, ἐκδηλώθηκαν-καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐκδηλώνονται–ὡς θεία δικαιοσύνη.
Μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ ἀποδεχθεῖ μιὰ τέτοια δικαιοσύνη ποὺ ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη; Ἡ ἱστορία μᾶς λέει ὅτι δὲν μπορεῖ. Ὅπως διατυπώνεται στὴν Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολή, οἱ χριστιανοὶ «ἀγαπῶσι πάντας, καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται» (V).
Ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἀναπαύεται σ᾽ αὐτὴ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως μαρτυρεῖται στὶς ἁγιογραφικὲς πηγές, τὸ εἴπαμε ἤδη, αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, δηλαδὴ εἶναι δίκαιος. Ἡ δικαιοσύνη αὐτὴ δὲν προσφέρεται ὡς ἀτομικὴ ἐπιβράβευση.
Ὑπάρχει οὕτως ἢ ἄλλως, καὶ ἐνεργεῖ στὸν πιστό, ἐὰν αὐτὸς ἔχει καλλιεργήσει τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ τὴν ὑποδεχτεῖ. Αὐτὴ τὴν καλλιέργεια ὁ ποιητὴς τὴν ὀνομάζει «καθαριότητα τῶν χειρῶν μου» (Ψαλμ. 17,21). «Καθαριότητα τῶν χειρῶν» σημαίνει πράξεις. Αὐτὸ ποὺ ἀποδίδει ὁ πιστὸς στὸν Θεὸ εἶναι ἡ πίστη του καὶ ἡ παράδοση στὸ θέλημά του. Αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀνταποδίδεται ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ἡ παρουσία του ὡς δικαιοσύνη, δηλαδὴ ὡς ἀγάπη. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀντικατάπεμψη, ποὺ συνοψίζεται στὴν ἔκφραση «θεία χάρις».
Θυμηθεῖτε τὴν εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ ἀναπέμπουμε στὸν Κύριο μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων: «Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἡμῶν, ὁ προσδεξάμενος αὐτὰ […] ἀντικαταπέμψῃ ἡμῖν τὴν θείαν χάριν καὶ τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτὴ εἶναι ἡ δυναμικὴ σχέση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου: πέμψις καὶ ἀντικατάπεμψις.
Τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Γραφῆς παραδίδει τὴ λέξη «τσεδακά», ποὺ σημαίνει «δικαιοσύνη». Οἱ Ο´ ὅμως ὅταν μεταφράζουν ἔχουν ὑπόψη τους ὅλη τὴ σοφιολογικὴ γραμματεία ποὺ ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἐν τῷ μεταξὺ στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση, καὶ ξέρουν ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτισμένη μὲ τὸ ἔλεός του. Ἡ δικαιοσύνη, τελικά, εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεήμων. Αὐτὴ εἶναι ἡ δικαιοσύνη του. Γι’ αὐτὸ στοὺς Ο´ οἱ δύο λέξεις πολὺ συχνὰ ταυτίζονται. Σὲ πάρα πολλὰ σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀντὶ τῆς λέξης «δικαιοσύνη» οἱ Ο´ χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη «ἐλεημοσύνη». Ἑπομένως, ἡ εὐλογία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους ἀποφασίζουν νὰ ἀνέβουν στὸν τόπο του.
Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὴν παρουσία του, καὶ παρουσία τοῦ Θεοῦ σημαίνει παρουσία τῶν θείων (ἄκτιστων) ἐνεργειῶν. Ἂν ἡ συνεχὴς πνευματικὴ ἄσκηση (τῆς σωματικῆς συμπεριλαμβανομένης) ἐπιτρέπει τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν θείων ἐνεργειῶν νὰ λειτουργοῦν ἐντός μας («ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι» – βλ. Λουκ. 17,21), ἡ ἁμαρτία τοῦ κόσμου τούτου νικιέται. Ἡ προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής: «Ἀλλὰ θαρσεῖτε· ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. 16,23).
Μὲ ἄλλα λόγια: ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ εὐσπλαχνία του.
Μιὰ εὐσπλαχνία ποὺ προεικονίζεται στὴν προϊστορία τῆς Ἐκκλησίας, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δηλαδή, ἰδίως στοὺς προφῆτες – ὁ Ὠσηὲ εἶναι ὑπέροχος σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Μιὰ εὐσπλαχνία ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχή, στὸ ὄρος Χωρὴβ ὁ Μωυσῆς μαθαίνει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ:
«Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» (στὴν ἑβραϊκὴ βίβλο: εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι αὐτὸ ποὺ ἤμουν). Καὶ στὸ ὄρος Σινὰ τοῦ ἀποκαλύπτεται ἀνεπτυγμένο αὐτὸ τὸ ὄνομα: Κύριος πολυέλεος καὶ πολυεύσπλαχνος καὶ ἀληθινός. Εἶναι τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁδεύει ὡς σκιὰ μέσα στὴν ἱστορία. Θὰ φανερωθεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη του, ψηλαφητὰ πλέον, ὅταν θὰ ἔχουμε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό του.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναπτύσσει αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἐνῶ ὅλοι ἔχουμε κάνει λάθος καὶ ὅλοι ὑστερούμαστε λόγῳ τοῦ λάθους περὶ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὡστόσο δικαιωνόμαστε, ἔρχεται μιὰ δικαιοσύνη καὶ μᾶς δικαιώνει ἐξαιτίας τῆς χάριτος, μιᾶς χάριτος ποὺ μᾶς ἀπολύτρωσε, μᾶς ἔσωσε, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο μᾶς τὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς ὡς ἱλαστήριον, ὡς ἐξαγορὰ τῶν λαθῶν μας. Καὶ μὲ τὸ αἷμα του πέτυχε αὐτὴν τὴν ἀπολύτρωση, ὥστε νὰ φανεῖ ποιὰ εἶναι ἡ δικαιοσύνη του: εἰς ἔνδειξη τῆς δικαιοσύνης.
Τὴ δικαιοσύνη αὐτὴ τὴν ἀποκαλύπτει ὁ Υἱός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός: «πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως» (Ρωμ. 3,26). Δὲν εἶναι ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ εἶναι ὄνομα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ὁ Θεός.
Μιὰ τέτοια δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ δικαιοσύνη ποὺ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος, νὰ ἀναπτύξει, νὰ περιγράψει, ἂν θέλετε νὰ ἐνεργοποιήσει στὴ ζωή του. Εἶναι μιὰ ἄλλης τάξεως δικαιοσύνη. Εἶναι ἡ δικαιοσύνη στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Ἠσαΐας: «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τὴν γῆν» (Ἠσ. 26,9). Πρόκειται λοιπὸν γιὰ μιὰ δικαιοσύνη ποὺ δικαιώνει αὐτὸν ποὺ παραδίδεται στὸν Ἰησοῦ: «καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως Ἰησοῦ» (Ρωμ. 3,26).
Ἔχει παίξει τεράστιο ρόλο στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ τὸ θέμα τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὸς ποὺ πρῶτος χαρακτηρίζεται δίκαιος εἶναι ὁ Ἀβραάμ. Καὶ χαρακτηρίζεται δίκαιος ὄχι γιατὶ ἔκανε κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς θεωροῦμε δίκαια πράγματα, ἀλλὰ θεωρεῖται δίκαιος γιατὶ πίστεψε. Ἡ πίστη τὸν κάνει νὰ εἶναι δίκαιος, πίστη μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς παραδόσεως. Παραδίδεται, ἐμπιστεύεται αὐτὸν ποὺ τὸν καλεῖ. Στὴν περίπτωση τοῦ Ἀβραὰμ ἔχουμε μιὰ κλήση: φύγε ἀπὸ καὶ πήγαινε πρός. Καὶ παραδίδεται ὁ Ἀβραὰμ σ’ αὐτὴ τὴν κλήση, δηλαδὴ ἀναπτύσσει σχέση ἐμπιστοσύνης μὲ αὐτὸν ποὺ τὸν καλεῖ· σὲ αὐτὸν ποὺ τὸν καλεῖ παραδίδεται μὲ ἐμπιστοσύνη. Αὐτὸ λέγεται πίστις. Θὰ θυμόσαστε ἴσως, πῶς ἀναπτύσσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος αὐτὸ τὸ θέμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηριστικὰ λέει: «ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην» (Ρωμ. 4,3), φράση ποὺ τὴν ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη (βλ. Γέν. 15,6) – αὐτὴ ἡ πίστη μέτρησε ὡς δικαιοσύνη. Ταυτίζεται, δηλαδή, ἡ πίστη μὲ τὴ δικαιοσύνη.
Κατὰ τὸν Γρηγόριο Νύσσης (Κατὰ Εὐνομίου, 6, PG 45, 724D), ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου («οὐκοῦν οἱ διὰ τοῦ υἱοῦ σωθέντες τῇ δυνάμει τοῦ πατρὸς ἐσώθησαν»), καὶ αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἐπίσης τὸ μέτρο διὰ τοῦ ὁποίου κρίνεται ὁ ἄνθρωπος («καὶ οἱ παρὰ τούτου κρινόμενοι τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ θεοῦ τὴν κρίσιν ὑπέχουσιν»).
Τελικά, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός, καὶ μᾶς τὴν ἀποκάλυψε ὄχι μόνον μὲ τὰ λόγια του ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς πράξεις του («Χριστὸς γάρ ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ δικαιοσύνη ἡ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἀποκαλυπτομένη»).
Μάλιστα, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Εἰς Ρωμαίους, 7, PG 60, 444), ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Χριστός, ὡς ἡ δικαιοσύνη τοῦ Πατρός, δικαιώνει καὶ τοὺς ἐν ἁμαρτίαις εὑρισκομένους («μὴ μόνον αὐτὸν εἶναι δίκαιον, ἀλλὰ καὶ τὸ ἑτέρους ἐν ἁμαρτίαις κατασαπέντας ἐξαίφνης δικαίους ποιεῖν»).
Ὅταν λοιπὸν μιλᾶμε γιὰ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, «ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου», ἀναφερόμαστε στὴν παρουσία μιᾶς οὐσιώδους σχέσης. Τὸ λάθος τοῦ πρώτου ἀνθρώπου εἶναι ἡ διακοπὴ αὐτῆς τῆς σχέσης. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἐπανορθώσει αὐτὸ τὸ ἀρχικὸ λάθος, κάνοντας παρούσα αὐτὴ τὴ σχέση. Τὸ κατορθώνει; Ἡ ἱστορία μᾶς λέει, ὄχι. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ ἱστορία μᾶς λέει, ὄχι. Δὲν μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε αὐτὴ τὴ σχέση. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴ δωρεὰ αὐτῆς τῆς παρουσίας. Εἶναι πολὺ διαφορετικό. Ἀποδεχόμαστε τὴ δωρεὰ αὐτῆς τῆς παρουσίας καὶ κατὰ τὸ μέτρο πιὰ τῆς ἄσκησής μας, τῆς διάθεσής μας, παραδιδόμαστε σ’ αὐτὴ τὴν παρουσία.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τχ. 29 Μάιος-Ιούνιος 2015.
http://proskynitis.blogspot.com.eg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου