«Για να διατηρήσουμε την ενότητά μας, θα πρέπει να κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία, στους επισκόπους της. Υπακούοντας στην Εκκλησία, υπακούουμε στον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός θέλει να γίνουμε μία ποίμνη μ’ έναν ποιμένα.
Να πονάμε για την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμαστε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. Στο Άγιον Όρος το πνεύμα που έμαθα ήταν ορθόδοξο, βαθύ, άγιο, σιωπηλό, χωρίς έριδες, χωρίς καυγάδες και χωρίς κατακρίσεις. Να μην πιστεύουμε τους ιεροκατηγόρους. Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται από κάποιον ιερωμένο, να μην το πιστεύουμε ούτε να το σκεπτόμαστε ούτε να το μεταφέρουμε. Το ίδιο ισχύει και για τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι είμαστε Εκκλησία. Όσοι κατηγορούν την Εκκλησία για τα λάθη των εκπροσώπων της, με σκοπό δήθεν να βοηθήσουν για τη διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία. Ούτε βέβαια τον Χριστό. Τότε αγαπάμε την Εκκλησία, όταν με την προσευχή μας αγκαλιάζουμε κάθε μέλος της και κάνουμε ό,τι κάνει ο Χριστός. Θυσιαζόμαστε, αγρυπνούμε, κάνουμε το παν, όπως Εκείνος, ο οποίος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης, Βίος και Λόγοι, Ι. Μονή Χρυσοπηγής Χανίων, Χανιά 2009, σελ. 202).
Ο μέγας όσιος της εποχής μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης διαπνεόταν από βαθύτατο εκκλησιολογικό φρόνημα: η Εκκλησία γι’ αυτόν ήταν ο ίδιος ο Κύριος, το ζωντανό σώμα Του. Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ο κάθε άγιος, όπως ο άγιος Γέροντας εν προκειμένω, είναι άγιος στον βαθμό που θεμελιώνει τη ζωή του στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας. Και η Αγία Γραφή και η Παράδοση αυτή βοά αδιάκοπα για την ταυτότητα αυτή, Χριστού και Εκκλησίας, Εκκλησίας και Χριστού. Ο ίδιος ο Κύριος αποκαλύπτοντας την ενότητα αυτή τονίζει ότι Εκείνος είναι το αμπέλι και οι πιστοί Του τα κλήματα. Ο απόστολος Παύλος στοιχώντας στον Κύριο εξαγγέλλει με θείο Πνεύμα ότι ο Κύριος είναι η κεφαλή του σώματος που είναι η Εκκλησία Του. Άλλωστε τούτο αποτελούσε και την εμπειρία του από τη συγκλονιστική μεταστροφή του: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» ακούει τον Κύριο να του λέει, την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς – ο διωγμός των χριστιανών ήταν διωγμός του Ίδιου! Έτσι οτιδήποτε έχει αναφορά στον Κύριο ισχύει και για την Εκκλησία˙ και οτιδήποτε έχει αναφορά στην Εκκλησία προϋποθέτει τη σχέση με τον Κύριο. Γι’ αυτό και ακούμε τον άγιο Πορφύριο να επισημαίνει ότι υπακοή στην Εκκλησία σημαίνει υπακοή στον Χριστό.
Τι θεωρούσε ο άγιος υπακοή στην Εκκλησία; Την υπακοή στους ποιμένες της, τους επισκόπους της, ιδίως δε εκεί που συνέρχονται εν συνόδω και αποφαίνονται εν Πνεύματι αγίω. Στη σύναξή τους αυτή υπάρχει ο φωτισμός του Θεού, εκφράζεται το αιώνιο θέλημα του Θεού, συνεπώς η υπακοή του κάθε μέλους της Εκκλησίας, κληρικού ή λαϊκού, θεωρείται απαραίτητη και δεδομένη. Ακόμη και σε θέματα μη δογματικά, όταν οι επίσκοποι συνέρχονται για λόγους τάξεως και λατρείας, και εκεί τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά: ο πιστός ως μέλος του σώματος κάνει υπακοή, έστω κι αν διαφωνεί πιθανόν με επιμέρους αποφάσεις. Ποιος άλλωστε είναι εκείνος που μπορεί να θέσει τον εαυτό του υπεράνω του «στόματος» της Εκκλησίας, της συνόδου, και να έχει δική του «φωνή»; Μόνον όποιος χαρακτηρίζεται από πνεύμα κενόδοξο και υπερήφανο. Γιατί στην υπακοή ενυπάρχει η ταπείνωση και στην ταπείνωση η χάρη του Θεού. Το παράδειγμα του αγίου Χρυσοστόμου, το οποίο γνώριζε και ο άγιος Πορφύριος, είναι πράγματι εξόχως παραδειγματικό: σε εξορία ευρισκόμενος από απόφαση συνεπισκόπων του που διέκειντο εχθρικά απέναντί του, παρότρυνε το ποίμνιό του στην Κωνσταντινούπολη να υπακούσουν στη σύνοδο αυτή. Διότι το ζητούμενο πάντοτε από αυτόν ήταν να μη διασαλευθεί η εκκλησιαστική ενότητα.
Γι’ αυτό και ο άγιος Γέρων εξέφραζε τον πόνο του για την αγάπη του προς την Εκκλησία. «Να πονάμε για την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ». Και θεωρούσε ό,τι χειρότερο την κατάλυση της ενότητάς της με το διασπαστικό στοιχείο της κατάκρισης και της αλληλοκατηγορίας. Το να κατηγορεί κανείς τους ιερωμένους, όπως επισημαίνει, αλλά και το οποιοδήποτε λαϊκό μέλος της Εκκλησίας, έστω «κι αν δει κάτι αρνητικό και με τα μάτια του», συνιστά τραύμα προς το σώμα και συνεπώς τραύμα και για τον Χριστό. Θυμίζει τον εξίσου πονεμένο λόγο του αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ, ο οποίος τόνιζε κατά κόρον στους μοναχούς του ότι όχι μόνο μία κακή συμπεριφορά ούτε ακόμη κι ο εμπαθής λόγος της κατάκρισης, αλλά και η παραμικρότερη σκέψη του ενός κατά του άλλου μπορεί να προκαλέσει «ρωγμή στα τείχη του μοναστηριού».
Ο άγιος Πορφύριος λοιπόν «καιγόταν» από αγάπη προς την Εκκλησία και για την ενότητα της Εκκλησίας – αυτό του υπαγόρευε η βεβαιωμένη ζωντανή σχέση του με τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο φωτισμένος νους του διέβλεπε ότι μόνον άνθρωποι με μίσος προς τον Χριστό και την Εκκλησία βάλλουν κατά των κληρικών και των λοιπών πιστών, τάχα με το πρόσχημα της «κάθαρσης» της Εκκλησίας. Και λοιπόν; Δεν θα αντιδράσουμε σε αποδεδειγμένα σφάλματα και αμαρτήματα είτε κληρικών είτε λαΪκών, πολύ περισσότερο των κληρικών που έχουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη; Βεβαίως θα αντιδράσουμε και πρέπει να αντιδρούμε, λέει ο άγιος. Αλλά όπως αντέδρασε ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος ερχόμενος σ’ έναν κόσμο βουτηγμένο στην αμαρτία και τον θάνατο δεν πήρε το μαστίγιο για να τον τσακίσει ούτε έβγαλε τους κεραυνούς της οργής του για να τον καταστρέψει. Τι έκανε; Με άπειρη αγάπη ανέλαβε το βάρος της ενοχής τους και σταυρώθηκε γι’ αυτούς. Αυτή είναι η λύση και για εμάς, σημειώνει ο εμπνευσμένος άνθρωπος του Θεού: να αναλαμβάνουμε το βάρος και των άλλων, όσο μπορούμε. Να προσευχόμαστε έμπονα γι’ αυτούς, επιτελώντας για χάρη τους αυτό που εκείνοι δεν κάνουν! Τότε βοηθάμε τον κόσμο, τότε λειτουργούμε ως πραγματικοί χριστιανοί μέλη της αγίας Εκκλησίας Του!
http://pgdorbas.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου