Ανιχνευτής τού ουρανού και νοσταλγός της χαράς τού παραδείσου εμφανίζεται ο πλούσιος νέος του ευαγγελίου. Πλησιάζει τον Ιησού, για να ζητήσει την συμβουλή Του «ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσῃ».
Και ο μεγάλος Διδάσκαλος τού θύμισε τις εντολές τού δεκαλόγου που μιλάνε για το σεβασμό της τιμής, της ζωής, της περιουσίας, τα καθήκοντα για τους γονείς. Τού έδειξε το σωστό δρόμο που οδηγεί στην ηθική τελειότητα. Αλλά όταν ο πλούσιος είπε πως «ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου», ο Κύριος τού απάντησε «έτι εν σοι λείπει». Όσο και αν νόμιζε πως κατέχει το νόμο τού Θεού, δεν ήταν έτσι. Υστερούσε τελικά στην πνευματική του ζωή, αλλά δεν το καταλάβαινε.
Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς στο ερώτημα «πόσες είναι ο στιγμές τού ανθρώπου, που καταφέρνει να ζει με πλήρη αυτοσυνειδησία», όταν τις περισσότερες ώρες του τις περνά χωρίς καλά-καλά να τις νοιώσει, να τις ζει. Βέβαια αυτό συνέβαινε πάντα με τον άνθρωπο, αλλά σήμερα με το κυνηγητό της βιοπάλης και τού άγχους, με την πραγματική ή ψεύτικη αύξηση των αναγκών, ελάχιστος απομένει χρόνος για τα μεγάλα και ουσιαστικά ερωτήματα «τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;».
Σήμερα οι κοινωνικές υποχρεώσεις και αύριο οι επαγγελματικές έρχονται να υποτάξουν και να στραγγαλίσουν την ελευθερία της ανθρώπινης καρδιάς.
Κάποτε όμως αυτή η σκλαβωμένη ψυχή μέσα από ποικίλα γεγονότα της ζωής βρίσκει το θάρρος να τοποθετηθεί μπρος στο μεγάλο ερώτημα «Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω». Ασφαλώς ο νέος της περικοπής θα είχε πολλά πράγματα καταφέρει μέχρι τότε στη ζωή του. Φαίνεται όμως πως όλα αυτά δεν τον ικανοποιούσαν, δεν γέμιζαν την ψυχή του, δεν τού έδιναν την πληροφορία ότι όλα πήγαιναν καλά. Αυτή ακριβώς η ανησυχία είναι η ασίγαστη επιθυμία της ψυχής, που θέλει να βάλει τον άνθρωπο στον δρόμο της αιωνιότητος. Γιατί μόνον αυτή ξέρει πως όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες δεν έχουν καμμία αξία, αν δεν συντονίζονται στη συχνότητα της αιωνιότητος. Γιατί μόνον αυτή αξιοποιεί τον άνθρωπο και τα επιτεύγματά του. Θα άντεχε άραγε ο άνθρωπος τη ζωή στη γη χωρίς να νοηματίζεται με ό,τι προφέρει ο κόσμος της ψυχής του;
Τούτο το ερώτημα πρέπει πολύ συχνά να θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του. Να ρωτάει με ειλικρίνεια «τι έκανα, για να κερδίσω την αθανασία;», διότι αυτό θα τον βοηθήσει να αξιολογήσει τα έργα του μέχρι σήμερα. Θα μετρήσει τις σκέψεις του με την αιώνια λογική, θα ζυγίσει τα έργα του στη ζυγαριά των αιωνίων αξιών και θα καλλιεργήσει τον πόθο για την κατάκτηση της βασιλείας τού Θεού.
Λυπημένο είδαν οι μαθητές τον πλούσιο νέο να φεύγει μέσα στο σύννεφο της δυσκολίας για σωτηρία, καθώς ο Θεάνθρωπος την ανέπτυξε και την στήριξε πάνω στη θυσία. Θα έλεγε κανείς πως και οι μαθητές που τόσο κοντά ζούσαν με τον Ιησού, είχαν απελπιστεί. Γι᾿ αυτό ρωτούν τον Διδάσκαλο «τις δύναται σωθήναι;». Και η απάντησις τού Κυρίου «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν», αναπτερώνει τον άνθρωπο και τού προσφέρει την βεβαιότητα για την νίκη και την κατάκτηση της σωτηρίας. Ό,τι για τον άνθρωπο είναι αφάνταστα δύσκολο ή ακατόρθωτο για τον Κύριο είναι μηδαμινό, γιατί
Εκείνος θέλει τη σωτηρία μας. Μένει σε μας να ασκήσουμε βία στον εαυτό μας για το σκοπό αυτό. Από την στιγμή που αναγνωρίζουμε τις ελλείψεις και τις αστοχίες μας, γίνεται το ξεκίνημα της νίκης. Αν πιστεύουμε ότι υστερούμε έναντι τού Θεού, τότε η αγιότης δεν είναι μακριά. Αν την υπόδειξη τού Κυρίου μας «δεύρο ακολούθει μοι» δεν την δεχθούμε, όπως έκανε ο πλούσιος νέος του ευαγγελίου, τότε δεν θα μας είναι εύκολο να λέμε «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλιπ. 4-13). Και όταν κανείς ακολουθεί Εκείνον, εμπιστεύεται τον εαυτό του σε Εκείνον, δεν ρωτάει πλέον πώς θα κερδίσει την αιώνιον ζωήν, γιατί ο Χριστός είναι παρών και ευλογεί.
Ο πλούσιος νέος της παράβολης ήταν ελεύθερος από μεγάλες αμαρτίες. Τον εμπόδιζαν στην πνευματική του άνοδο και τελειότητα τα πλούτη του και η προσκόλλησή του σε αυτά. Έδινε μεγαλύτερη αξία στα υλικά αγαθά, τα πρόσκαιρα, παρά στον αιώνιο Θεό. Η υπέρμετρη αγάπη του προς τα υλικά αγαθά και τα κτήματα, τού στέρησε την ηθική τελειότητα και τον απεμάκρυνε από τον Θεό. «Δυσκόλως γάρ οι τά χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν τού Θεού».
Αδελφοί μου, η Εκκλησία δεν δικαιώνει ούτε τον πλούτο ούτε την φτώχεια. Ούτε πτωχός θα κληρονομήσει την βασιλεία τού Θεού, επειδή είναι πτωχός, ούτε πλούσιος θα την χάσει, επειδή είναι πλούσιος. Η Χάρις τού Αγίου Πνεύματος, απαλάσσει τον πρώτο από την απόγνωση και τον δεύτερο από την φυλαργυρία, οπότε απολαμβάνουν τις δωρεές τού Θεού και πλούσιοι και πτωχοί, αν τις θέλουν. Γένοιτο.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής
πηγή: proseuxi.gr
https://simeiakairwn.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου