Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περιοπὴ μᾶς ὑπενθύμισε ἕνα ἀπὸ τὰ περιστατικά, ποὺ ἀναφέρονται σ’ αὐτὴ τὴ στάση τοῦ Κυρίου. Ἀνεβαίνοντας γιὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἔπρεπε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν πόλη εἶχε καθίσει κάποιος τυφλός, ζητώντας τὴ βοήθεια τῶν περαστικῶν. Σὰν ἄκουσε νὰ διαβαίνει τόσος λαὸς ἀπὸ κεῖ, ρώτησε νὰ μάθει τι συμβαίνει. Τοῦ εἶπαν ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Γεμάτος προσδοκία ὁ τυφλὸς τότε φώναξε: «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Οἱ γύρω του διαμαρτυρήθηκαν λέγοντάς του νὰ σωπάσει. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ἀκόμη ζωηρότερα συνέχισε: «Υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Ὁ Ἰησοῦς συνομιλοῦσε μὲ τοὺς γύρω του καὶ δίδασκε. Ἀλλὰ στὴν κραυγὴ τοῦ τυφλοῦ σταμάτησε. Μπροστὰ στὶς ἄμεσες ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων ἡ ὁμιλία διακόπτεται κι ἀρχίζει ἡ πράξη. Ὁ Κύριος δὲν ἀγνοεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τοῦ ζητᾶ βοήθεια. Στέκεται, συζητεῖ μαζί του, τοῦ δίνει αὐτὸ ποὺ χρειάζεται.
Στὴν πορεία μας στὴ ζωή, στὶς διάφορες φάσεις τῆς δουλειᾶς μας, παρουσιάζονται ἄνθρωποι μὲ λογιῶν λογιῶν ἀνάγκες. Ἄλλοτε ἡ φωνή τους εἶναι σαφής, ἄλλοτε ἡ ἱκεσία τους εἶναι μυστική, ἄφωνη ἀπὸ συστολή. Ἂς μὴ κλεινόμαστε στὶς ἀπασχολήσεις μας, στὸν ἑαυτό μας. Ἂς γίνουμε εὐαίσθητοι στὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων.
Ὁ τυφλὸς ἐπίσης λαχταροῦσε νὰ ἀναβλέψει, γι’ αὐτὸ ἀμέσως ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία ποὺ διάβαινε ἐμπρός του. Μὲ μιὰ ἐπιμονὴ ζηλευτή. Μ’ ἕνα πάθος ἀξιοθαύμαστο.
Οἱ εὐκαιρίες δὲν χρονοτριβοῦν. Ἡ ζωὴ στὶς περισσότερες μορφές της παρουσιάζει μιὰ ἀδιάκοπη ροή. Ἡ εὐκαιρία ποὺ δὲν ἀξιοποιεῖται χάνεται. Γι κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει μιὰ κρίσιμη στιγμή, ἡ ὥρα τῆς ζωῆς του, ποὺ πρέπει σωστὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσει.
Ἡ ἱστορία δὲ σταματᾶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ τυφλὸς «ἀνέβλεψεν». Ὁλοκληρώνεται στὸ τι ἔκανε μετὰ τὴ δωρεὰ ποὺ ἔλαβε. Ἡ νέα ὅραση ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ σηκωθεῖ, νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ψάθα τοῦ ἐπαίτη καὶ ν’ ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦ, νὰ γίνει μαθητής Του. Νὰ ἐγκαταλείψει τὸν παλιὸ ρυθμὸ ζωῆς, τὶς παλιὲς ἀσχολίες του, τὶς κακὲς σχέσεις καὶ δεσμεύσεις του καὶ νὰ προχωρήσει πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, σὲ μιὰ ζωὴ ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας, χαρᾶς καὶ θυσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου