Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Περί της τέλειας αγάπης (Συμεών Ν. Θεολόγος)


Και ότι εάν δεν γίνομε από εδώ ήδη με προθυμία μέτοχοι της μεθέξεως του Πνεύματος, ούτε πιστοί Χριστιανοί μπορούμε να είμαστε, αλλά ούτε υιοί και τέκνα του Θεού θα γίνομε.
«Αδελφοί και πατέρες, εάν αυτός που υποκρίνεται την αρετή προς απάτη και απώλεια πολλών είναι πράγματι άθλιος και θεωρείται καταδικασμένος και σιχαμερός από τον Θεό και τους ανθρώπους, είναι φανερό ότι αυτός που εμφανίζεται προσποιητά με κάποια εμπάθεια, ενώ είναι απαθής, προς σωτηρία και ωφέλεια πολλών, σύμφωνα με τους παλαιούς πατέρες, είναι επαινετός και μακάριος. Διότι, όπως ο διάβολος με το πρόσχημα του όφεως και συμβουλής, που φαινομενικά βέβαια ήταν χρήσιμη και ωφέλιμη, στην πραγματικότητα όμως συνέβαινε να είναι θανάσιμη, αποστερώντας τον άνθρωπο από τον Θεό και από όλους τους καρπούς του παραδείσου, αποδείχθηκε θεομάχος και ανθρωποκτόνος, έτσι και αυτός που με το πρόσχημα της κακίας προφέρει φαινομενικά πονηρούς λόγους, με σκοπό να μάθει καλά τα τελούμενα από τον διάβολο, δι’ αυτών που υποκρίνονται, την αρετή και ευλάβεια, ώστε να οδηγήσει τους δράστες των κακών σε μετάνοια και σωτηρία και εξομολόγηση, γίνεται προφανώς πράγματι χριστομίμητος και συνεργός του Θεού και σωτήρας ανθρώπων. Αυτό όμως είναι έργο εκείνων μόνο, των οποίων η αίσθηση είναι αναίσθητη για τον αέρα τούτον και τον κόσμο και τα αισθητά πράγματα, των οποίων η διάνοια δεν πάσχει μαζί με τα ορώμενα, αλλά έφυγε έξω από το σώμα της ταπεινώσεως· είναι έργο των ισαγγέλων, δηλαδή εκείνων που ενώθηκαν τελείως με τον Θεό και απέκτησαν μέσα τους τελείως όλον τον Χριστό με έργο και εμπειρία, με αίσθηση και γνώση και θεωρία
Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει ή να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε. Εάν όμως αυτό το κάνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μη του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του. Δεν το έκαμε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία. 
Και είδα τον άνθρωπο αυτόν άλλοτε να κλαίει για τον τάδε, άλλοτε να θρηνεί για έναν άλλο, και άλλοτε να χτυπά και το πρόσωπό του και το στήθος του για κάποιον άλλο, αποδεχόμενος δηλαδή το πρόσωπο του αμαρτήσαντος με λόγο ή έργο, και θεωρώντας τον εαυτό του ότι αυτός είναι εκείνος που έκανε το κακό και εξομολογούμενος στον Θεό και προσπίπτοντας και πενθώντας σφοδρώς. Και είδα άλλον να χαίρεται τόσο πολύ γι’ αυτούς που κατορθώνουν πολλά και αγωνίζονται και να αναγνωρίζει την προκοπή εκείνων, ώστε να φαίνεται σαν να πρόκειται να λάβει αυτός μάλλον τους μισθούς των αρετών και των κόπων παρά εκείνοι. 
Αντίθετα, τόσο λυπούνταν και στέναζε γι’ αυτούς που με λόγο ή έργο καταπίπτουν και επιμένουν στα κακά, ώστε να φαίνεται ότι αυτός μόνο στ’ αλήθεια θ’ αποδώσει για όλους εκείνους τον απαιτούμενο λόγο και ότι θα παραδοθεί στην κόλαση. 
Και είδα άλλον να ενδιαφέρεται και να επιθυμεί τη σωτηρία των αδελφών του τόσο, ώστε πολλές φορές να δέεται στον φιλάνθρωπο Θεό με δάκρυα θερμά από το βάθος της καρδιάς του ή και εκείνοι να σωθούν, ή και αυτός μαζί με εκείνους να κατακριθεί, επειδή από διάθεση θεομίμητη και μωσαϊκή δεν ήθελε καθόλου να σώσει μόνο τον εαυτό του. Διότι αφού συνδέθηκε προς αυτούς πνευματικά με την αγία αγάπη εν Αγίω Πνεύματι, προτιμούσε να μη εισέλθει ούτε στην βασιλεία των ουρανών και χωρισθεί  απ’ αυτούς. Ω δεσμός άγιος, ω δύναμη απερίγραπτη, ω ψυχή ουρανόφρονη, ή καλύτερα να πούμε, ψυχή θεοφορούμενη και τελειωμένη μέσα στην αγάπη του Θεού και του πλησίον!
Αυτός λοιπόν που δεν έφθασε σε τέτοια αγάπη, ούτε είδε ίχνος απ’ αυτήν μέσα στην ψυχή του, ούτε αισθάνθηκε καθόλου την παρουσία της, συμβαίνει να κρύβεται ακόμα στην γη και στα της γης ή καλύτερα κάτω από την γη, όπως ο τυφλοπόντικας, είναι δηλαδή και αυτός τυφλός όπως εκείνος και με μόνη την ακοή ακροάζεται αυτούς που ομιλούν πάνω στην γη. Αλλοίμονο για τη συμφορά, διότι, ενώ γεννηθήκαμε από τον Θεό και γίναμε αθάνατοι και αξιωθήκαμε να είμαστε μέτοχοι επουρανίου κλήσεως και κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού και πολίτες των ουρανών, ακόμη δεν γνωρίσαμε τα τόσα αγαθά. Αλλά με αναισθησία, για να ομιλήσω απλά, όπως ο σίδηρος ρίχνεται μέσα στην φωτιά ή όπως το άψυχο δέρμα βάφεται ανεπαίσθητα με την κόκκινη βαφή, έτσι και εμείς βρισκόμαστε ακόμα στο κέντρο τόσων αγαθών του Θεού, ομολογώντας ότι δεν έχουμε καμία αίσθηση μέσα μας. Και καυχόμαστε ότι είμαστε ήδη σεσωσμένοι και συναριθμημένοι με τους αγίους, προσποιούμενοι και ενδυόμενοι και υποκρινόμενοι την αγιοσύνη, σαν να ζούμε αθλίως πάνω σε ορχήστρα ή σκηνή, και γινόμαστε όμοιοι με τους μίμους και τις πόρνες, οι οποίες, επειδή δεν έχουν τη φυσική ομορφιά, με αφροσύνη επιδίδονται στο στολισμό τους με χρώματα και ξένες βαφές. Αλλά, δεν είναι τέτοιοι οι χαρακτήρες των αγίων που γεννώνται από τον ουρανό».

(Απόσπασμα από την 8η Κατήχηση του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Τ Φ 19Δ, σελ.19- 25). 
http://blogs.sch.gr/kantonopou/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου