του Αρχιμ. Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Πιστεύω, Κύριε».
Καταπληκτική η πίστη του πρώην τυφλού, του
σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος. Σταθερή, ακλόνητη και θαρραλέα η ομολογία
του. Το γεγονός ότι ο Χριστός άνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού, είχε βαθιά
επίδραση στην καρδιά και στο νου του. Του άνοιξε τα μάτια της ψυχής και της
διανοίας, ώστε να γνωρίσει, να πεισθεί απόλυτα και να παραδεχθεί ότι ο Ιησούς
είναι εκ του Θεού.
Στις
επιθέσεις των Φαρισαίων έμεινε βράχος αμετακίνητος. Ούτε στις συκοφαντίες τους
κατά του Χριστού έδωσε σημασία, ούτε πτοήθηκε από τις απειλές τους. Έλεγε
συνεχώς προς τους Φαρισαίους ότι ο Χριστός είναι προφήτης. Και όταν συνάντησε,
είδε και γνώρισε τον Χριστό, ομολόγησε και με λατρευτική προσκύνηση εξεδήλωσε
την βαθιά πίστη του. «Πιστεύω, Κύριε» είπε. «Καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ
πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε,
ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν
μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
(Ιωάν. θ΄ 35-38).
Ο αληθινά πιστός γνωρίζει τον
Χριστό. Γνωρίζει τι πιστεύει και προσπαθεί να γνωρίσει πιο βαθιά τι πιστεύει,
ποιες είναι οι αλήθειες της πίστεως. Βέβαια το περιεχόμενο της χριστιανικής
πίστεως είναι απεριόριστο σε βάθος και πλάτος, απρόσιτο στην ανθρώπινη διάνοια
σε όλη του την έκταση. Εν τούτοις οι αλήθειες της πίστεως έχουν αποκαλυφθεί από
τον Χριστό, έχουν κηρυχθεί από τους Αποστόλους, έχουν αποταμιευθεί στα
θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής, έχουν αναλυθεί και κατά το δυνατόν
απλοποιηθεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αποτελούν ανεκτίμητο θησαυρό,
υπέρλαμπρο φως σωτηρίου γνώσεως. Αυτή τη καθαρή και αγνή γνώση καλείται να την
αποκτήσει και όσο το δυνατό να την κατανοήσει ο πιστός.
Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος
ονομάζει μυστήριο την πίστη και την ευσέβεια για τον ασύλληπτο πλούτο της θείας
σοφίας που περιέχουν. Αλλά ο ίδιος πάλι διακήρυξε ότι προσπαθούσε να εισχωρήσει
βαθύτερα και να κατανοήσει ακριβέστερα αυτό τον πλούτο. Καλούσε και όλους τους
πιστούς να επιμένουν στην ανάγνωση του θείου λόγου, να μελετούν αυτόν με
προσοχή, να ζουν μέσα σ’ αυτόν, να σκέπτονται και να φιλοσοφούν με αυτόν, έτσι
ώστε να διαποτίζεται συνεχώς ο νους και η καρδιά τους με τα ανεκτίμητα νάματα
της πίστεως. Εγώ, λέει, όσα είναι ξένα και άσχετα με τον Χριστό τα θεωρώ
ασήμαντα και επιζήμια, αν συγκριθούν με την υπεροχή και το μεγαλείο της γνώσης
του Κυρίου Ιησού Χριστού. Επιδιώκω συνεχώς να γνωρίσω ολοένα και καθαρότερα τον
Χριστό, την δύναμη της Αναστάσεώς του, τις αλήθειες της πίστεως, όπως τις
φανέρωσε αυτός.
Επαινεί τους Κορινθίους και τους
λέει: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε περί ὑμῶν ἐπί τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ τῇ δοθείσῃ
ὑμῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃτι ἐν παντί ἐπλουτίσθητε ἐν αὐτῷ, ἐν παντί λόγῳ καί πάσῃ
γνώσει» (Α΄ Κορ. α΄ 4-5). Εκφράζεται ελεγκτικά για εκείνους τους χριστιανούς,
οι οποίοι για λόγους αμελείας δεν φρόντισαν να αποκτήσουν αυτή την γνώση. Εμείς
οι Απόστολοι λέει διδάσκουμε και κηρύττουμε την αληθινή σοφία για να προοδεύουν
και να γίνονται τέλειοι οι πιστοί· όχι την σοφία του κόσμου τούτου, αλλά την
μυστηριώδη σοφία του Θεού, την οποία, πριν ακόμη δημιουργηθεί ο κόσμος είχε
προαποφασίσει και προορίσει ο Θεός να την κάνει γνωστή σ’ εμάς. «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν
ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος
τούτου τῶν καταργουμένων· ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην,
ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν» (Α΄ Κορ. β΄ 6-7).
Αυτή την πίστη κατά το δυνατόν πλήρη
πρέπει να αγωνιστεί να κρατήσει ο κάθε αληθινός πιστός αγνή, καθαρή,
απαλλαγμένη από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, από πλάνες και παρανοήσεις.
Αλλά ο φωτισμένος χριστιανός δεν
σταματά στην απλή γνώση των αληθειών της πίστεως, όσο πλήρης μπορεί αυτή να
νοηθεί. Προσπαθεί κάθε στιγμή να την μεταβάλλει σε πράξη και ζωή, να την κάνει
βίωμά του και μόνιμη κατάσταση μέσα του, να την έχει οδηγό και εμπνευστή στην
καθημερινή του ζωή και αναστροφή, πηγή και αιτία ολόψυχης λατρείας και
ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, θερμής αγάπης προς τον πλησίον.
Έχει πάντοτε υπ’ όψιν του όσα
σχετικά με τη ζωντανή πίστη γράφει στην επιστολή του ο Αδελφόθεος Ιάκωβος. «Τι
ωφελεί, αδελφοί μου, εάν λέει κανείς ότι έχει πίστη, αλλά δεν έχει έργα, που
επιβάλλει η πίστη; Μήπως αυτή η θεωρητική και γυμνή από καλά έργα πίστη μπορεί
να τον σώσει; Εάν ένας αδελφός χριστιανός δεν έχει τα απαραίτητα ενδύματα για
να προφυλαχθεί από το κρύο του χειμώνα και επί πλέον στερείται από την
απαραίτητη τροφή της ημέρας, του πει ένας από εσάς «πηγαίνετε στο καλό! Σας
εύχομαι να ζεσταθείτε και να χορτάσετε», δεν τους δώσει όμως αυτά που τους
χρειάζονται για την συντήρηση του σώματος, τι ωφελούν τα λόγια, όσο καλά κι αν
είναι; Η πίστη εάν δεν έχει και δεν εκδηλώνεται με τα καλά έργα είναι εξ
ολοκλήρου νεκρή. Όπως το σώμα χωρίς ψυχή είναι νεκρό και καταλήγει στην
αποσύνθεση έτσι και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακ. β΄ 14-17, 26).
Καλά έργα τα οποία εμπνέει η πίστη
και από τα οποία ενισχύεται και ζωογονείται η πίστη, είναι η προσφορά τροφής σε
όσους πεινούν, ενδυμάτων σε όσους τα έχουν ανάγκη, φαρμάκων στους ασθενείς,
παρηγοριά στους θλιμμένους, προστασία στους διωκομένους, συμπαράσταση στους
αδικουμένους και εγκαταλελειμμένους.
Έργα
καλά είναι η προσφορά της πίστης σε εκείνους που την αγνοούν και ζουν στο
σκοτάδι, η καθοδήγηση, η συμβουλή, η αποκατάσταση της ειρήνης.
Καλό
έργο είναι η ομολογία της πίστης μπροστά στους ισχυρούς και πολέμιους, η
υπεράσπισή της ενώπιον των αιρετικών και απίστων, η προβολή της ως φως Χριστού
μέσα στην κοινωνία μας, που τόσο πολύ έχει ανάγκη.
Ο κάθε χριστιανός έχει καθήκον να
γίνει στο περιβάλλον του με τα λόγια και με τα έργα της πίστεως, φως Χριστού, «ἐπιστολή
Χριστοῦ γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη». Το παράδειγμα μας το δίνει σήμερα ο
πρώην τυφλός, του ευαγγελικού αναγνώσματος, ας το ακολουθήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου