Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Είναι παράλογος ο κόσμος;


«Γιατί υπέφερε; Γιατί έζησε; Το καταλαβαίνει άραγε τώρα; Σκέφτηκε ο Νεχλιούντοφ, καθώς στεκόταν μπροστά στο πτώμα του Κριλτσόφ, και φάνηκε πως καμία απόκριση δεν υπάρχει. Φάνηκε πως τίποτα δεν υπάρχει παρά μόνο ο θάνατος. Κι ένιωσε εξουθενωμένος, έτοιμος να γίνει ένας σωρός πάνω στο δάπεδο».
Σκέψεις και συναισθήματα όπως αυτά που περιγράφει ο Λέων Τολστόι («Ανάσταση») έρχονται συνήθως στον άνθρωπο, όταν ο θάνατος συναντά κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο. Και αυτόματα ο νους του επεξεργάζεται τον δικό του μελλοντικό θάνατο, πάντα με τρόμο. Γιατί το άγνωστο που θα αντιμετωπίσει μόνος μετά την τελευταία του πνοή τον τρομάζει. Γιατί ο φόβος του θανάτου είναι ουσιαστικά φόβος της μοναξιάς.
Έτσι αποφεύγει όσο μπορεί αυτό το επώδυνο ζήτημα του θανάτου και ζει σαν να μην πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι που ακολουθούν:
Περνούσε η ζωή μου 
γλέντι αληθινό,
δίχως μετάνοια, δίχως χαλινό,
κι επήγαινα παιχνίδι κάθε ανέμου.
Τώρα παραξενεύομαι γιατί
ο θάνατος να με συλλογιστεί,
που δεν τον συλλογίστηκα 
ποτέ μου. 
Mathurin Regner 
Μάλιστα ο άνθρωπος δικαιολογεί τον εαυτό του για την στάση του αυτή λέγοντας: «Θέλω να ρουφήξω όλο το μεδούλι της ζωής. Να γευτώ ό,τι υπάρχει στη ζωή για να μην ανακαλύψω πεθαίνοντας ότι δεν έζησα». Σύνθημά του είναι: «Το αύριο δεν έχει τόση σημασία, το χθες δεν είχε ούτε και αυτό τόση σημασία. Αυτό που σκέφτομαι είναι το τώρα. Να ευχαριστηθώ το τώρα» (Άντι Γουόρχολ). Με άλλα λόγια έχουμε τη μοντέρνα εκδοχή του «φάγωμεν καί πίωμεν, αuριο γάρ aποθνήσκομεν» (Α' Κορ. 15, 32).

Η αντίφαση
Αξίζει όμως να ερευνήσουμε και αιτιολογήσουμε αυτήν την συμπεριφορά:
Το σημαντικότερο ερώτημα για κάθε άνθρωπο ο οποίος έζησε, ζει και θα ζήσει πάνω στην γη, είναι να ανακαλύψει το νόημα της ζωής του. Επομένως, προσπαθεί να δικαιολογήσει την επιθυμία του να αγαπήσει, να συγκεντρώσει περισσότερα αγαθά κι αν είναι δυνατόν να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο, όταν ο θάνατος τον απειλεί κάθε στιγμή ότι θα του τα πάρει όλα. Διακρίνει, λοιπόν, μία αντίφαση του θανάτου με την ζωή. O κόσμος γίνεται παράλογος, όπως και ο ερχομός κάθε ανθρώπου σε έναν τέτοιο κόσμο φαίνεται επίσης παράλογος, μιας και γεννιέται για να πεθάνει. Τι νόημα έχει, επομένως, η ζωή, αφού υπάρχει ο θάνατος;
Αδυνατώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει και το νόημα της ζωής του. Έτσι απωθεί την ιδέα του θανάτου και ζει σαν να μην πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Όμως κάθε στιγμή, στα βάθη του είναι του, γνωρίζει ότι κοροϊδεύει τον εαυτό του.

Aναίρεση της αντίφασης
Στον παραπάνω συλλογισμό διακρίνουμε ένα μεγάλο λάθος, στο οποίο οφείλεται και το αδιέξοδο που συναντά ο άνθρωπος στην αναζήτησή του. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά αρχίζοντας με τα δεδομένα του ζητήματος:
O θάνατος είναι ένα αναπόφευκτο και βέβαιο γεγονός και ταυτόχρονα είναι ένα μυστήριο. Αυτό σημαίνει ότι είναι λογικό να τον θεωρούμε με αντικρουόμενα αισθήματα, αφενός με ήρεμο ρεαλισμό και αφετέρου με τρόμο και απορία. Άλλο δεδομένο είναι ότι ο θάνατος διαπερνά όλο το υπαρκτό. Ακόμα και αυτήν τη στιγμή που διαβάζουμε το παρόν κείμενο, βιώνουμε τον θάνατο: κάποια κύτταρα μέσα μας πεθαίνουν. Όμως ταυτόχρονα κάποια άλλα γεννιούνται.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο θάνατος είναι πολύ περισσότερο κοντά μας από όσο φανταζόμαστε. Αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε σιγά-σιγά το νόημα των λόγων του Απ. Παύλου: «Καθ' ημέραν αποθνήσκω» (Α' Κορ. 15, 31), «ως αποθνήσκοντες καί ιδού ζώμεν» (Β' Κορ. 6, 9). Θα λέγαμε ότι η ζωή είναι ένα είδος θανάτου: πεθαίνουμε κάθε στιγμή. Μόνο που κάθε θάνατο ακολουθεί μια νέα γέννα. Επομένως, η ζωή και ο θάνατος δεν είναι αντίθετες καταστάσεις που αλληλοαποκλείονται, αλλά συνυφασμένες.
Εξάλλου, στη διαδικασία της ανάπτυξης πρέπει συνεχώς κάτι μέσα μας να πεθαίνει για να μπορούμε έτσι να περνούμε στο επόμενο στάδιο της ζωής. Αυτό συμβαίνει στην μετάβαση από τη βρεφική στην παιδική ηλικία, από την παιδική στην εφηβική κ.ο.κ. Αν αρνηθούμε την ανάγκη να πεθάνουμε, δεν θα μπορέσουμε να αναπτυχθούμε σε πραγματικά πρόσωπα («...θα είσαι πεθαμένος όσο αρνείσαι να πεθάνεις», George MacDonald, «Lilith»).

O δικός μας «συλλογισμός»
Επομένως, ο θάνατος δεν είναι καταστροφικός αλλά δημιουργικός. Από αυτόν βγαίνει η ανάσταση. Κάτι πεθαίνει σημαίνει πως κάτι έρχεται στη ζωή. Για εμάς τους χριστιανούς, αυτό το συνεχώς επαναλαμβανόμενο σχήμα θανάτου και αναστάσεως, δέχεται το πλήρες νόημά του στη ζωή, τον θάνατο και την Ανάσταση του Σωτήρα και Ιησού Χριστού. Όπως ο θάνατος του Χριστού είναι "ζωαρχικός θάνατος", έτσι πιστεύουμε ότι και ο δικός μας θάνατος μπορεί να γίνει επίσης "ζωαρχικός". Αυτός είναι ο σκοπός μας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε μια παρεξήγηση. Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και τον αποτροπιασμό μπροστά στον θάνατο. Τον θεωρούμε ως κάτι το αφύσικό, ανώμαλο και ενάντιο στο αρχικό σχέδιο του Δημιουργού, και έτσι οπισθοδρομούμε μπροστά του με λύπη. Δεν απαγορεύεται να θρηνούμε στη κηδεία. O θρήνος είναι πράγμα αρκετά σοφό, επειδή τα δάκρυα έχουν θεραπευτικό αποτέλεσμα. Όταν η λύπη καταπιέζεται τότε η πληγή βαθαίνει. Δεν πρέπει όμως να λυπόμαστε «καθώς οι λοιποί οι μή έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσ. 4, 13). Γιατί ο θάνατος είναι ταυτόχρονα και δρόμος επιστροφής μας προς την «όντως ζωή». Oμολογούμε: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών καί ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Επομένως, ο δικός μας «συλλογισμός» για την εκπλήρωση του νοήματος της ζωής των ανθρώπων είναι: ο καθένας μας γεννιέται από την ανυπαρξία σε συγκεκριμένο χρόνο. Μπαίνουμε σε μια εφήμερη και αβέβαιη ζωή. Όμως «ου γάρ έχομεν ωδέ μένουσαν πόλιν, αλλά τήν μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ, 13, 14). Έτσι σκοπός μας είναι να φτάσουμε στη βεβαιότητα της Αιώνιας Ζωής. Μπαίνουμε μέσα στο χρόνο αλλά μέσα στο χρόνο, μπορούμε να βρούμε την αιωνιότητα, μπορούμε να νικήσουμε τον θάνατο. Γιατί αιωνιότητα δεν είναι κάτι, αλλά ΚΑΠOΙOΣ. Αιωνιότητα είναι ο ίδιος ο Άναρχος και ατελεύτητος Θεός και μπορούμε να τον συναντήσουμε σε αυτήν την πρόσκαιρη ζωή μας. 
Aγωνιζόμαστε για να αποκτήσουμε πίστη, δηλαδή την μυστηριώδη εκείνη βεβαιότητα ότι αυτά που είπε και έκανε ο Ιησούς Χριστός, τα έκανε για μένα. Ότι τίποτα δεν Τον χωρίζει από μένα εκτός από τη λιγοστή μου πίστη, τη λήθη και τις αναρίθμητες προδοσίες μου. Αν παλέψουμε να πλησιάσουμε τον Τριαδικό Θεό, τότε τα πράγματα θα γίνουν αμέσως πολύ απλά. Το τόσο πολύπλοκο και τρομερό ζήτημα του θανάτου θα μας φανεί απλό. Τότε θα μπορούμε να αναφωνούμε και εμείς όπως ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι: «Oπωσδήποτε θα αναστηθούμε, οπωσδήποτε θα ιδωθούμε και εύθυμα χαρούμενα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλο όλα όσα έγιναν» (Αδελφοί Καραμάζωφ).

http://agiameteora.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου