Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


διοκτήτης το θεάτρου τόν περίμενε βαρύθυμος. Μόλις εχε τελειώσει παράσταση καί γιά μιά κόμη φορά τό θέατρο ταν σχεδόν δειο. Ετσι πως πήγαιναν σέ λίγο καιρό θά κλειναν.

Γαϊνᾶ᾽, το επε μόλις βγκε πό τό καμαρίνι του, εσαι σπουδαος θοποιός καί ξυπνος νθρωπος, λλά δυστυχς πως διαπίστωσες κι σύ δέν πμε καθόλου καλά. Ο κόσμος δέν νταποκρίνεται πιά σ ατά πού νεβάζεις μέ τόν θίασό σου. Η κριτική πού σκες στά πολιτικά καί κοινωνικά πράγματα τς πόλης μας, τά εφυολογήματα πού πινοες δέν πιάνουν πιά σο παλιά. Αν δέν σκεφτες κάτι διαίτερο, κάτι...προκλητικό, δέν θά βγάλουμε δυστυχς τόν μήνα.

Δέν φερε ντίρρηση. Ο διοκτήτης εχε πόλυτο δίκιο. Παρ λη τήν μπιστοσύνη πού τρεφε στό πρόσωπο το διου ς θοποιο καί θιασάρχη, τά πράγματα πήγαιναν πό τό κακό στό χειρότερο.

Μπκε ργά τό βράδυ στό σπίτι του κι πεσε πως ταν στό κρεβάτι. Δέν εχε διάθεση οτε νά φάει οτε καί νά μιλήσει στόν μοναδικό πού τόν περίμενε, τόν πηρέτη του. Η στενοχώρια ταν ζωγραφισμένη ντονα στό πρόσωπό του.
Προσπάθησε νά κοιμηθε, λλά ο σκέψεις καί τό γχος γιά τό αριο δέν τόν φηναν νά κλείσει μάτι. Τά λόγια το διοκτήτη το θεάτρου εχαν καρφωθε σάν γκάθι στό μυαλό του: ῾ἄν δέν σκεφτες κάτι διαίτερο, κάτι προκλητικό, δέν θά βγάλουμε τόν μήνα!
Ποιό νά ναι ατό τό προκλητικό πού θά κεντρίσει τόν κόσμο ραγε; Ο λογισμός του εχε σκαλώσει κε.

Ηταν πράγματι ξυπνος νθρωπος θοποιός Γαϊνς, μέ μεγάλη μπειρία στούς νθρώπους καί μάλιστα τς πόλης του, τς Ηλιούπολης τς Λιβανησίας Φοινίκης. Κοντά στήν Τρίπολη, τήν Βηρυτό, τήν Τύρο, Ηλιούπολη διακρινόταν γιά τόν κοσμοπολιτισμό της καί τά χαλαρά της θη καί θιμα. Ο κόσμος γλένταγε τήν ζωή του, γι ατό καί τό θέατρο ταν μόνιμη πασχόλησή του. Γρήγορα μως ρχόταν κορεσμός κι ναζητοσε τό νέο, τό πιό προκλητικό, ,τι θά κεντοσε περισσότερο τήν περιέργεια καί τίς ασθήσεις του.

Κάτι προκλητικό..., λεγε καί ξανάλεγε Γαϊνς. Σάν νά σκέφτηκε κάτι μιά στιγμή κι λαμψε τό πρόσωπό του. Μά, ναί! Τί πιό προκλητικό πό τό νά διακωμωδήσω λίγο τήν χριστιανική πίστη; Δέν φαίνεται νά πάρχουν καί πολλοί σοβαροί πιστοί στήν πόλη μας. Από ,τι μαθαίνω πολύ λίγοι εναι κενοι πού κκλησιάζονται τακτικά τήν Κυριακή καί τίς ορτές, κι π ατούς ο περισσότεροι κινονται μλλον σέ θεωρητικό πίπεδο. Αν κρίνω μάλιστα πό τόν αυτό μου..., σταμάτησε τήν σκέψη του χαμογελώντας.

Από τήν πομένη στρώθηκε στήν δουλειά. Τό πρόσωπο πού πέλεξε κυρίως νά ερωνεύεται καί νά διακωμωδε, γιατί ατό θά ταν τό πιό πιασάρικο, καθώς επε στόν διοκτήτη, ταν τς περαγίας Θεοτόκου. Εκενος χι μόνο δέν φερε ντίρρηση, λλά ταν τό κουσε νθουσιάστηκε. Δέν εχε κανένα συνειδησιακό πρόβλημα, γιατί πλούστατα πό καιρό εχε διαγράψει ,τι δέν γέμιζε τήν τσέπη του. Τό χρμα καί δύναμη πού δίνει στόν κάτοχό του ποτελοσε τό ραμά του καί τήν μοναδική ξία τς ζως του. Ακόμη κι διάβολος πού παρακολουθοσε μέ μεγάλο νδιαφέρον τήν λη ατή ξέλιξη πόρησε καί θαύμασε γιά τήν φευρικότητα το Γαϊν. Ο Γαϊνς καί διοκτήτης στό προκείμενο θέμα τόν ξεπέρασαν σέ... σατανικότητα.

Δέν ργησαν νά δον στήν πράξη πόσο πράγματι καλή καί πιτυχημένη ταν πιλογή τους. Ο κόσμος, χαλαρωμένος πως επαμε στά θη καί τήν πίστη του, ρχισε καί πάλι νά γεμίζει καθημερινά τό θέατρο καί σάν μεθυσμένος ξεσποσε σέ συγκράτητα καί τρανταχτά γέλια, καθώς κουγε τόν διασυρμό καί τίς βλαστήμιες γιά τήν Παναγία, πού κπορεύονταν πό τό δαιμονικό πιά στόμα το Γαϊν καί τν συνεργατν του. Ο,τι πιό ασχρό καί πονηρό μποροσε κανείς νά σκεφτε γιά τό πάντιμο πρόσωπο τς Υπεραγίας Θεοτόκου, γινόταν ῾ἀτάκα πού παναλαμβανόταν πειτα γιά καιρό πό τούς θαμνες το θεάτρου καί τά πηγαδάκια πού ατοί στηναν γιά νά διασκεδάζουν. Τό χρμα πιά ρρεε φθονο γιά τόν διοκτήτη το θεάτρου καί τόν Γαϊν.

Γαϊνς στριφογύριζε στό κρεβάτι του. Εχε πιστρέψει στό σπίτι του μετά πό μία κόμη ῾ἐπιτυχία του, φαγε κι πεσε νά κοιμηθε κουρασμένος. Κοιμήθηκε χοντας κόμα στά ατιά του τόν πόηχο πό τίς βλάσφημες ῾ἀτάκες του γιά τήν Παναγία.
Μιά μαυροφορεμένη γυναίκα μως τόν κανε νά χάσει τήν συχία το πνου του. Γαϊνᾶ᾽, τήν κουσε νά λέει σάν νά ταν ξύπνιος.  Τί κακό σο κανα, στε νά μέ διασύρεις καί νά μέ βλαστημς μπροστά σέ τόσο κόσμο; Ο πνος του συνεχίστηκε λλά πολύ ταραγμένος πιά. Ξύπνησε κάποια ρα τό πρωΐ, λλά τό νειρο πού εδε τόν κανε νά χάσει τό κέφι του.

Πρε τό πρωϊνό του καί μέ βαριά καρδιά ξεκίνησε γιά τίς πρόβες στό θέατρο. Πολύ γρήγορα πορροφήθηκε πό τήν δουλειά του καί  βραδινός ῾ἐφιάλτης ξεχάστηκε. ῾῞Ενα νειρο ταν μόνο, επε διασκεδάζοντας τήν βαρυθυμία του. Θά τό ντιμετωπίσω μως πως το πρέπει. Αξησε τήν ερωνεία καί τήν βλαστήμια γιά τήν Παναγία. Πρόσθεσε κι λλα πού ασχρόν στι καί λέγειν. Φούσκωσε πό χαρά, καθώς ναλογίστηκε τίς παθιασμένες ντιδράσεις το πλήθους. Ο κόσμος νταποκρινόταν ντονα καί ζωηρά σέ κάθε τι πού σκαρφιζόταν καί λεγε.

Η μαυροφορεμένη δέν τόν φησε. Το παρουσιάστηκε πάλι καί πάλι καί ξανά. Τρες φορές μετά τήν πρώτη μφάνισή της το διατύπωσε τό παράπονό της στόν πνο του νουθετώντας τον νά σταματήσει καί νά μήν τό ξανακάνει. Κι κενος σάν δαιμονισμένος πιά, κυριευμένος πό οστρο βλασφημίας, χι μόνο δέν πήκουε στήν νυκτερική πτασία, λλά αξανε κάθε φορά τίς βλαστήμιες του. Παιχνίδισμα το μυαλο μου εναι μόνο καθησύχαζε κάθε φορά τήν συνείδησή του. ῾᾽Επιθετική πολιτική εναι λύση.

Κι κε πού πέρασαν κάποιες μέρες χωρίς λλη μφάνιση τς πτασίας πού τόν τάραζε, ταν πιά ρχισε νά πιστεύει τι νίκησε τά νειρα καί τούς φιάλτες του, το μφανίστηκε δια μαυροφορεμένη σ᾽ἕναν μεσημεριανό πνο του.
Τά πράγματα μως ατήν τήν φορά ταν λίγο διαφορετικά. Η γυναίκα δέν το επε πολύτως τίποτε. Τήν εδε μόνο νά πλησιάζει δίπλα  στό κρεβάτι του καί νά χαράζει μ να δάχτυλό της μιά γραμμή στά δυό του χέρια καί στά δυό του πόδια. Δέν μποροσε νά ντιδράσει οτε καί νά καταλάβει τί συνέβαινε.

Αρχισε μέ τρόμο καί δύνη νά καταλαβαίνει κάτι, ταν λθε ρα νά ξυπνήσει. Γιατί προσπαθώντας νά κινηθε καί νά νασηκωθε πό τόν πνο του διαπίστωσε τι ταν δύνατο νά κάνει τιδήποτε. Πανικόβλητος καί ξύπνιος πιά, μέ λες τίς ασθήσεις του τεντωμένες στόν πόλυτο βαθμό, εδε τι κειτόταν στό κρεβάτι νήμπορος, μέ χέρια καί πόδια κομμένα στό σημεο πού γυναίκα το τά εχε χαράξει.  Ενα κορμί μοναχό.

Ο κραυγές του σήκωσαν στό πόδι λη τήν γειτονιά. Κανείς δέν μποροσε νά πιστέψει ,τι συνέβη. Ο Γαϊνς θοποιός, πιτυχημένος πιχειρηματίας, ατός πό τά χείλη το ποίου κρέμονταν λοι ο διεστραμμένοι τς πόλης θεατρόφιλοι γιά νά γελον μέ τά ῾ἀστεα του, ατός πού πό τά πολλά χρήματα εχε τήν δύναμη νά καταφέρει τά πάντα, ταν πιά νας νάπηρος.

Η ναπηρία του λειτούργησε ντίστροφα πρός ,τι σως θά περίμενε κανείς. Ο θοποιός συγκλονίστηκε καί κατανύχθηκε. Κατανόησε τήν βλασφημία τς ζως του. Μετανόησε καί κάλεσε ερέα νά τόν ξομολογήσει γιά λα τά νομήματά του. Θεώρησε τι ατό πού το συνέβη πρξε καλύτερη παιδαγωγία γιά νά συνετιστε καί νά βρε τό νόημα τς ζως.

 ῾῎Οχι, δέν ταν τιμωρία πέμβαση τς Παναγίας, λεγε καί ξανάλεγε σέ σους τόν πισκέπτονταν γιά νά το κφράσουν τήν θλίψη καί τήν συμπαράστασή τους καί πού μέ κπληξη βλεπαν τι ντί νά τόν παρηγορον τούς παρηγοροσε κενος. ῾῾Η γάπη της ταν ατή πού νήργησε γιά νά καταλάβω τόν λανθασμένο δρόμο τς ζως μου. Μο δωσε πολλά μηνύματα Παναγία μας νά διορθωθ, λλ γώ δέν τά λάβαινα πόψη μου. Τό ντίθετο. Τά χρησιμοποιοσα γιά νά αξάνω τόν δαιμονισμό μου. Καί κάθε φορά λοκλήρωνε. Νιώθω τήν μεγαλύτερη εγνωμοσύνη γιά τόν Κύριο καί Εκείνη. Γιατί εναι προτιμότερο νά μπ χωρίς χέρια καί πόδια στήν Βασιλεία το Θεο, παρά μέ χέρια καί πόδια λλά ξω πό ατήν.


Ο θοποιός Γαϊνς, βλάσφημος καί πόδουλος στόν διάβολο, γινε μέ τήν παιδαγωγία πού δέχτηκε πό τήν Κυρία Θεοτόκο γνήσιος δολος καί φίλος το Κυρίου, ναδείχτηκε δέ στόν μεγαλύτερο εραπόστολο τς πόλης του. Γιατί γιά πάρα πολλά χρόνια στήν Ηλιούπολη τό συγκλονιστικό γεγονός τς ναπηρίας του νακυκλωνόταν πό στόμα σέ στόμα, προκαλώντας τόν φόβο λλά καί τόν θαυμασμό τν νθρώπων γιά τά ερά καί σια τς χριστιανικς πίστης.

http://pgdorbas.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου