Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Για την αγάπη του Θεού. Τι είναι, πώς αποκτάται και πότε



Για την αγάπη του Θεού. Τι είναι, πώς αποκτάται και πότε.
Η αγάπη του Θεού δεν είναι μια ορμή, που θα μπορούσε να ξεπηδήσει στην ψυχή ενός ανθρώπου που δεν έχει γνώση και διάκριση.
Δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί μέσα στον άνθρωπο διά της γνώσης των Γραφών και μόνον, ούτε μπορεί κανείς να εξαναγκάσει τον εαυτό του να αγαπήσει τον Θεό.
Η διάνοια μπορεί βεβαίως να αποκτήσει με την ανάγνωση, την απαγγελία και την γνώση της Γραφής τον σεβασμό, που γεννάται από την μνήμη του μεγαλείου του Θεού.
Μπορεί ακόμη να αποκτήσει τον φόβο των τέκνων ή τον φόβο των δούλων του Θεού, κι έτσι να αφυπνισθεί μέσα της μια παρόρμηση προς την αρετή και ο ζήλος των αγαθών.
Όποιος όμως δέχεται, φαντάζεται ή και διδάσκει σε γενικές γραμμές πως ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει να εικονιστεί μέσα του η αγάπη του Θεού με την άγρυπνη τήρηση των ορισμών του νόμου ή με κάποιο παρόμοιο μέσο, ή με τον εξαναγκασμό, ή με τον αγώνα, ή με οποιεσδήποτε άλλες ανθρώπινες πρακτικές και μέσα, δεν ξέρει τι λέει.
Ούτε καν διά του νόμου ή διά των εντολών της αγάπης, που Αυτός ο ίδιος θέσπισε, δεν είναι δυνατόν να αγαπήσει κανείς τον Θεό.
Από τον νόμο γεννάται ο φόβος, όχι η αγάπη.
Ώσπου να λάβει ο άνθρωπος Πνεύμα αποκαλύψεων και να ενωθεί η ψυχή του διά των κινήσεών της με την υπερκόσμια σοφία και να αισθανθεί μέσα του τα μεγαλεία του Θεού, δεν του είναι δυνατόν να προσεγγίσει την δοξασμένη αυτή αίσθηση της αγάπης.
Όποιος δεν έχει πιει πραγματικά κρασί, δεν θα μεθύσει επειδή άκουσε γι αυτό· και όποιος δεν αξιώθηκε να γνωρίσει ο ίδιος τα μεγαλεία του Θεού, δεν μπορεί να μεθύσει με την αγάπη του.
Απόσπασμα από το βιβλίο, Ισαάκ του Σύρου, «Ασκητικά», τόμος Β3 , Λόγοι ΙΒ’- ΜΑ’, κεφάλαιο «Ερωτήματα πάνω σε ειδικά θέματα», των εκδόσεων Θεσβίτης. Μετάφραση από τα Συριακά Νέστωρ Καββαδάς.

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Μια φωτεινή νεφέλη περιέλουσε τον γονατισμένο προσευχόμενο χριστιανό κι η φωτοχυσία απλώθηκε σε ολόκληρο τον ιερό ναό!



Πρίν από χρόνια μου διηγήθηκε ένας σεβάσμιος ιερεύς το εξής θαυμαστό γεγονός:
Κάποιο Σάββατο απόγευμα, και μετά το τέλος του Εσπερινού αισθάνθηκε ελαφρά ζάλη, και κάθισε μέσα στο ιερό Βήμα για να συνέλθει, λέγοντας στο νεωκόρο και στους ιεροψάλτες να φύγουν, και αυτός αργότερα θα έκλεινε το ναό. Η ζάλη τον απεκοίμησε αρκετή ώρα, συνήλθε όμως από κάποιες μικρές κραυγές. Θεέ μου συγχώρεσέ με τον ελεεινό. Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν”, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν”.
Σηκώθηκε αθόρυβα ο ιερεύς, κοίταξε απ’ το πλάι της Ωραίας Πύλης χωρίς να γίνει αντιληπτός προς τη μια πλευρά του ναού και δεν είδε τίποτα. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά, και τότε είδε έναν άντρα γονατισμένο μπροστά στην εικόνα του Χριστού του ιερού τέμπλου, που συνέχισε να επικαλείται το έλεος του Θεού, λέγοντας και ξαναλέγοντας «Κύριε, Κύριε, μη με απορρίψεις. Έλεος Χριστέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλόν. Είμαι τυφλός και σκοτισμένος. Σύ φώτισόν μου τον νουν. Είμαι νεκρός, Συ ανάστασέ με. Είμαι αμαρτωλός Κύριε, σώσε με». Και άλλα πολλά βέβαια με συντριβή.
Και εντελώς ξαφνικά, μια φωτεινή νεφέλη περιέλουσε ολόκληρο τον γονατισμένο άνδρα, στο πρόσωπο του οποίου ανεγνώρισε ο ιερεύς έναν πιστό θεοσεβή χριστιανό που ονομάζετο Σωκράτης. Τίποτα περισσότερο δεν γνώριζε γι’ αυτόν παρά μόνον ότι ήτο πολύτεκνος πατέρας, φτωχός βιοπαλαιστής με πολλές θλίψεις, αλλά πάντοτε ειρηνικός και ελεήμων. Συμμετείχε δε συχνά στα θεία μυστήρια, πράγμα παράξενο για εκείνη την εποχή. Η όντως αξιοθαύμαστη αυτή φωτοχυσία, που εκάλυπτε ολόκληρον τον προσευχόμενο χριστιανό, το Σωκράτη, απλώθηκε κατόπιν και σε ολόκληρον τον ιερό ναό και μέσ’ το Άγιο Βήμα, πλημμυρίζοντας τον ιερέα εκείνον, τον παππούλη εκείνον από ανείπωτη ευτυχία και ανεκλάλητη ειρήνη που όμοια δεν ξαναβίωσε ποτέ.
Και να που σε λίγο η ολόλαμπρη αυτή φωτοχυσία, άρχισε σιγά σιγά να συστέλλεται, να χάνεται, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Ο ναός επανήλθε εις την φυσική του κατάσταση. Ο Σωκράτης τότε σηκώθηκε, ασπάσθηκε με πολλή ευλάβεια τις άγιες εικόνες και έφυγε.
Ο ευλαβής εκείνος ιερεύς έκαμε πολλές μέρες για να συνέλθει από την κατάπληξή του και από το θαυμασμό.
Μια Κυριακή, ύστερα από ένα ενάμιση μήνα περίπου, λειτουργούσε στο ναό, και είδε όπως πάντα και το Σωκράτη εκκλησιαζόμενο, έχοντας δίπλα τον μεγάλο έγγαμο γιό του. Στο «μετά φόβου Θεού», κοινώνησε ο Σωκράτης των Αχράντων Μυστηρίων, και γύρισε στη θέση του. Κάθισε. Σε λίγο γονάτισε, γιατί κοινωνούσαν και άλλοι, ύψωσε τα χέρια του, έκανε το σημείον του Σταυρού, κάτι ψέλισε με τα χείλη του, και εκοιμήθη για πάντα τη στιγμή που οι ιεροψάλτες έψαλαν «Χριστός Ανέστη». Ήταν Κυριακή του Θωμά του 1959.

Αυτό το γεγονός μου θύμισε κάτι παρόμοιο, που συνέβηκε στον Άγιο Ρουμάνο ιερέα και ασκητή, τον πατέρα Κλεόπα. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ο πατήρ Κλεόπας Ιλιέ, εκοιμήθη τώρα, βρισκόταν στο Ιερό Βήμα ενός μοναστηριακού ναού και διάβαζε γονατιστός, την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην εκκλησία να προσευχηθεί μια γυναίκα, που είχε έρθει στο μοναστήρι από το βράδυ. Προσκύνησε όλες τις εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο πατήρ Κλεόπας. Δε γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην εκκλησία. Την παρατηρούσα λέγει, συνεχώς, απ’ την Ωραία Πύλη. Εκείνη αφού προσκύνησε τις εικόνες, γονάτισε στο μέσον της εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε απ’ την καρδιά της αυτά τα λόγια: «Κύριε μη με εγκαταλείπεις, Κύριε μη με εγκαταλείπεις». “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Είδα τότε ένα ολόλαμπρο φως γύρω της και τρόμαξα. Η γυναίκα έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν σιωπηλά. Η φωτεινή νεφέλη που την περιέλουζε μεγάλωσε περισσότερο και μετά σιγά σιγά εξαφανίστηκε. Αφού έσβησε το θείο φώς σηκώθηκε στα πόδια της και βγήκε έξω απ’ την εκκλησία. Ήταν μια απλή γυναίκα από τα γειτονικά χωριά μας.
Τα λέει ο πατήρ Κλεόπας αυτά.
Ιδού λοιπόν ποιος έχει το δώρο της προσευχής, συνεχίζει.
Να που μερικοί λαϊκοί απλοί χριστιανοί ξεπερνούν καμιά φορά μοναχούς και ερημίτας, και γιατί όχι πολλούς από τους εν τω κόσμω χλιαρούς ιερείς. Εγώ έκανα μετά την προσκομιδή, και απ’ την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω και έτρεμα με τα χαριά μνημονεύσεως στο χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι εκλεκτοί υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο.
“Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν και όλον τον κόσμον”.
Αυτά διηγήθηκε ο πατήρ Κλεόπας, ο μεγάλος αυτός Ρουμάνος ασκητής ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς.
Αδελφοί μου εύχομαι ο Πανάγιος Θεός να δώσει σε όλους μας την δύναμη, δύναμη για μια καλή αρχή, για να μπορέσουμε σε κάθε στιγμή της ζωής μας να θυμώμαστε το όνομά Του,
“Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, Αμήν.

π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Δυο φράσεις, παγιδεύουν τους ανθρώπους…




Δυο φράσεις, παγιδεύουν τους ανθρώπους…

Το «έχεις καιρό ακόμα» και το «έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα».

«Έχεις καιρό ακόμα», σου λέει ο λογισμός… Και έτσι, αφήνεις «ευχαριστώ», «συγγνώμες» και «σ’αγαπώ» ανείπωτα… Και έτσι περνάν οι μέρες, περνάν οι μήνες, περνάν τα χρόνια και πριν καλά -καλά το καταλάβεις, φεύγεις απροετοίμαστος… Ατακτοποίητος. Τόσο σε σχέση με τον Θεό, όσο και με τους Ανθρώπους.

«Έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα», σου λέει ο λογισμός. Και όλα εκείνα τα μικρά, φουντώνουν, γιγαντώνονται και γίνονται θηρία. Και γίνεσαι σκλάβος των παθών σου, σκλάβος των ενορμήσεων και απορείς μετά πώς έγινε και έπεσες τόσο χαμηλά.

Δυο φράσεις, παγιδεύουν τους ανθρώπους…

Το «έχεις καιρό ακόμα» και το «έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα».

Πρόσεχε τες και τις δύο αδερφέ μου.

ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΕΣΤΗ.

Ελευθεριάδης Ελευθέριος

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Πάντοτε μιλάμε για την αχαριστία των «άλλων»




 Μιλάμε συχνά για την αχαριστία. Τη στοχοποιούμε, την καταγγέλλουμε, την υπογραμμίζουμε ως πληγή των σχέσεων, ως ηθική παθογένεια της εποχής μας. Πάντοτε, όμως, μιλάμε για την αχαριστία των «άλλων». Πάντοτε ο άλλος είναι αυτός που δεν αναγνώρισε την αγάπη μας, την προσφορά μας, τον κόπο μας. Πάντα κάποιος άλλος είναι εκείνος που λησμόνησε, που αγνόησε, που πρόδωσε την καλοσύνη μας.
  Ξεχνούμε –ή ίσως επιλέγουμε να ξεχνάμε– ότι η αχαριστία των άλλων μπορεί να είναι καθρέφτης της δικής μας αχαριστίας. Γιατί κι εμείς, συχνά, είμαστε αχάριστοι. Πρωτίστως απέναντι στον Θεό. Εκείνον που μας χαρίζει ζωή, αναπνοή, ημέρα και νύχτα, και εμείς τον παραμερίζουμε σιωπηλά, σαν να είναι δεδομένος. Τον θυμόμαστε μόνο στις ανάγκες, τον επικαλούμαστε όταν πονάμε, αλλά τον ξεχνάμε όταν ευημερούμε. Νομίζουμε πως εμείς γνωρίζουμε, πως εμείς κανονίζουμε, εμείς σχεδιάζουμε και λησμονούμε πως τίποτα δεν είναι δικό μας. Όλα είναι δώρα.
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει: «Αρχή της σωτηρίας το ευχαριστείν τω ευεργέτη». Η αρχή της σωτηρίας, δηλαδή, ξεκινά από την ευγνωμοσύνη. Όποιος δεν ευχαριστεί, δεν σώζεται· γιατί δεν αναγνωρίζει, δεν αγαπά, δεν βλέπει. Και πάλι αλλού γράφει: «Η αχαριστία μήτηρ της αθεΐας εστίν». Όταν ο άνθρωπος παύει να ευχαριστεί, τότε ο Θεός γίνεται ξένος, περιττός, μακρινός.
Δεν στεκόμαστε μόνο στην αχαριστία προς τον Θεό, αλλά και προς τους πνευματικούς μας πατέρες, εκείνους που μας στήριξαν, μας καθοδήγησαν, μας βάσταξαν στα πνευματικά σκοτάδια μας. Τους αναζητούμε όταν πονάμε, τους ξεχνάμε όταν όλα πάνε καλά. Και ακόμα περισσότερο, τους απορρίπτουμε όταν ο λόγος τους δεν συμφωνεί με το θέλημά μας. Ξεχνάμε πως ο αληθινός ποιμένας δεν χαϊδεύει, αλλά θεραπεύει – κι η θεραπεία πολλές φορές πονάει.
Και τέλος, η αχαριστία προς τους ανθρώπους της ζωής μας: προς τους γονείς, τους συζύγους, τα αδέλφια, τους φίλους. Πόσοι δεν έδωσαν χωρίς να ζητήσουν, κι εμείς λησμονήσαμε; Πόσοι δεν στάθηκαν βράχοι σε δύσκολες ώρες, κι εμείς τους προσπεράσαμε σαν να μην υπήρξαν ποτέ; 
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προειδοποιεί: «Ουδέν γαρ ούτως ερεθίζει τον Θεόν, ως η αχαριστία». Τίποτα δεν ερεθίζει τόσο πολύ τον Θεό όσο η αχαριστία. Γιατί η αχαριστία γεννά και άλλες αμαρτίες: την υπερηφάνεια, την σκληροκαρδία, την πνευματική τύφλωση.
Η αχαριστία δεν είναι απλώς έλλειψη ευγένειας· είναι έλλειψη ταπείνωσης, είναι άγνοια του θαύματος της ζωής. Και το αντίδοτό της δεν είναι η καταγγελία του άλλου, αλλά η αυτομεμψία. Η μετάνοια. Η ευχαριστία.
Ας μην ζητάμε, λοιπόν, απλώς να γίνουν οι άλλοι ευγνώμονες.
Ας ζητήσουμε πρώτα να γίνουμε εμείς.
Ας κάνουμε την ευχαριστία τρόπο ύπαρξης. Γιατί μόνο η καρδιά που ευχαριστεί μπορεί να δει τον Θεό. Και μόνο ο άνθρωπος που θυμάται το καλό, θεραπεύεται από την πληγή της αχαριστίας.

π.Γ.Σ
https://proskynitis.blogspot.com/

Αγία Αργυρή: Η ένδοξη νεομάρτυς του Χριστού




Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ,  Θεολόγου – Καθηγητή 
Στην ένδοξη χορεία των Νεομαρτύρων ξεχωριστή θέση κατέχουν οι γυναίκες Νεομάρτυρες, οι οποίες συναγωνίστηκαν επάξια τους άνδρες σε πίστη ηρωισμό και παρρησία. Μια από τις ηρωικότερες Νεομάρτυρες είναι και η αγία Νεομάρτυς Αργυρή. 
       Γεννήθηκε στην Προύσα της Βιθυνίας της Μ. Ασίας το 1688. Οι γονείς της Γεώργιος και Σωσάνα, ήταν ευσεβείς και φρόντισαν να μεταδώσουν και στην κόρη τους την ευσέβεια και τη βαθειά πίστη στο Θεό. Η μικρή Αργυρή είχε εκδηλώσει νωρίς ασυνήθιστες αρετές και ήταν πρότυπο για όλα τα παιδιά της περιοχής. Μεγάλωνε με παιδεία νουθεσία Κυρίου και ο Θεός την είχε προικίσει επίσης και με θαυμαστή σωματική ομορφιά.
      Όλοι την αγαπούσαν και την υπολήπτονταν. Εκτός όμως από το διάβολο, ο οποίος μισεί θανάσιμα τους πιστούς και ενάρετους ανθρώπους. Ενέβαλε ερωτικό πάθος σε κάποιον μουσουλμάνο προύχοντα της πόλεως, ο οποίος την πολιορκούσε με τις ανήθικες προτάσεις του. Της ζητούσε να την παντρευτεί, αφού ασπασθεί το Ισλάμ. Η χριστιανή νέα απέκρουε με επιμονή και υπομονή τις προτάσεις του αλλόθρησκου. Τον διαβεβαίωνε ότι ήταν αδιανόητο να προδώσει την πίστη της στο Χριστό και να ασπασθεί άλλη θρησκεία. 
      Όταν έγινε 17 ετών οι γονείς της την πάντρεψαν με έναν πιστό και ενάρετο νέο. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον μουσουλμάνο και θέριεψε το δαιμονικό πάθος του για εκείνη. Ο διάβολος δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τον οδήγησε μάλιστα σε μια ακραία ενέργεια. Στην περιοχή εκείνη υπήρχε η συνήθεια στους νεόνυμφους, λίγες μέρες μετά το Ιερό Μυστήριο, να ντύνεται η νύφη το νυφικό της φόρεμα και να πηγαίνουν στην εκκλησία να κάμουν Παράκληση στην Παναγία, για να στεριώσει ο γάμος τους. 
       Ο μουσουλμάνος βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε. Πήρε μαζί του κάποιους φίλους του μουσουλμάνους και όρμισαν στο ναό, με βρισιές και κατάρες. Συνέλαβαν την νύφη και την οδήγησαν στον τούρκο δικαστή της Προύσας, με την κατηγορία ότι δήθεν είχε υποσχεθεί ότι θα αλλάξει πίστη και θα γίνει μουσουλμάνα. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε πως η συκοφαντία περί δήθεν υπόσχεσης εξισλαμισμού ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα μαύρα χρόνια της δουλείας. Όποιος τούρκος μισούσε κάποιον χριστιανό τον κατάγγειλε στις αρχές ότι του είχε υποσχεθεί ότι θα γινόταν μουσουλμάνος. Το αποτέλεσμα ήταν είτε ο Χριστιανός να αλλαξοπιστήσει ή θανατωθεί! Αυτό προέβλεπε η σαρία, δηλαδή ο ισλαμικός νόμος! Με αυτόν τον δαιμονικό τρόπο εξισλαμίστηκαν χιλιάδες χριστιανοί.
         Ατάραχη και αγέρωχη η Αργυρή απολογήθηκε μπροστά στον τούρκο δικαστή, διαβεβαιώνοντάς τον  πως ουδέποτε σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Κατάγγειλε δε τον τούρκο ως συκοφάντη. Όμως δεν ήταν εύκολο ραγιάς να βρει το δίκιο τους στα χρόνια εκείνα. Η μαρτυρία των υπόδουλων Χριστιανών δεν λαμβάνονταν υπόψη από τις τουρκικές αρχές. Έτσι και ο τούρκος δικαστής της Προύσας δεν πίστεψε την Αργυρή και γι’ αυτόν την έστειλε να δικαστεί στην Κωνσταντινούπολη. 
        Το ίδιο και στον ανώτερο δικαστή η νεαρή Χριστιανή Αργυρή στάθηκε με θάρρος μπροστά του και τον διαβεβαίωσε πως  «Ουδέποτε σκέφθηκα ή είπα κάτι τέτοιο, να αρνηθώ την πίστη μου. Είμαι Χριστιανή και Χριστιανή θέλω να αποθάνω»! Κατάγγειλε δε τις συκοφαντίες του τούρκου, ο οποίος ήταν παρών και συνέχιζε να ψευδολογεί! 
      Ο ανώτερος δικαστής δεν την πίστεψε και έδωσε διαταγή να την μαστιγώσουν αλύπητα και να την κλείσουν στη φοβερή και υγρή φυλακή στην περιοχής Χάσκιοϊ. Την ανέκριναν για μέρες και προσπαθούσαν να την πείσουν να αλλαξοπιστήσει και να παντρευτεί τον τούρκο προύχοντα, για να μην σαπίσει στη φυλακή. Η Αργυρή προτίμησε το δεύτερο. Μάταια οι γονείς της και ο σύζυγός της προσπαθούσαν να την απελευθερώσουν. Ως και στον Σουλτάνο είχαν καταφύγει. Αλλά δυστυχώς οι τούρκοι ήταν αμετάπειστοι. 
       Οι συνθήκες στη φυλακή ήταν φοβερές. Μαζί της βρισκόταν και πολλές τουρκάλες, καταδικασμένες για βαριά παραπτώματα. Σ’ αυτές έβαλε ο διάβολος πειρασμό να ενοχλούν, να βρίζουν, να χλευάζουν και να χτυπούν την Αργυρή. Εκείνη υπέμεινε τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς με πρωτοφανή υπομονή. Πίστευε ότι κακοπαθούσε για το Χριστό και αυτό της έδινε κουράγιο και δύναμη. Προσεύχονταν ατέλειωτες ώρες και δοξολογούσε το Θεό για την τιμή που της έκανε να υποφέρει για την αληθινή της πίστη. 
        Έμεινε φυλακισμένη για 17 ολόκληρα χρόνια. Υπόμεινε τα πάντα για την αγάπη του Χριστού. Το φοβερό μπουντρούμι της φαινόταν παράδεισος, όπου βίωνε την άκτιστη χάρη του Θεού πλουσιοπάροχα. Κάποιος πλούσιος και ευλαβής Χριστιανός έμπορας, ο Μανόλης Κιουρτζίμπασης, αποφάσισε να διαθέσει χρήματα για την απελευθέρωσή της. Εκείνη όταν το πληροφορήθηκε αρνήθηκε κατηγορηματικά την πρότασή του. Προτίμησε να μείνει στη φυλακή, την οποία αποκαλούσε «βασιλικό παλάτι του βασιλέως Χριστού»! 
       Μετά από λίγες ημέρες, στις 5 Απριλίου 1721, παρέδωσε την αγία της ψυχή στον Νυμφίο Χριστό, που τόσο αγάπησε και πόθησε στη ζωή της. Πριν ξεψυχήσει κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κρυφά, κρυμμένα μέσα σε σταφίδα, που της έφερε κάποιος σεβάσμιος γέροντας. Οι Χριστιανοί της Πόλης πήραν το τίμιο σκήνωμά της και το έθαψαν στην περίβολο του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής στο Χάσκιοϊ. Στις 30 Απριλίου 1725 έγινε ανακομιδή του λειψάνου της, το οποίο βρέθηκε άφθορο να ευωδιάζει. Οι πιστοί το έβαλαν σε πολυτελή λάρνακα και το εναπέθεσαν στο ναό της Αγίας Παρασκευής, με την άδεια του τότε Πατριάρχου Παϊσίου και ορίστηκε να εορτάζεται η μνήμη της στις 30 Απριλίου, την ημέρα της ανακομιδής του λειψάνου της. 
      Δυστυχώς κατά τα δραματικά γεγονότα του 1955 οι τούρκοι έκαψαν τη λάρνακα και κατέστρεψαν το τίμιο λείψανο, εκτός από ένα μικρό τεμάχιο. 
      Η αγία Νεομάρυς Αργυρή θεωρείται, και δικαίως, η προστάτης του γάμου, η οποία στηρίζει τους ευσεβείς και ενάρετους συζύγους. 

https://www.nyxthimeron.com/

Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ), Επίσκοπος Σταυρουπόλεως



Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου – Καθηγητού
Η ρωσική Ορθοδοξία εμπλούτισε το αγιολόγιο της Εκκλησίας μας με μυριάδες αγίους. Την πρωτοπορία έχουν οι άγιοι Επίσκοποι, οι οποίοι αναδείχτηκαν, σε αγιότητα και εκκλησιαστικό φρόνημα, εφάμιλλοι των αγίων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, Επίσκοπος Σταυρουπόλεως, ένας ακούραστος και ζηλωτής ποιμένας.
     Γεννήθηκε το 1807 στην ρωσική κωμόπολη Ποκρόφσκ στην επαρχία Βολογκντά. Οι γονείς του ανήκαν σε ευγενή οικογένεια της παλιάς αριστοκρατίας. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Οι ευσεβείς γονείς του ενστάλαξαν στην ψυχή του την ευσέβεια και την πίστη στο Θεό, ώστε από μικρό παιδί άρχισε να δείχνει σημάδια υπέρμετρης αγάπης για την Εκκλησία. Σύχναζε στο ναό της πόλεως και συχνά αποσύρονταν σε γειτονικά δάση, όπου προσευχόταν με θέρμη στο Θεό και διάβαζε, εκεί στην ησυχία τη ερημιάς, βίους αγίων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι γεννήθηκε σε έναν ευλογημένο τόπο, γεμάτο σκήτες και ερημητήρια αγίων αναχωρητών. Μάλιστα η περιοχή αυτή αποκαλούνταν ως η «Θηβαΐδα της Ρωσίας». Αυτό το πνευματικό κλίμα και το περιβάλλον επέδρασε τα μέγιστα στην ψυχή του νεαρού Δημητρίου. 
      Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του και στη συνέχεια οι εύποροι γονείς του τον έστειλαν στην Αγία Πετρούπολη, να σπουδάσει στην περίφημη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού. Εκεί ο Δημήτριος έδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια, ώστε οι μαθησιακές του επιδόσεις έγιναν γνωστές από τον μελλοντικό τσάρο Νικόλαο Α΄, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του, προορίζοντάς τον για  λαμπρή στρατιωτική καριέρα.  
      Σύντομα ο Δημήτριος άρχισε να χάνει τον ενθουσιασμό του για το στρατιωτικό επάγγελμα. Παρά τις λαμπρές επιδόσεις του στη Στρατιωτική Σχολή, γεννήθηκε στην ψυχή του η επιθυμία να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό άρχισε να έχει κρυφές επαφές με τους πατέρες και τους μοναχούς της φημισμένης Ιεράς Μονής Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Εκείνοι συμμερίστηκαν τις ανησυχίες του και τον ενθάρρυναν να αναζητεί το πραγματικό νόημα της ζωής του. 
      Το 1826 μια σοβαρή ασθένεια στάθηκε αφορμή να αλλάξει πορεία στη ζωή του. Όντας είκοσι ετών, παραιτήθηκε από τη σχολή, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των αξιωματικών και των καθηγητών του και αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Αλεξάνδρου Σβιρ, κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνδέθηκε με ισχυρό πνευματικό δεσμό με τον φημισμένο Στάρετς (Γέροντα)  Λεωνίδα της Όπτινα, ο οποίος έτυχε την περίοδο εκείνη να βρίσκεται στη Μονή αυτή. Από εκεί πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, όπου γνώρισε έναν άλλο σημαντικό Στάρετς, τον Θεοφάνη. Έμεινε κοντά του τέσσερα χρόνια ως υποτακτικός και μαθητευόμενος. Κατόπιν γύρισε ξανά στη Μονή της Όπτινα, στο Γέροντα Λεωνίδα. 
    Στα 1831 εκάρη μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Ιγνάτιος. Μετά από λίγο καιρό χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος. Ύστερα διορίστηκε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Λοπώφ, στην επισκοπική περιφέρεια Βολογκντά, στην πατρίδα του. Η Μονή αυτή βρισκόταν τον καιρό εκείνο σε εγκατάλειψη και ερήμωση. Όμως ο δραστήριος Ιγνάτιος, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και την ασθενική του  κράση, επέδειξε ιδιαίτερες ικανότητες, ώστε σύντομο χρόνο ανάδειξε τη Μονή σε σημαντικό πνευματικό κέντρο της περιοχής. Ανακαίνισε τα παλαιά κτήρια, έκτισε νέα και προσέλκυσε πολλούς μοναχούς. 
        Όμως η υγεία του επιδεινώνονταν σταδιακά. Μετά από νέα σκληρή και επώδυνη αρρώστια αποφάσισε να μεταβεί σε άλλη Μονή κοντά στη Μόσχα. Ο τσάρος Νικόλαος πληροφορήθηκε την άφιξή του, θυμήθηκε ότι ήταν ο προστατευόμενος του στη Στρατιωτική Σχολή και θέλησε να τον αξιοποιήσει. Τον όρισε ηγούμενο στην Ιερά Μονή Αγίου Σεργίου, πλησίον της Αγίας Πετρουπόλεως. Και εδώ ο Ιγνάτιος επέδειξε τις ιδιαίτερες ικανότητές του και τον ένθερμο ζήλο του για την Εκκλησία.  Σε λίγο χρόνο ανέδειξε και τη νέα Μονή πνευματικό φάρο της περιοχής. Ανακαίνισε τα παλαιά κτίρια, αποκατέστησε την κοινοβιακή ζωή και τάξη και επανέφερε το λειτουργικό τυπικό, το οποίο είχε παρεκκλίνει. Επίσης η πνευματική του δράση προσέλκυσε πλήθος μοναχών, επανδρώνοντας τη Μονή. Ο ίδιος λειτουργούσε, εξομολογούσε και κήρυττε αδιάκοπα στους πολυπληθείς προσκυνητές. Τόνιζε με έμφαση την αξία της συνεχούς νήψεως, δηλαδή της πνευματικής επαγρύπνησης και της νοεράς προσευχής, ήτοι: της μονολόγιστης ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό». 
      Ο ίδιος προόδευε πνευματικά, με την συνεχή προσευχή, τη νηστεία, τις αγρύπνιες, την ησυχία και την  άσκηση των αρετών. Μάλιστα τα σημάδια αγιότητας άρχισαν να είναι εμφανή σε αυτόν. Αξιώθηκε του χαρίσματος της θαυματουργίας. Με τις προσευχές του επιτελούσε πολλά θαύματα.  Η φήμη του διαδόθηκε στην ευρύτερη περιοχή. Ο επιχώριος Επίσκοπος τον διόρισε γενικό επόπτη όλων των Ιερών Μονών της Αγίας Πετρούπολης, γεγονός που τον έκαμε περισσότερο γνωστό. Περισσότερο αγαπήθηκε από τους νέους, οι οποίοι έτρεχαν κατά χιλιάδες κοντά του να πάρουν τις ευλογίες του και τις πολύτιμες πνευματικές του νουθεσίες.  Αλλά δεν έλειψαν και οι εχθροί του. Άνθρωποι κακεντρεχείς τον μίσησαν και τον πολέμησαν με πάθος. 
       Το 1847, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε περισσότερο. Η σωματική του εξάντληση τον ανάγκασαν να παραιτηθεί προσωρινά από τα πολλά καθήκοντά του και να αποσυρθεί στην Ιερά Μονή Νικολάου Μπαμπάγεβο, για ανάπαυση. Εκεί ανάπαυσε μεν το σώμα του, όχι όμως και το πνεύμα του. Στο ήσυχο και γαλήνιο εκείνο μέρος βρήκε την ευκαιρία να επιδοθεί στο συγγραφικό του έργο. Έγραψε πολυάριθμες επιστολές  και πνευματικές πραγματείες, αφιερωμένες στην πνευματική ζωή και ιδίως στην  νοερά προσευχή.  Μετά από λίγο καιρό ανάλαβε πάλι τα καθήκοντά του στη Μονή Αγίου Σεργίου.
      Το 1857 η Εκκλησία τον κάλεσε να την υπηρετήσει ως Επίσκοπος. Επιλέχτηκε και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Σταυρουπόλεως στην περιοχή του Καυκάσου στον Εύξεινο Πόντο. Ο Ιγνάτιος, παρ’ όλα τα προβλήματά του, συνέχισε να δείχνει τον αστείρευτο ζήλο του για την Εκκλησία. Ανάλωσε κυριολεκτικά τις δυνάμεις του, περιοδεύοντας την αχανή επισκοπική του περιφέρεια, διδάσκοντας, νουθετώντας και λύνοντας τα χρονίζοντα προβλήματα των ενοριών. Έδωσε μεγάλη σημασία στην χριστιανική εκπαίδευση των παιδιών, έχοντας την πεποίθηση ότι οι χριστιανοί νέοι είναι το μέλλον της Εκκλησίας. 
       Η επισκοπική του διακονία δεν έμελλε να είναι μακροχρόνια. Τέσσερα χρόνια μετά μια νέα αρρώστια τον κατέβαλε και τον καταρράκωσε σωματικά, ώστε να μη μπορεί να ανταποκριθεί στα επισκοπικά του καθήκοντα. Γι’ αυτό ζήτησε την άδεια από τη Σύνοδο να αποσυρθεί στην Ιερά Μονή Νικολάου Μπαμπάγεβο. Έμεινε εκεί έξι χρόνια, ως απλός μοναχός, εφησυχάζων, προσευχόμενος και συγγράφοντας πνευματικά συγγράμματα. Στις 30 Απριλίου 1867, σε ηλικία 60 ετών κοιμήθηκε ειρηνικά. Τα πνευματικά του τέκνα τον είδαν λουσμένο σε ένα εκτυφλωτικό φώς, δείγμα της αγιότητάς του. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και όρισε να τιμάται η μνήμη του στις 30 Απριλίου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του. 

https://www.nyxthimeron.com/

Άγιος Απόστολος Ιάκωβος Ζεβεδαίου




Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου – Καθηγητού 
Στον κύκλο των δώδεκα μαθητών του Χριστού υπήρχε και ένας στενότερος κύκλος τριών μαθητών, του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννου. Αυτοί οι τρείς βρισκόταν πιο κοντά στον Κύριο και απολάμβαναν περισσότερο της εμπιστοσύνης Του. Ένας λοιπόν από αυτούς ήταν ο απόστολος Ιάκωβος.
      Καταγόταν από την πόλη της Βησθαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιός του Ζεβεδαίου (Ματθ. 4,21. Μαρκ. 1,19. 3,17. Λουκ. 5,10) και της Σαλώμης (Ματθ. 20,20. Μαρκ. 15,40. 16,1). Ήταν δε μεγαλύτερος  αδελφός του αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου (Μαρκ. 5,37). Το επάγγελμά του ήταν ψαράς, ασχολούνταν με την αλιεία στη μεγάλη και πλούσια σε αλιεύματα λίμνη Γεννησαρέτ. Μαζί του είχε τον αδελφό του Ιωάννη και τον πατέρα του. Απ’ ότι φαίνεται είχε δική του εύρωστη αλιευτική επιχείρηση, δικό του πλοίο και απασχολούσε πολλούς εργάτες. Συνεργάτης του στην επιχείρηση ήταν και ο Πέτρος (Λουκ. 5,10). 
       Ανήκε σε ευσεβή οικογένεια, η οποία σέβονταν τις θρησκευτικές παραδόσεις και ασκούσαν τα νενομισμένα.  Ο ίδιος είχε βαθειά ευσέβεια και πολύ  έντονη την προσδοκία της έλευσης του Μεσσία. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού, αυτός και ο αδελφός του Ιωάννης, «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά τω μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» (Μαρκ. 1,20).
       Ο Ιάκωβος, όπως και ο αδελφός του Ιωάννης, μαζί με το συνεργάτη τους τον Πέτρο, έγιναν οι πλέον στενοί συνεργάτες του Κυρίου και αποτέλεσαν το στενό κύκλο των μαθητών Του, την ομάδα των τριών πλησιέστερων αποστόλων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα βίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. 
       Αξιώθηκαν να γίνουν αποκλειστικοί μάρτυρες του θαυμαστού γεργονότος της Μεταμορφώσεως του Κυρίου στο όρος Θαβώρ (Ματθ. 17,1. Μαρκ. 9,2. Λουκ. 9,28). Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου (Μάρκ. 5,27. Λουκ. 8,51). Είχαν την τιμή να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της αγωνίας στον κήπο της Γεθσημανής (Μάρκ. 14,33. Ματθ. 26,37). 
       Η οικειότητα αυτή οδήγησαν προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους, της Σαλώμης, επίσης αφοσιωμένης μαθήτριας του Χριστού, από Αυτόν, πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία (Ματθ. 20,20-23. Μαρκ. 10,35). Ήταν και αυτοί δεμένοι με την ιουδαϊκή αντίληψη ότι ο Μεσσίας θα ήταν ένας εγκόσμιος ισχυρός άρχοντας, ο οποίος θα αναβίωνε το θρόνο του Δαβίδ, θα απελευθέρωνε τους Ιουδαίους από τη ρωμαϊκή κυριαρχία και θα τους ανύψωνε σε κυρίαρχο έθνος, το οποίο θα εξουσίαζε όλους τους λαούς του κόσμου. 
      Ο Χριστός όμως, επειδή τους αγαπούσε και καταλάβαινε τα ευγενή τους αισθήματα τους εξήγησε με πραότητα και καλοσύνη ότι «ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγὼ πίνω, και το βάπτισμα ο εγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; οι δε είπον αυτώ· δυνάμεθα. ο δ Ιησούς είπεν αυτοις· το μεν ποτήριον ο εγὼ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ο εγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ έστιν εμὸν δούναι, αλλ᾿ οις ητοίμασται» (Μαρκ. 10,38-40). Και πάλι δεν κατάλαβαν τι τους είπε. Εν τω μεταξύ «ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περὶ Ιακώβου καὶ Ιωάννου» (Μαρκ. 10,41), προφανώς διότι φοβήθηκαν ότι θα έπαιρναν εκείνων την πρωτοκαθεδρία. Τότε ο Χριστός «προσκαλεσάμενος αυτοὺς λέγει αυτοίς· οίδατε ότι οἱ δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών· ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ᾿ ος εὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εὰν θέλῃ υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλὰ διακονήσαι, και δούναι την ψυχὴν αυτού λύτρον αντὶ πολλών» (Μαρκ. 10,42-45). Βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για την φρίκη των εξουσιαστών του κόσμου, η οποία δεν ταιριάζει στη νέα κοινωνία, στην επί γης πνευματική βασιλεία Του, όπου δεν (θα) πρέπει να υπάρχει εξουσία, αλλά αλληλοδιακονία, έχοντας ως πρότυπο τη δική Του διακονία, ο Οποίος έδωσε την ψυχή Του, ως λύτρα για την απελευθέρωση του κόσμου από την αιχμαλωσία του διαβόλου και τη δουλεία της αμαρτίας.    
       Τον Ιάκωβο χαρακτήριζε ζωηρός ενθουσιασμός και βαθιά πίστη. Είδε, μαζί με τους υπολοίπους δέκα μαθητές τον Κύριο αναστάντα και τα θαυμαστά γεγονότα, που επακολούθησαν. Έγινε μάρτυρας της ανάληψης του Κυρίου και αποδέκτης της αποστολής του για τον ευαγγελισμό του κόσμου (Ματθ. 28,20), «έως εσχάτου της γης» (Πραξ. 1,8). Την αγία ημέρα της Πεντηκοστής βρέθηκε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου, μαζί τους δέκα μαθητές και τη Θεοτόκο, έλαβε το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Πραξ. 2,1-12) και έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία, ο οποίος πήρε τη θέση του προδότη Ιούδα (Πραξ. 1,23-26). 
     Κατόπιν ανέλαβε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρέφονταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρις στο έργο του Ιακώβου. Αυτό θορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, με διαταγή του Ηρώδη Αγρίππα, το 44 μ. Χ. (Πράξ. 12,2). Ο Ιάκωβος είναι ο πρώτος μάρτυρας μεταξύ των Αποστόλων. 
      Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Απριλίου.

https://www.nyxthimeron.com/

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11
1 Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. 2 ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ. 3 καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· 4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. 5 ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενῶς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. 6 Ὅτε δὲ ἤμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. 7 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. 8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω· καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. 9 καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. 10 διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ’ αὐτοῦ. 11 καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.

Ερμηνευτική απόδοση:
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11
1 Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης Ἀγρίππας ὁ Α', ἐγγονὸς τοῦ μεγάλου Ἡρῴδου, ἔβαλε χέρι εἰς μερικοὺς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας διὰ νὰ τοὺς κακοποιήσῃ. 2 Ἐθανάτωσε δὲ διὰ μαχαίρας τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. 3 Καὶ ὅταν εἶδεν, ὅτι καὶ οἱ προεστοὶ καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων εὐχαριστήθησαν διὰ τὴν ἐνέργειάν του αὐτήν, ἀπεφάσισεν ἐπιπροσθέτως νὰ συλλάβῃ καὶ τὸν Πέτρον. Ἦσαν δὲ τότε αἱ ἡμέραι τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. 4 Καὶ ἀφοῦ συνέλαβε τοῦτον, τὸν ἔκλεισεν εἰς φυλακήν, παραδώσας αὐτὸν εἰς τέσσαρας τετράδας στρατιωτῶν διὰ νὰ τὸν φρουροῦν, διότι ἤθελε μετὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα νὰ τὸν ἀνεβάσῃ εἰς τὸ κριτήριον καὶ νὰ τὸν δικάσῃ ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ λαοῦ. 5 Ἔτσι λοιπὸν ὁ μὲν Πέτρος ἐφρουρεῖτο μέσα εἰς τὴν φυλακήν· ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων ἐγίνετο ἑξακολουθητικῶς ὑπὲρ τῆς διασώσεως αὐτοῦ μακρὰ καὶ θερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεόν. 6 Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο ὁ Ἡρῴδης νὰ τὸν προσαγάγῃ εἰς τὸ δικαστήριον, κατὰ τὴν προηγουμένην νύκτα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Πέτρος ἐκοιμᾶτο ἥσυχα ἐν μέσῳ δύο στρατιωτῶν δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, καὶ φρουροὶ πρὸ τῆς θύρας ἐφύλαττον τὸ δεσμωτήριον. 7 Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἦλθεν ἔξαφνα καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐντὸς τοῦ δωματίου, ὅπου ἐκοιμᾶτο ὁ Πέτρος. Ἀφοῦ δὲ ὁ ἄγγελος ἐκτύπησε τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου, τὸν ἐξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω γρήγορα. Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν αἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του. 8 Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Ζῶσε τὸ ὑποκάμισόν σου καὶ δέσε εἰς τὰ πόδια σου τὰ πέδιλά σου. Καὶ ὁ Πέτρος ἀμέσως ἔκαμεν, ὅπως διετάχθη. Καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· Φόρεσε τὸ ἐξωτερικόν σου ροῦχο καὶ ἀκολούθησέ με. 9 Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ δωμάτιον, ἠκολούθει τὸν ἄγγελον καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῇ ἀκόμη, ὅτι εἶναι πραγματικὸν αὐτό, ποὺ ἐγίνετο ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ ἀγγέλου. Ἐνόμιζε δέ, ὅτι βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του κάποιαν ὀπτασίαν. 10 Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν τὸν πρῶτον καὶ τὸν δεύτερον φρουρόν, ἦλθον εἰς τὴν σιδηρᾶν ἐξώπορταν, ποὺ ὠδήγει ἀμέσως εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἡ πόρτα αὐτὴ τοὺς ἠνοίχθη μόνη της. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἐπέρασαν μαζὶ μίαν στενωπόν. Καὶ ἀμέσως ἔφυγεν ἀπὸ τὸν Πέτρον ὁ ἄγγελος. 11 Καὶ τότε ὁ Πέτρος συνῆλθεν ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῆς ἐκπλήξεως καὶ τῆς ἐκστάσεως, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἐνόμιζεν, ὅτι ἔβλεπεν ὅραμα καὶ εἶπε· Τώρα καταλαβαίνω, ὅτι πραγματικῶς ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν κακοποιὸν χεῖρα τοῦ Ἡρῴδου, καθὼς καὶ ἀπὸ κάθε κακόν, ποὺ ἐπερίμενεν ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων νὰ γίνῃ εἰς ἐμέ.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Ο άπι­στος εί­ναι ο πιο δυ­στυ­χι­σμέ­νος των αν­θρώ­πων, για­τί στε­ρή­θη­κε το μο­να­δι­κό αγα­θό πάνω στη γη, την πί­στη, που εί­ναι ο μό­νος αλη­θι­νός οδη­γός προς την αλή­θεια και την ευ­τυ­χία. Ο άπι­στος εί­ναι τόσο δυ­στυ­χής, αφού έχει στε­ρη­θεί πια την ελ­πί­δα, το μο­να­δι­κό στή­ριγ­μα στον μα­κρύ δρό­μο της ζωής. Αυ­τός που αρ­νεί­ται τον Θεό, εί­ναι σαν να αρ­νεί­ται την ευ­τυ­χία του και την ατέ­λειω­τη μα­κα­ριό­τη­τα.

Άγιος Νεκτάριος

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Η προσευχή είναι το πανίσχυρο όπλο




Τί πρέπει νὰ κάνουμε, εὑρισκόμενοι σ᾿ αὐτὸ τὸν αἰῶνα – σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ, γιὰ νὰ μείνουμε μὲ τὸ Χριστό;

Ἰδοὺ τί μᾶς συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἕνα ὅπλο πανίσχυρο, ποὺ πρέπει πάντοτε νὰ ἔ­xουμε μαζί μας οἱ Xριστιανοί, εἶνε ἡ προσευχή. Nὰ μὴν εἴμαστε ἄοπλοι σ᾿ αὐτὴ τὴν σκληρὰ μάχη.

«Tὸ λοιπὸν προσεύχεσθε, ἀδελφοί, περὶ ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. 3, 1).
Σ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, σᾶς παρακαλῶ πολύ, λέει ὁ ἀπόστολος, προσεύχεσθε γιὰ μένα. Ἕνας Παῦλος παρα­καλοῦσε τοὺς Xριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, νὰ προσεύχωνται γι᾿ αὐ­τόν! Tὸ σκεφτήκατε αὐτό; Ἂν ὁ Παῦλος εἶχε ἀνάγ­κη ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῶν Xριστιανῶν, πόσῳ μᾶλ­λον ἐμεῖς;

Ἀλλ᾿ ἐμεῖς αὐτὴ τὴν προσευχή, ποὺ εἶνε ὅπλο ἰσχυρὸ – πανίσχυρο γιὰ ὅλες μας τὶς ἀνάγκες, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, τὴν ἀμελοῦμε.

Ἔχουμε μεγάλο καὶ σκληρὸ ἀγῶνα. Πρέπει νὰ νι­κηθοῦν οἱ δαίμονες. Kαὶ πρέπει νὰ νικήσῃ ὁ Χριστιανισμός. Bοη­θῆ­στε κ᾿ ἐσεῖς, οἱ Xριστιανοί. Καὶ σήμερα, ἂν δὲν ἔχουμε ἐπιτυχία οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱεροκήρυκες, αἰτία εἶνε ὅτι δὲν προσεύχονται γι᾿ αὐτοὺς οἱ Χριστιανοί. Ἂν πίσω ἀπὸ κάθε ἐπίσκοπο, πίσω ἀπὸ κάθε κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπῆρχαν δέκα ἄνθρωποι νὰ προσεύχωνται, γιὰ νὰ τοὺς δυναμώνῃ ὁ Θεὸς καὶ νὰ τοὺς φωτίζῃ, θαύματα θὰ γίνονταν. 

Τώρα ἐμεῖς εἴμαστε θεομπαῖκτες. Βλέπεις τὸν κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὸν ἄμβωνα; Παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν φωτίσῃ, γιὰ νὰ πῇ πέντε λόγια σωστά. Βλέπεις τὸν ἱερέα; Παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν δυναμώσῃ στὸν σκληρὸ αὐτὸ ἀγῶνα ποὺ ἔχουμε.

Aπο το βιβλίο του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», εκδοση Γ΄, 2015, σελ. 102
https://inpantanassis.blogspot.com/

Μέ τή σιωπή, τήν ἀνοχή καί τήν προσευχή, ὠφελοῦμε τόν ἄλλον μυστικά




Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό, στενοχωρούμαστε. Με τη στενοχώρια δεν κάνουμε απολύτως τίποτα. Ούτε και με τις υποδείξεις.
Ούτε αυτό είναι σωστό. Υπάρχει ένα μυστικό· αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσομε.
Το μυστικό είναι η προσευχή μας, η αφοσίωσή μας στον Θεό, ώστε να ενεργήσει η χάρις Του. Εμείς, με την αγάπη μας, με τη λαχτάρα μας στην αγάπη του Θεού, θα προσελκύσουμε την χάρη, ώστε να περιλούσει τους άλλους, που είναι πλησίον μας, να τους ξυπνήσει, να τους διεγείρει προς το θείο έρωτα.
Ή, μάλλον, ο Θεός θα στείλει την αγάπη Του να τους ξυπνήσει όλους. Ό,τι εμείς δεν μπορούμε, θα το κάνει η χάρις Του. Με τις προσευχές μας θα κάνομε όλους άξιους της αγάπης του Θεού.
Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρι του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέγει: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας κι από μένα. Τους βλέπουμε αδύνατους, αλλά όταν ανοίξουν στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα.
Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίδουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες».
Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά κι εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά μπαίνετε στο βάθος, στη ψυχή της.
Ίσως είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να ελκύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε αυτή να γνωρίσει τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα την στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει την χάρι του Θεού. Θα γίνει αγία.
Είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας να επιμένουμε να γίνουν οι άλλοι καλοί. Στην πραγματικότητα, θέλομε εμείς να γίνομε καλοί κι επειδή δεν μπορούμε, το απαιτούμε απ’ τους άλλους κι επιμένομε σ’ αυτό. Κι ενώ όλα διορθώνονται με την προσευχή, εμείς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι αγανακτούμε και κατακρίνουμε.
Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της.
Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη δηλαδή, μπορεί κάποτε να βλάψει, δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Η αγάπη να είναι μόνον εν Χριστώ. Για να ωφελήσεις τους άλλους, πρέπει να ζεις μέσα στην αγάπη του Θεού, αλλιώς δεν μπορείς να ωφελήσεις τον συνάνθρωπό σου. Δεν πρέπει να βιάζεις τον άλλο. Θα έλθει η ώρα του, θα έλθει η στιγμή, αρκεί να προσεύχεσαι γι’ αυτόν.
Με τη σιωπή, την ανοχή και κυρίως την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά. Η χάρις του Θεού καθαρίζει τον ορίζοντα του νου του και τον βεβαιώνει για την αγάπη Του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο. Άμα δεχθεί ότι ο Θεός είναι αγάπη, τότε ένα άπλετο φως θα έλθει πάνω του, που δεν το έχει δει ποτέ. Θα βρει έτσι τη σωτηρία.

Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο 
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ»
του ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ 
https://inpantanassis.blogspot.com/

ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ... Άγίου Γρηγορίου Νύσσης




Aν δεν υπάρχει Ανάσταση, αλλά το τέλος της ζωής μας είναι ο θάνατος, διέγραψε κατηγορίες και ψεγάδια, δώσε απεριόριστη εξουσία στο φονιά, άφησε τον μοιχό να επιβουλεύεται φανερά τους γάμους, ας διασκεδάζει ο πλεονέκτης με τα ξένα, ας μη διακόπτει κανένας τον υβριστή, ας καταπατεί συνεχώς τον όρκο του ο επίορκος, γιατί και τον πιστό στον όρκο του τον περιμένει θάνατος. O άλλος ας λέει όσα ψέματα θέλει, γιατί δεν υπάρχει κανένα κέρδος από  την αλήθεια, κανένας να μην ελεεί το φτωχό, γιατί η ευσπλαχνία δεν έχει αμοιβή!
Aν δεν υπάρχει Ανάσταση, δεν υπάρχει ούτε κρίση, κι αν δεν υπάρχει κρίση, χάνεται μαζί κι ο φόβος του Θεού. Kι όπου ο φόβος δεν σωφρονίζει, εκεί χορεύει ο διάβολος μαζί με την αμαρτία. Πολύ κατάλληλο γι’ αυτούς έγραψε ο Δαβίδ εκείνο τον ψαλμό: «Είπε μέσα του ο ανόητος· δεν υπάρχει Θεός· έχουν διαφθαρεί και μισήθηκαν για τις πράξεις τους» (Ψαλμ. 13,1).
Aν δεν υπάρχει Ανάσταση, είναι μύθος ο Λάζαρος κι ο πλούσιος και το φριχτό χάσμα και η ακατάσχετη φλόγα της φωτιάς και η φρυγμένη γλώσσα, η τόσο ποθητή σταγόνα του νερού και το βρεγμένο δάχτυλο του φτωχού (Λουκ. 16,19-31).
Eίναι προφανές ότι όλα αυτά προεικονίζουν τη μελλοντική ανάσταση. H γλώσσα βέβαια και το δάχτυλο δεν θεωρούνται μέλη της ασώματης ψυχής, αλλά μέρη του σώματος. Kι ας μη νομίζει κανένας ότι αυτά έχουν ήδη γίνει πράξη, αλλ’ αποτελούν μια προαναφώνηση για το μέλλον. Θα γίνουν τότε όταν η μεταμόρφωσή μας, δίνοντας ψυχή στους νεκρούς, θα αναστήσει καθέναν για να αντιμετωπίσει όσα έχει πράξει στη ζωή, και θα είναι σύνθετος όπως και πρώτα, αποτελούμενος από σώμα κι από ψυχή».

Από το υπό έκδοση έργο: "ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ΑΠΑΥΓΑΣΜΑ". των Εκδοσεων ''ΦΩΤΟΔΟΤΕΣ''
https://proskynitis.blogspot.com/

«Καλώς ήλθες, Θεέ μου. Καλώς ήλθες».




Η ιερά ώρα της θείας κοινωνίας ήτο ιδιαιτέρως ευλογημένη.
Παρ’ όλην την σωματικήν εξάντλησιν ήτοιμάζετο από ώρες πριν και ήτο ικανός να περιμένη και μίαν ώραν εις την καρέκλαν διά να πάρη Χριστόν…
Εις την εμφάνισιν του Ιερέως εις την θύραν του κελλίου του εσήκωνε τα αδύναμα χέρια του και εφώνει εξ όλης ψυχής.
«Καλώς ήλθες, Θεέ μου. Καλώς ήλθες».
Μετελάμβανεν μόνος με τόσον ιερόν πόθον και κατάνυξιν ωσάν να ήτο η πρώτη κοινωνία της ζωής του.
Με τα την θείαν μετάληψιν επεσφράγιζε την ευχαριστίαν του με τας λέξεις:
– Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ…
Ο πόθος και η ζέσις της καρδίας του ήτο όλας τας φοράς που μετελάμβανε πάντοτε ο αυτός. Ηλλοιούτο κυριολεκτικώς, οσάκις εκοινώνει.
Δύο όμως από όλας τας φοράς η αλλοίωσις του προσώπου ήτο τοιαύτη που δεν ετόλμας να τον ατενίσης.
Ήτο όλος φως ουρά νιον…
Μετά την θείαν κοινωνίαν έλεγε με υψωμένας τας χείρας.
Πάρε με. Θεέ μου! Πάρε με!

Απόσπασμα από το βιβλίο, «Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, (Ο ουρανοδρόμος οδοιπόρος) 1884-1980», τόμος α’, των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.
https://proskynitis.blogspot.com/

Πώς ανέχονται όλη την κακία και την αμαρτία πού υπάρχει στον κόσμο και εμείς να μην ανεχόμαστε τον αδελφό μας;

 



-Γέροντα, πώς μπορεί να ζήση σήμερα κανείς μέσα στην κοινωνία σωστά, χριστιανικά, χωρίς να σκανδαλίζεται από τους ανθρώπους πού ζουν μακριά από τον Θεό;
-Γιατί να σκανδαλίζεται από τους άλλους πού δεν είναι κοντά στον Θεό; Εάν ήταν μέσα σε μία οικογένεια και είχε εξι-όκτώ αδέλφια και ένα-δύο από αυτά τα παρέσυ­ρε ό σατανάς και ζούσαν αμαρτωλή ζωή, θα τον σκαν­δάλιζε ή αμαρτωλή ζωή τους;
– Όχι, θα πονούσε, γιατί θα ήταν αδέλφια του.
– Ε, λοιπόν, το κακό βρίσκεται μέσα μας. Δεν έχουμε αγάπη, γι’ αυτό δεν νιώθουμε όλους τους ανθρώπους αδελφούς μας και σκανδαλιζόμαστε από την ζωή τους. Όλοι είμαστε μία μεγάλη οικογένεια και είμαστε μετα­ξύ μας αδέλφια, γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού. Εάν νιώσουμε πραγματικά ότι είμαστε αδέλφια με όλους τους ανθρώπους, θα πονούμε για όσους ζουν μέσα στην αμαρτία και δεν θα μας σκανδαλίζει ή αμαρ­τωλή ζωή τους, άλλα θα προσευχόμαστε γι’ αυτούς.
Άρα, αν σκανδαλιζώμαστε, το κακό βρίσκεται μέσα μας· δεν είναι έξω από μας. Να λέμε στον εαυτό μας, όταν σκανδαλίζεται:
 «Εσύ πόσους σκανδαλίζεις; Για όνομα του Θεού, να μην ανέχεσαι τον αδελφό σου; Εσένα πώς σε ανέχεται ό Θεός με τόσα πού κάνεις;». 
Σκεφθείτε τον Θεό, την Παναγία, τους Αγγέλους, πού βλέπουν στην γη όλους τους ανθρώπους – σαν να βρίσκονται σε ένα μπαλ­κόνι και βλέπουν στην πλατεία τους ανθρώπους πού είναι συγκεντρωμένοι εκεί – άλλους να κλέβουν, άλλους να μαλώνουν, άλλους να αμαρτάνουν σαρκικά κ.λ.π.
 Πώς τους ανέχονται! Πώς ανέχονται όλη την κακία και την αμαρτία πού υπάρχει στον κόσμο και εμείς να μην ανεχώμαστε τον αδελφό μας! Είναι φοβερό!

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
https://proskynitis.blogspot.com/

"Μηδείς φοβείσθω θάνατον"



Όπως λέμε σε έναν λόγο στην Ανάσταση: "Μηδείς φοβείσθω θάνατον" λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Να μη φοβάται κανένας το θάνατο γιατί μας ελευθέρωσε, "ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος".
Να μη φοβάστε τις δοκιμασίες.Να μη φοβάστε να πληγωθείτε,να λυπηθείτε, να αποτύχετε.
Είναι πραγματικά μακάριος ο άνθρωπος ο οποίος στη ζωή του απέτυχε, πληγώθηκε, τραυματίστηκε, στραπατσαρίστηκε, τον έφτυσαν.. Μη φοβάστε!
Να μη φοβάται κανένας αυτά τα πράγματα. 
Από αυτά τα πράγματα, από αυτά τα συμπλέγματα όλα, μας ελευθέρωσε κάτι το οποίο δεν νικάται από αυτά τα πράγματα. Το λέει ο Χριστός: "Αυτή είναι η νίκη η οποία νίκησε τον κόσμο, η πίστις ημών."
Η πίστη στο Θεό είναι κάτι το οποίο βγάζει τον άνθρωπο πάνω απ' όλα τα παρόντα και ό,τι κι αν συμβεί το βλέπει από πάνω, δεν τον πιάνει!

π. Αθανάσιος Μητρ. Λεμεσού
https://proskynitis.blogspot.com/

Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι



 Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.
Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.
Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.
Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται. Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενῆν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἑοικότως αὐτῷ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἦσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.
Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἦν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει το κείμενο των «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.
Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.
Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἑαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».
Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.
Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.
Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.
Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.
Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις τῶν Ἁγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Δ´ 1 - 10
1 Λαλούντων δὲ αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι, 2 διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαὸν καὶ καταγγέλλειν ἐν τῷ Ἰησοῦ τὴν ἀνάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν· 3 καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν εἰς τὴν αὔριον· ἦν γὰρ ἑσπέρα ἤδη. 4 πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες πέντε. 5 Ἐγένετο δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον συναχθῆναι αὐτῶν τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς εἰς Ἱερουσαλήμ, 6 καὶ Ἅνναν τὸν ἀρχιερέα καὶ Καϊάφαν καὶ Ἰωάννην καὶ Ἀλέξανδρον καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ, 7 καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ μέσῳ ἐπυνθάνοντο· Ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς; 8 τότε Πέτρος πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραὴλ, 9 εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσῳσται, 10 γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής.

Ερμηνευτική απόδοση:
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Δ´ 1 - 10
1 Ενῷ δὲ οἱ δύο Ἀπόστολοι ὡμίλουν πρὸς τὸν λαόν, ἦλθον ἔξαφνα πρὸς αὐτοὺς οἱ ἱερεῖς, ποὺ ἦσαν κατὰ τὴν ἑβδομάδα ἐκείνην ἐφημέριοι εἰς τὸν ναόν, καὶ ὁ ἱερεὺς ποὺ ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς φρουρᾶς τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς προϊστάμενος τῶν λευϊτῶν καὶ φρουρῶν τοῦ ναοῦ ἔφερε τὸν τίτλον στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ· καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἦλθαν καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι. 2 Αὐτοὶ ὅλοι ἐστενοχωροῦντο καὶ ἠγανάκτουν, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδασκον τὸν λαὸν καὶ ἐκήρυττον τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν βεβαιοῦντες καὶ ἀποδεικνύοντες αὐτὴν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχεν ἀναστηθῇ. 3 Καὶ ἔβαλαν τὰ χέρια των ἐπάνω τους καὶ τοὺς συνέλαβον καὶ τοὺς ἔθεσαν ὑπὸ ἐπιτήρησιν εἰς τὴν φυλακήν, διὰ νὰ τοὺς δικάσουν κατὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν· διότι ἦτο ἑσπέρα πλέον καὶ δὲν ἔμενε καιρός, διὰ νὰ συγκληθῇ τὸ συνέδριον. 4 Ἐν τούτοις πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Πέτρου, ἐπίστευσαν καὶ ἔγινεν ὁ ἀριθμός των εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πιστῶν εἰς τὸν Ἰησοῦν ἀνδρῶν, ἐκτὸς γυναικῶν καὶ παιδιῶν, περίπου πέντε χιλιάδες. 5 Κατὰ τὴν ἑπομένην δὲ ἡμέραν συνέβη νὰ συναχθοῦν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς Ἱερουσαλήμ, 6 καὶ ὁ Ἄννας ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὁ Καϊάφας καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὅσοι κατήγοντο ἀπὸ οἰκογένειαν ἀρχιερατικήν. 7 Καὶ ἀφοῦ διέταξαν τοὺς Ἀποστόλους νὰ σταθοῦν εἰς τὸ μέσον ὄρθιοι, σὰν κατηγορούμενοι ποὺ ἦσαν, τοὺς ἠρώτων καὶ τοὺς ἐξήταζαν· Μὲ ποίαν δύναμιν ἢ μὲ τὴν ἐπίκλησιν ποίου ὀνόματος ἐκάματε σεῖς αὐτό, ποὺ ἔγινεν εἰς τὸν χωλόν; 8 Τότε ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἡ ψυχή του ἐγέμισεν ἀπὸ ἔμπνευσιν καὶ φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς εἶπεν· Ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ προεστῶτες τοῦ Ἰσραήλ· 9 ἀφοῦ δὲν τὸ ηὕρατε σεῖς ἄδικον καὶ ἀνάρμοστον νὰ ὑποβληθῶμεν σήμερον ἡμεῖς εἰς ἀνάκρισιν καὶ δίκην δι’ εὐεργεσίαν ἀνθρώπου ἀσθενοῦς καὶ εἰδικώτερον νὰ ἐξετασθῶμεν διὰ τὸ μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον οὗτος ἐθεραπεύθη, 10 ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς ὅλους σας καὶ εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσταυρώσατε, ἀλλὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ ὁ χωλὸς αὐτὸς στέκεται ἐμπρός σας ὑγιῆς.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Δεν πι­στεύ­ουν οι άν­θρω­ποι και γι' αυτό δεν αγα­πούν, δεν θυ­σιά­ζον­ται και δεν χαί­ρον­ται. Αν πί­στευαν, θα αγα­πού­σαν, θα θυ­σιά­ζον­ταν και θα χαί­ρον­ταν. Για­τί από την θυ­σία βγαί­νει η με­γα­λύ­τε­ρη χαρά.

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Που είναι αφιερωμένη η κάθε ημέρα της εβδομάδας




Κυριακή: στην Ανάσταση, του Κυρίου.
Παναγία Τριάς ο Θεός ελέησον ημάς.
Δευτέρα: στους αγίους Ταξιάρχες.
Άγιοι Αρχάγγελοι, πρεσβεύσατε υπέρ ημών
Τρίτη: στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή.
Βαπτιστά του Χριστού, πρέσβευε υπέρ ημών.
Τετάρτη: στην Σταύρωση του Κυρίου και στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Σταυρέ του Χριστού, σώσον ημάς τη δυνάμει σου - Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
Πέμπτη: στους αγίους Αποστόλους και τον άγιο Νικόλαο.
Άγιοι Απόστολοι, πρεσβεύσατε υπέρ ημών-Άγιε Νικόλαε, πρέσβευε υπέρ ημών.
Παρασκευή: στη Σταύρωση του Κυρίου.
Σταυρέ του Χριστού, σώσον ημάς τη δυνάμει σου.
Σάββατο: στους κεκοιμημένους αδελφούς μας και στους αγίους Πάντες.
Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ ημών.

https://leimwnas.blogspot.com/

Επισκέψεις Θεού...




Είναι πολύ σημαντικό στην ζωή μας να τα βλέπουμε όλα κατά Θεό. Όχι μόνο τα ευχάριστα, τα καλά, τα δοξασμένα και κολακευτικά. Αλλά κι όλα εκείνα που ενδεχομένως μας πικραίνουν ή μας πληγώνουν γεμίζοντας ερωτηματικά την ψυχή μας. Εκεί στα δύσκολα είναι που φανερώνεται η ουσιαστική σχέση με τον Χριστό. 
Στα δύσκολα κρίνονται οι μεγάλες αγάπες. Οι δοκιμασίες είναι το χνώτο του Θεού στην ζωή μας, που προσπαθεί να ζεστάνει την καρδιά μας, ώστε να υπάρξει ικανή στην υποδοχή της χάριτος. Γιατί όταν εσύ σιωπάς και υπομένεις μιλάει ο Θεός.
Η ασθένεια, η θλίψη, ο πόνος, τα δάκρυα, ίσως μια προσβολή, μια κατηγορία ή συκοφαντία, όλα είναι επισκέψεις της Χάριτος. Δηλαδή είναι ο Θεός που ενεργεί και επιτρέπει περιστατικά μέσα στην ζωή μας με σκοπό να μας μεγαλώσει και ωριμάσει πνευματικά. Θέλει να μας μάθει τους τρόπους και τους δρόμους που συναντιόμαστε μαζί Του, και για να γίνει αυτό, πρέπει να σπάσει ο εγωισμός μας.
Δεν είναι τόσο εύκολο, σαφέστατα και είναι δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απο την πληγή την αγάπη του Θεού, όμως είναι αλήθεια. Ο Θεός δεν προκαλεί τον πόνο, όμως τον μεταμορφώνει σε ευκαιρία. Όπως πήρε το θάνατο του Χριστού και τον έκανε Πάσχα.
Γι αυτό μετά το πρώτο σοκ που επιφέρει μια σκληρή δοκιμασία ή ακόμη και τον αιφνιδιασμό που αισθανόμαστε, ας προχωράμε στην αποδοχή του γεγονότος ως επίσκεψη του Θεού. Έλεγε ο Γέροντας Αιμιλιανός, Θὰ ἔρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».
Ἐπειδὴ αὐτὰ κοστίζουν στὴν σαρκικότητά μας, γι' αὐτὸ ἐμεῖς τὰ βλέπομε ὡς ἀπρόοπτα.
Γιὰ νὰ μὴν ταράσσεσαι λοιπὸν κάθε φορᾶ καὶ στεναχωριέσαι, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς καὶ προβληματίζεσαι, νὰ τὰ περιμένης ὅλα, νὰ μπορῆς νὰ ὑπομένης ὅτι ἔρχεται.
Πάντα νὰ λές, καλῶς ἦλθες ἀρρώστια, καλῶς ἦλθες ἀποτυχία, καλῶς ἦλθες μαρτύριο.
Αὐτὸ φέρνει τὴν πραότητα, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καμία πνευματικὴ ζωή.”

https://inpantanassis.blogspot.com/

Η αρετή είναι αυτοαγνοούμενη.




  Τον αληθινό άνθρωπο του Θεού όλοι τον ξέρουν και μοναχά ο ίδιος δεν ξέρει τον εαυτό του. Όποιος τον πλησιάζει, τον γνωρίζει, ο ίδιος όμως δεν έχει επίγνωση των προτερημάτων του. Το ακτινοβόλημα της αρετής και των χαρισμάτων του, που πηγάζουν από την θεοφώτιστη και θεοχαρίτωτη ψυχή του, είναι φανερό σ΄ όλους όσοι τον συναναστρέφονται, είναι όμως άγνωστο και αφανέρωτο στον ίδιο. Οι άλλοι το διακρίνουνε και το τιμούνε και τον δοξάζουνε. Αυτός μονάχα δεν βλέπει τίποτα και νομίζει τον εαυτό του μικρό και ανάξιο και συνηθισμένο΄ «οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10).Εσείς δε, όταν τα κατορθώνετε όλα αυτά, να λέτε πως δεν αξίζετε τίποτα.
 Ο Μωυσής, όταν ύστερα από την υπερθαύμαστη θεοψία του κατέβηκε έπειτα από σαράντα μέρες από το όρος, κρατώντας στα χέρια του τις πλάκες της θείας Νομοθεσίας, είχε το πρόσωπό του δοξασμένο και καταφώτιστο από τις μαρμαρυγές μιας υπερφυσικής ακτινοβολίας και λαμπρότητας, σε τρόπο που ο Ααρών, ο αδελφός του και οι πρεσβύτεροι του λαού, δεν μπορούσανε να αντικρύσουνε τις ακτίνες που εφωτοστεφάνωναν την όψη του κι έμεναν εκστατικοί κι εφοβούντανε να τον πλησιάσουν. «Καὶ εἶδεν Ἀαρών καὶ πάντες οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραήλ… καὶ πάντες οἱ Ἄρχοντες τῆς Συναγωγῆς… καὶ πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ… καὶ ἥν δεδοξασμένη ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθησαν ἐγγίσαι αὐτῷ». (Εξοδ. λδ, 23-22).
 Ο αληθινός δούλος του Θεού και γνήσιος εκτελεστής των εντολών του, αν γυρίσει καμιά φορά τα νοητικά του μάτια επάνω του, δεν συλλογιέται τίποτες άλλο, παρά τα ελαττώματά του και την ανημποριά του. Αρετές και ικανότητες εξαιρετικές δεν αναγνωρίζει στον εαυτό του. 
Και αυτή είναι η διαφορά του κοσμικού από τον πνευματικόν άνθρωπο.
Ο κοσμικός κι όταν ακόμη είναι βυθισμένος στην αμαρτία και στην καταισχύνη, δεν το αισθάνεται. Κι αν έχει κάποιο προτέρημα, όλο αυτό προβάλλει κι όλο γι΄ αυτό μιλάει. 
Ο πνευματικός άνθρωπος αντίθετα κι όταν ακόμη είναι γεμάτος από δόξα κι από λαμπρότητα, δεν την ξεχωρίζει. Κι αν έχει κάποιο ελάττωμα, όλο σ΄ αυτό έχει τον νου του κι όλο γι΄ αυτό μιλάει, με θλίψη και με πόνο. Την δύναμή του και την δόξα του την βλέπουν οι άλλοι΄ αυτός δεν βλέπει τίποτε άλλο, παρά την ασθένειά του και τις αδυναμίες του.

Ευγενίου Βούλγαρη: «ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ ΦΙΛΟΘΕΟΣ» (Απόδοσις: Θεοδόση Σπεράντσα)
Για την αντιγραφή: Σάββας Ηλιάδης Δάσκαλος Κιλκίς, 30 -3-2025
https://proskynitis.blogspot.com/

Δυο φράσεις, παγιδεύουν τους ανθρώπους… Το «έχεις καιρό ακόμα» και το «έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα».



Δυο φράσεις, παγιδεύουν τους ανθρώπους…
Το «έχεις καιρό ακόμα» και το «έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα».
«Έχεις καιρό ακόμα», σου λέει ο λογισμός… Και έτσι, αφήνεις «ευχαριστώ», «συγγνώμες» και «σ’αγαπώ» ανείπωτα… Και έτσι περνάν οι μέρες, περνάν οι μήνες, περνάν τα χρόνια και πριν καλά -καλά το καταλάβεις, φεύγεις απροετοίμαστος… Ατακτοποίητος. Τόσο σε σχέση με τον Θεό, όσο και με τους Ανθρώπους.
«Έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα», σου λέει ο λογισμός. Και όλα εκείνα τα μικρά, φουντώνουν, γιγαντώνονται και γίνονται θηρία. Και γίνεσαι σκλάβος των παθών σου, σκλάβος των ενορμήσεων και απορείς μετά πώς έγινε και έπεσες τόσο χαμηλά.
Δυο φράσεις, παγιδεύουν τους ανθρώπους…
Το «έχεις καιρό ακόμα» και το «έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα».
Πρόσεχε τες και τις δύο αδερφέ μου.
ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΕΣΤΗ.

Ψυχολόγος Ελευθεριάδης Ελευθέριος
https://proskynitis.blogspot.com/

Ανέστης ο ανέστιος {πασχαλινή ιστορία}



Του π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὁ θόρυβος καὶ τὰ πολλὰ τρεχάματα ἀραίωσαν. Ἡ βραδινὴ βάρδια πῆρε τὴ θέση τῆς ἀπογευματινῆς, οἱ νοσηλεύτριες εἶχαν κάνει κιόλας μιὰ πρώτη ἐνημερωτικὴ βόλτα στοὺς θαλάμους. Ἡ ἀδελφὴ Μερόπη δὲν πρόλαβε νὰ γυρίσει στὴ βάση της, ὅταν ἕνας χαμηλὸς ἀναστεναγμὸς ἔφτασε ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ διαδρόμου. Τὸ βλέμμα της στράφηκε πρὸς τὰ ’κεῖ κι ἀμέσως θυμήθηκε τὸν τελευταῖο της ἄρρωστο, τὸν ξεχασμένο ἄγνωστο στὸ τέρμα τοῦ διαδρόμου. Ἕνα πρόχειρο παραβάν, στημένο βιαστικά, ἔκρυβε τὸ κρεβάτι ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέσει πουθενὰ σὲ κανένα θάλαμο.
Σκέφτηκε νὰ ἀναβάλει τὴν ἐκεῖ ἐπίσκεψή της γιὰ ἀργότερα, μιὰ καὶ δὲν εἶχε σύμμαχο τὴ διάθεσή της ἀπόψε, μὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ βρέθηκε νὰ διασχίζει ξανὰ τὸν διάδρομο. Τράβηξε τὴ φτηνὴ κουρτίνα ἀθόρυβα. Ὁ Ἀνέστης, ἐμφανῶς καταπονημένος, ἀδυνατισμένος, σαραντάρης περίπου, μισοάνοιξε τὰ μάτια του. Τὸ ἡμίφως τοῦ διαδρόμου τόνιζε περισσότερο τὴ χλωμάδα στὸ πρόσωπό του. Τὸ λευκὸ σεντόνι σκέπαζε τὸ ξαπλωμένο κορμί, ἀφήνοντας ἔξω τὰ γυμνὰ λιπόσαρκα χέρια του. Κρεμασμένος ἀπὸ τὴν ψηλὴ τροχήλατη βάση του ἕνας ἄδειος ὀρὸς εἶχε ξεχαστεῖ γιὰ ὧρες στὴ φλέβα του. Τὸ σκηνικὸ ἔδινε ἀμέσως εἰκόνα ἐγκατάλειψης καὶ παραμέλησης.
Ἡ ἀδελφὴ ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ σκαμμένο του πρόσωπο. Παρὰ τὴν ταλαιπωρία του, μιὰ ἔκφραση γαλήνης ἁπλωνόταν πάνω του. Καὶ ὅμως ἕνα σιγανὸ βογγητὸ ξέφυγε πάλι ἀπὸ τὰ χείλη του. Ἦταν φανερὸ πὼς κάπου πονοῦσε. Μὰ δὲν ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ διαμαρτυρόταν. Δέκα μέρες ἐκεῖ παραπεταμένος, δὲν ἔκανε τὸν παραμικρὸ θόρυβο ἡ παρουσία του. Δὲν ὕψωσε φωνὴ γιὰ τίποτε, δὲν θύμωσε, δὲν μάλωσε μὲ κανέναν. Ἂν τοῦ ἔδιναν ἕνα μπουκάλι νερό, λίγο φαγητό, κάποιο φάρμακο, ἔλεγε μόνο ἕνα εὐχαριστῶ χαμηλόφωνα, σχεδὸν ντροπαλά. Χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξει καθόλου ἡ Μερόπη, τὸν εἶχε συμπαθήσει στ’ ἀλήθεια.
-  Ποῦ πονᾶς; τὸν ρώτησε σιγανά.
Ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του χωρὶς νὰ μιλήσει τὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὸν θώρακα καὶ τὴν κοιλιακὴ χώρα.
-  Θὰ σοῦ φέρω ἀμέσως παυσίπονο, εἶπε ἡ νοσηλεύτρια.
-  Ὄχι ἀκόμα, ἀδελφή, ἀπάντησε ψιθυριστὰ ἐκεῖνος. Εἶναι ἤπιος ὁ πόνος. Ὑποφέρεται.
Τὸν κοίταξε στὰ ἥμερα, καθαρά του μάτια. Ἄλλοι θὰ εἶχαν χαλάσει κιόλας τὸν κόσμο. Μὰ αὐτὸς ὁ μοναχικός, λησμονημένος ἄρρωστος, ἦταν τὸ κάτι ἄλλο. Σὰν νά ’θελε νὰ περάσει ἀπαρατήρητος, νὰ μὴν ἐνοχληθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν παρουσία του. Ἡ νεαρὴ νοσηλεύτρια ἔριξε μιὰ ματιὰ στὴν κάρτα ποὺ κρεμόταν στὸ κρεβάτι του. Δὲν ἔγραφε σχεδὸν τίποτε. Καμμιὰ διάγνωση ἀσθενείας. Μόνο κάποια νούμερα πίεσης καὶ θερμοκρασίας, κι αὐτὰ σποραδικά.
-  Δὲν σοῦ μετρᾶνε καθημερινὰ τὴν πίεση καὶ τὸν πυρετό; ρώτησε ἀπορημένη.
-  Ἐκτὸς ἀπὸ σένα, κανένας ἄλλος δὲν τὰ κοιτάει αὐτά, ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος.
-  Μὰ ἐδῶ γράφει κάποια νούμερα.
-  Εἰκονικὰ θὰ εἶναι. Κανένας δὲν ἀσχολεῖται πραγματικὰ μαζί μου.
-  Οἱ γιατροὶ δὲν σὲ βλέπουν; Δὲν ἔχεις κάνει ἐξετάσεις;
-  Γιατρὸ ἐδῶ δὲν ἔχω δεῖ ἀκόμα. Καὶ ἐξετάσεις μόνο στὴν ἀρχή, κάποιες αἱματολογικὲς στὰ ἐξωτερικά, γιὰ νὰ μὲ βάλουν μέσα.
Ἡ Μερόπη ἔμεινε ἄναυδη. Αἰσθάνθηκε καὶ ἡ ἴδια ἐνοχὲς γιατὶ δὲν τοῦ ἔδωσε κι αὐτὴ νωρίτερα περισσότερη προσοχή. Εἶχε ἀκούσει κάτι γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὶς ἄλλες, ὅταν, ἀρκετὲς μέρες πρὶν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὸν πρωτόφεραν στὸ νοσοκομεῖο. Ἦταν ὄντως ἀσυνήθιστη περίπτωση.
Τὸν εἶχαν ἀνακαλύψει κάποιοι κατὰ τύχη, λιπόθυμο σχεδὸν καὶ μισοπαγωμένο, ἄστεγο, σ’ ἕνα παγκάκι. Εἰδοποίησαν ἀμέσως τὴν ἀστυνομία. Ἕνα περιπολικὸ τὸν περιμάζεψε καὶ τὸν ἔφερε στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα, γιὰ νὰ μείνει ὧρες στὸν διάδρομο, ξεχασμένος στὸ ἄβολο φορεῖο του. Ὥσπου ἐπὶ τέλους ἕνα σπλαχνικὸ χέρι τὸν ἔσπρωξε σὲ κάποιο ἰατρεῖο καὶ φώτισε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ κάνουν εἰσαγωγή. Μὰ ἔλα ποὺ σὲ κανένα θάλαμο δὲν γινόταν δεκτός, ὅταν μάθαιναν πὼς πρόκειται γιὰ ἐγκαταλελειμμένο, ἀνέστιο, ἄστεγο! Τελικά, ὁ μόνος φιλόξενος χῶρος γι’ αὐτὸν ἦταν μιὰ γωνιὰ στὸν διάδρομο, ὅπου τὸν ἀκούμπησαν καὶ βασικὰ …τὸν ξέχασαν. Δὲν εἶχε κανένα δικό του νὰ τὸν νοιαστεῖ.
Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ μὲ κόπο ἔγιναν γνωστὰ γι’ αὐτόν, διαπιστώθηκε πὼς ἦταν ὁλομόναχος στὸν κόσμο. Συγκλονιστικὰ γεγονότα ἀπὸ τὰ πρώιμα ἐφηβικά του χρόνια εἶχαν παίξει καθοριστικὸ ρόλο στὴ ζωή του. Ὁ ἀγαπημένος του πατέρας ἀντιμετώπισε μιὰ μεγάλη δοκιμασία, σύρθηκε σὲ ἄδικη δίκη ἀπὸ ἰσχυρὸ πολιτικὸ παράγοντα. Ὁ δικαστὴς δὲν στάθηκε στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων. Ἀγνόησε τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ: «Κατὰ τὸν μικρὸν καὶ κατὰ τὸν μέγαν κρινεῖς». Ὅπως θὰ κρίνεις τὸν ταπεινὸ καὶ ἀσήμαντο, ἔτσι θὰ κρίνεις καὶ τὸν μεγάλο καὶ ἐπίσημο. Ὅταν δικάζεις, κάνεις ἔργο Θεοῦ. Ἡ κρίση σου θὰ εἶναι ἀμερόληπτη, ἀντικειμενική, ἀδέκαστη. Δὲν θὰ ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἔχεις μπροστά σου.
Μὰ ὁ ἀθεόφοβος δικαστὴς πούλησε τὴν ψυχή του στὰ ἀργύρια ποὺ σταύρωσαν καὶ τὸν Χριστό, ἐξαγοράστηκε, ἔγινε πειθήνιο ὄργανο τοῦ ἰσχυροῦ. Καταδίκασε ἄδικα τὸν ἀδύνατο σὲ μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ καὶ φυλακή. Ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ὅμως δὲν ἄντεξε. Ἡ ψυχή του συντρίφτηκε ἀπὸ τὴν ἀδικία. Πέθανε, προτοῦ προλάβει νὰ ἐκτίσει ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἄδικη ποινή. Ὁ νεαρὸς ἔφηβος βίωσε βαθιὰ στὴν ψυχή του τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας καὶ τῆς ἀδικίας. Ἡ μάνα του μὲ τὴ σειρά της δὲν ἄντεξε κι αὐτὴ γιὰ πολύ. Ὁ πόνος τὴν ἀρρώστησε, τὴν ἔστειλε κι αὐτὴν νὰ συναντήσει γρήγορα τὸν ἄντρα της.
Δυὸ τρομερὰ ἀστροπελέκια στὴν πιὸ εὐαίσθητη ἡλικία, δὲν ἦταν πράγμα διαχειρίσιμο ἀπ’ τὸ καημένο παιδί. Ἂν καὶ καλὸς μαθητής, σχεδὸν ἄριστος, προικισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα, στὴν ψυχολογική του πορεία πῆρε ἀπότομα τὴν κατιοῦσα. Ἡ θλίψη σημάδεψε καίρια τὴν τρυφερή του ψυχή. Ἐγκατέλειψε κάθε προσπάθεια γιὰ τὴ ζωή. Ἔχασε κάθε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ μέλλον του, τὴν πρόοδό του, παραμέλησε πλήρως τὸν ἑαυτό του. Ὁ συναισθηματικός του κόσμος θρυμματίστηκε.
Πῶς ἔζησε τὴ ζωή του μέχρι τώρα; Στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ κυριολεκτικά, ποὺ τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποτίζει τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ του καθημερινά. Μὰ ἡ ὅλη κακοπάθεια τοῦ βίου του, ὁ συνεχὴς συγχρωτισμός του μὲ πάσης φύσεως ἀνθρώπους στὰ πεζοδρόμια τῆς ζωῆς, κατὰ ἀνεξήγητο τρόπο, δὲν ἄγγιξαν καθόλου τὸν καλό, γλυκό του χαρακτήρα. Παρὰ τὶς ἀνείπωτες καθημερινὲς ταλαιπωρίες του, παρέμενε πραγματικὰ ἕνα κρίνο στὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ πραγματικὴ εὐγένεια, ψυχικὴ ἐγκαρτέρηση, ἀληθινὴ ταπεινοσύνη.
Ἡ Μερόπη ντράπηκε γιὰ λογαριασμὸ ὅλων τους καὶ πιὸ πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἀποφάσισε νὰ πάρει τὸ θέμα προσωπικά. Μίλησε σὲ γιατρούς, στὶς συναδέλφους, στὴν προϊσταμένη της. Ἔφερε τὰ ἄνω κάτω, μὰ τὰ κατάφερε.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο κιόλας πρωὶ ὁ καθηγητὴς τῆς πτέρυγας μὲ τὸ ἐπιτελεῖο του σταμάτησε μπροστὰ στὸ ξεχασμένο ράντζο τοῦ διαδρόμου. Μελέτησε προσεκτικὰ τὴν κατάσταση τοῦ ἀρρώστου, τὸν ρώτησε λεπτομερῶς γιὰ τὸ ἱστορικό του, τοῦ ἔγραψε ἐξετάσεις, ἀξονικές, τὰ πάντα. Τὸ νερὸ μπῆκε στὸ αὐλάκι. Ὁ ξεχασμένος ἄρρωστος ἄρχισε λίγο-λίγο νὰ ζωντανεύει. Καιρὸς ἦταν! Εἶχαν φτάσει κιόλας στὰ μισὰ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.
Ἀλλὰ καὶ πάλι, τί νὰ σοῦ κάνει τὸ προσωπικό; Θὰ περάσουν γιὰ τὶς τυπικὲς ἐπισκέψεις, τὰ φάρμακα, τοὺς ὀρούς, ἀλλὰ ὁ ἄρρωστος τὸν πολὺ καιρὸ μένει μόνος, κατάμονος. Ἡ γωνιά του, ἀποκλεισμένη μὲ τὸ καταθλιπτικὸ παραβὰν ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, χωρὶς κὰν παράθυρο, μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ κελὶ ἀπομόνωσης. Μὲ κελὶ τιμωρίας, ὅπου κλείνονταν οἱ τιμωρημένοι τῶν φυλακῶν. Ὅπου οἱ ὧρες κυλοῦν ἀργά-ἀργὰ χωρὶς τέλος. Χωρὶς μιὰ κουβέντα, μιὰ καλημέρα, μιὰ παρουσία. Πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀντέξει τὶς ἀτέλειωτες ὧρες τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἀπομόνωσης;
Ἔλεγε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ὅτι συνήθως φτιάχνουμε ἕναν ἀνόητο παράδεισο, ἀπὸ πλαστικό, συνθετικό, ἀπομιμήσεις, χωρὶς τίποτε τὸ αὐθεντικὸ μέσα του. Ὁ παράδεισος αὐτὸς μπορεῖ νὰ χαθεῖ. Καὶ πιθανῶς θὰ χαθεῖ σύντομα. Γιὰ ὅλη τὴν κοινωνία, π.χ. σὲ ἕναν πόλεμο, ἀλλὰ καὶ προσωπικά, ἀνὰ πάσα στιγμὴ γιὰ τὸν καθένα. Προετοιμάζονται ἤδη μερικοὶ ἀποθηκεύοντας τρόφιμα. Μὰ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ χρειάζονται, ἀλλὰ μιὰ ἐσωτερικὴ προετοιμασία.
Καὶ ρωτάει ὁ ἅγιος: Πῶς θὰ ἐπιζήσετε, ἂν μπεῖτε σὲ μιὰ φυλακή, ἢ σὲ ἕνα στρατόπεδο συγκέντρωσης καὶ εἰδικὰ στὰ κελιὰ τιμωρίας καὶ ἀπομόνωσης; Πῶς θὰ ἐπιβιώσετε, ἂν τὸ μυαλό σας δὲν ἔχει τίποτε νὰ ἀσχοληθεῖ;
Καὶ καταλήγει προφητικά: Ἂν εἶστε γεμάτοι μὲ κοσμικὲς ἐντυπώσεις καὶ δὲν ἔχετε τίποτε πνευματικὸ στὸ μυαλό σας, ἂν ζεῖτε ἁπλῶς μέρα τὴ μέρα, θὰ τρελαθεῖτε σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα.
Ὁ μοναχικὸς ἄρρωστος δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος. Καὶ ὅμως ἔβλεπε καθημερινὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς «προφητείας» του. Τὴν πλήρη κατάρρευση τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὸ μυαλό τους ἦταν ἄδειο ἀπὸ κάθε τι πνευματικὸ καὶ ἡ ψυχή τους γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἐσωτερικὸ περιεχόμενο. Ἔτσι καὶ τώρα, στὴν ἀπομονωμένη γωνιά του ἔφταναν κάπου-κάπου φωνὲς ποὺ τὸ ἐπιβεβαίωναν. Ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἄντεχαν οὔτε στιγμὴ τὴ στέρηση, τὸν πόνο, τὴν ἀπομόνωση.
Ὁ ἄρρωστος τοῦ παραδιπλανοῦ θαλάμου ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Νεαρός, οὔτε τριανταπεντάρης καλά-καλά, καλοζωισμένος, συνηθισμένος νὰ τὰ ἔχει ὅλα στὸ χέρι. Μαθημένος μιὰ ζωὴ νὰ ζεῖ πλουσιοπάροχα τὴν κάθε στιγμή του, μὲ τὰ λεφτὰ βέβαια τῶν πλούσιων γονιῶν του. Καὶ τώρα ποὺ ἡ ἀρρώστια τὸν στρίμωξε καὶ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ καὶ νὰ στερηθεῖ πολλὲς ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἀπολαύσεις καὶ ἀνέσεις, τὰ βρῆκε πολὺ δύσκολα. Ἰδιαίτερα ὅμως δὲν ἄντεχε τὴν ἀπομόνωση. Δὲν μποροῦσε νὰ μείνει μὲ τὸν ἑαυτό του οὔτε μιὰ στιγμή. Μὲ κάτι ἄλλο ἔπρεπε νὰ γεμίζει τὸν χρόνο του συνέχεια. Ἡ μητέρα του φρόντιζε τὸν κανακάρη της μέρα καὶ νύχτα. Μὰ κάποιες, ἐλάχιστες βραδιές, ποὺ ἡ γυναίκα χρειάστηκε σὰν ἄνθρωπος νὰ πεταχτεῖ ὣς τὸ σπίτι της, νὰ πάρει μιὰν ἀνάσα, νὰ πλυθεῖ, νὰ ξεκουραστεῖ λίγες ὧρες, ὁ καλομαθημένος νεαρὸς ξεσήκωσε τὸ νοσοκομεῖο μὲ τὶς φωνές του. Φώναζε μὲς στὴ νύχτα τὴ μάνα του σὰν φοβισμένο μικρὸ παιδί. Ἔκαναν τὸν σταυρό τους παραξενεμένοι ὅσοι τὸν ἄκουγαν. Ἀναρωτιόντουσαν, τί πράγμα ἦταν αὐτό! Πῶς καταντάει ὁ ἄνθρωπος σὲ τέτοιο χάλι, σὲ τόση τρέλα! Ὁλόκληρος ἄντρας, δυὸ μέτρα πανύψηλος, νὰ ζητάει τὴ μάνα του γιὰ νὰ κοιμηθεῖ!
Μὰ ὁ ἄρρωστος τοῦ διαδρόμου, μόνος, κατάμονος στὴν ἐρημιά του, ποὺ εἶχε κάθε λόγο νὰ τρελαθεῖ μὲ ὅσα τοῦ εἴχανε συμβεῖ καὶ τοῦ συνέβαιναν, αὐτός, πράγμα παράξενο, δὲν ἔδειχνε νὰ ἔχει καθόλου πρόβλημα. Ἡ ἀταραξία του κινοῦσε τὴν περιέργεια ὅλων. Ἡ Μερόπη τὸν ρώτησε γι’ αὐτὸ κάποια στιγμή.
-  Πῶς μπορεῖς καὶ εἶσαι τόσο ἤρεμος;
Χαμογέλασε ἀχνὰ μὲ τὸ κουρασμένο ὕφος του.
-  Τὸ χρωστάω στὸν μόνο παππού μου ποὺ γνώρισα, εἶπε σιγανά. Τὸν πατέρα τῆς μάνας μου. Ἅγιος ἄνθρωπος! Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μὲ ἔπαιρνε κοντά του. Ἦταν πολὺ φιλάσθενος καὶ περνοῦσε τὸν περισσότερο καιρὸ στὸ κρεβάτι του. Μὲ φώναζε τότε κοντά του καὶ μὲ ἔβαζε νὰ λέω συνέχεια μιὰ προσευχὴ γιὰ νὰ τὴν ἀκούει κι ἐκεῖνος. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Στὴν ἀρχὴ ἀντιδροῦσα πολύ, συνέχισε ὁ Ἀνέστης. Ἤθελα νὰ παίζω ἔξω μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου. Μὰ ἐκεῖνος, πότε μὲ παρακάλια, πότε μὲ ὑποσχέσεις, πότε μὲ ἀπειλές, φρόντιζε νὰ μὲ κρατάει κοντά του καὶ νὰ λέω ἀδιάκοπα τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Τὸν πρῶτο καιρὸ μὲ κούραζε ἀρκετὰ νὰ ἐπαναλαμβάνω συνέχεια τὰ ἴδια λόγια. Μὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, μιὰ μεγάλη ἀλλαγὴ συντελέστηκε σιγά-σιγὰ μέσα μου. Ὄχι μόνο δὲν χρειαζόμουν ἀμοιβὲς ἢ ἀπειλὲς γιὰ νὰ κάθομαι μὲ τὶς ὧρες δίπλα του, μὰ γεννήθηκε μέσα μου μιὰ ἀκατανίκητη ἐπιθυμία νὰ ἐπαναλαμβάνω ἀδιάκοπα τὴν προσευχὴ ὅλη τὴν ἡμέρα. Χωρὶς νὰ μοῦ τὸ ἐπιβάλλει κανένας.
Ὁ παππούς μου ἀντιλήφθηκε τὴ μεγάλη ἀλλαγὴ καὶ μὲ ρωτοῦσε τί αἰσθανόμουν, μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἐξηγήσω ἀκριβῶς.
-  Ἡ προσευχὴ σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι χαρά; μὲ ρώτησε.
-  Ναί, παππού, χαρά, πολλὴ χαρά! ἀπάντησα.
Δὲν ἤμουν οὔτε δώδεκα χρονῶν, ὅταν ἔχασα τὸν παππού μου, μὰ εἶχε ἤδη προλάβει νὰ μοῦ διδάξει τὸ πιὸ σημαντικὸ πράγμα στὴ ζωή μου. Τὸ μυστικὸ ἀνίκητο ὅπλο γιὰ νὰ παλέψω ὅσα θὰ εἰσέλαυναν σ’ αὐτὴν ἀργότερα. Ἡ οἰκογένειά μου τραντάχτηκε συθέμελα ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν. Ὁ κόσμος μου ἔγινε θρύψαλα. Παρὰ τὶς τρομερὲς ἀνατροπὲς ποὺ ἔζησα ὅμως στὴ μικρὴ ἡλικία μου, δὲν ἔσβησα ἐντελῶς.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔγινε μόνιμη συντροφιά μου. Μὲ παρηγόρησε στὴν ἀδιέξοδη θλίψη μου, μὲ δίδαξε τὴ ματαιότητα πολλῶν πραγμάτων ποὺ τὰ νιώθουμε σημαντικά. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, μὲ περιφρούρησε ἀπόλυτα ἀπὸ κάθε κακό. Στὸν μακρὺ πλάνητα βίο μου βρέθηκα πολλὲς φορὲς σὲ συντροφιὲς ἐπικίνδυνες. Πέρασα δίπλα ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ ὑποκόσμου, ἐγκληματίες, διεφθαρμένους, αἰσχροὺς ἐκμεταλλευτὲς πάσης φύσεως, μὰ τίποτε ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲν μὲ ἄγγιξε ποτέ. Μιὰ ἀόρατη προστασία μὲ σκέπαζε ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή. Ὅταν πεινοῦσα, ὅταν διψοῦσα, ὅταν κρύωνα, ὅταν θλιβόμουν, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ τὰ ἁπάλυνε ὅλα, μὲ ἔκανε νὰ μὴν τὰ αἰσθάνομαι πραγματικά.
Καὶ τὸ ἀκόμα πιὸ σημαντικό, κάθε κακία, κάθε θυμός, κάθε μίσος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἀδίκησαν, ἔσβησαν μέσα μου μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Προσεύχομαι γι’ αὐτοὺς καθημερινὰ νὰ συναισθανθοῦν τὸ κακὸ ποὺ ἔκαναν, νὰ ἐλεηθοῦν, νὰ σωθοῦν. Ἀλλὰ εὔχομαι καὶ γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ἡ προσευχὴ μὲ ἔκανε νὰ νιώθω τοὺς πάντες, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, δικούς μου. Φαίνονται ἀτέλειωτες οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς μου, καὶ ὅμως δὲν μοῦ εἶναι πάντοτε ἀρκετὲς γιὰ νὰ τοὺς νοιαστῶ ὅλους.
Δὲν μὲ νοιάζει ἂν θὰ εἶμαι γερὸς ἢ ἄρρωστος, ἂν θὰ ζήσω ἢ θὰ πεθάνω. Μὲ νοιάζει μόνο, ὅ,τι ἀπὸ τὰ δύο κι ἂν γίνει, νὰ μὲ φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Κύριό μου, νὰ εἶμαι πάντα μὲ τὸν ἀγαπημένο μου Ἰησοῦ.
Ἡ Μερόπη ἄκουγε ἐντυπωσιασμένη βαθιά. Ποτὲ δὲν φανταζόταν τὸν πλοῦτο ψυχῆς ποὺ ἔκρυβε ὁ περιφρονημένος ἄρρωστος τοῦ διαδρόμου. Ἕνας βαθὺς σεβασμὸς ἀνάβλυσε αὐθόρμητα ἀπ’ τὴν καρδιά της, προστέθηκε στὴ συμπάθεια ποὺ ἤδη ἔνιωθε γι’ αὐτόν.
Μεγάλη Πέμπτη πρωὶ κατέβασαν τὸν Ἀνέστη γιὰ ἀξονικὴ θώρακος. Ἡ κ. Ἑλένη, σοβαρὴ καὶ ἀξιοπρεπέστατη κυρία, μὲ περασμένα πλέον τὰ ἑξήντα της, ἐπίκουρος καθηγήτρια, ὑπεύθυνη τοῦ ἀξονικοῦ τομογράφου, τὸν ἑτοίμασε. Τοῦ εἶπε νὰ ξεντυθεῖ ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, τὸν ξάπλωσε στὸ εἰδικὸ κρεβάτι. Εἶδε πὼς φοροῦσε ἕνα μικρὸ ἀσημένιο σταυρό, τοῦ εἶπε νὰ τὸν βγάλει κι αὐτόν. Ὁ Ἀνέστης τὸν ἔβγαλε καὶ τὸν ἀκούμπησε κάπου. Τὸ βλέμμα τῆς γιατρίνας σταμάτησε στὸ γυμνὸ στῆθος του, ὅπου ἕνα στρογγυλὸ μαῦρο σημάδι φιγουράριζε κοντὰ στὴν ἀριστερή του μασχάλη. Τὰ ἔχασε. Ἡ μνήμη της ἔτρεξε ἰλιγγιωδῶς στὰ παλιά.
-  Μὰ δὲν εἶναι δυνατόν! σκέφτηκε σχεδὸν φωναχτά. Παραλογίζομαι!
Τὸ βλέμμα της πῆγε στὸν σταυρὸ ποὺ ἦταν ἀφημένος δίπλα της, χωρὶς νὰ ξέρει τί ψάχνει. Μὰ ναί, δὲν ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν σταυρὸ αὐτό. Ἕνας παράτολμος συνειρμὸς τὴ συγκλόνισε. Γιὰ μερικὲς στιγμὲς ἔμεινε ἀκίνητη. Μὰ ἡ ἐπαγγελματική της συνείδηση τὴν ἐπανέφερε στὴν πραγματικότητα. Τέλειωσε γρήγορα τὴ δουλειά της, κράτησε ὅμως λεπτομερῶς τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρρώστου καὶ ἰδιαίτερα ἡμερομηνία/τόπο γέννησης, ὀνόματα γονέων του κ. λ. π. Ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ἡ κ. Ἑλένη ἔφυγε μὲ τὴν πασχαλινή της ἄδεια.
Κύλησε ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ἦρθε τὸ Μεγάλο Σάββατο. Ὁ Ἀνέστης ζήτησε ἀπὸ τὴ Μερόπη νὰ τοῦ φέρει τὸν ἐφημέριο τοῦ νοσοκομείου. Νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει στὴν Ἀνάσταση. Ὅπως καὶ ἔγινε. Καὶ ὅταν τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης ὁ Ἀνέστης κοινώνησε, ἕνα φανερὸ θαῦμα ξετυλίχτηκε μπρὸς στὰ ἔκπληκτα μάτια τοῦ ἱερέα. Ἡ μικρὴ ἀπομονωμένη γωνιά του γέμισε φῶς ἁπαλό. Μὰ περισσότερο ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ ἀρρώστου. Γιὰ κάποιες στιγμὲς ὁ ἱερέας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα. Τὸ ἅγιο φῶς ἦταν ἐκεῖ. Ἀγκάλιαζε τὸν ἄρρωστο, ὅπως ἡ μάνα τὸ βρέφος της. Καὶ ταυτόχρονα ἀκτινοβολοῦσε ἤρεμα, λαμπερὸ καὶ ἱλαρὸ μὲς ἀπ’ τὰ μάτια του. Ἕνας μικρὸς Παράδεισος ξεφύτρωσε στὴν ἄχαρη γωνιά. Ὁ ἀγαθὸς λευΐτης τά ’χασε γιὰ τὰ καλά. Κατάλαβε πὼς ἀξιώθηκε νὰ κοινωνήσει ἕναν ἅγιο. Ὁ ξεχασμένος ἄρρωστος τελικὰ δὲν ἦταν καθόλου μόνος καὶ ἀνέστιος. Ἐνοικοῦσε μέσα στὸν Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐνοικοῦσε σ’ αὐτόν. Τὸν ἀναγνώριζε δικό του γνήσιο παιδί. Συγκατοικοῦσε μόνιμα μαζί του. Μὰ τὰ θαύματα δὲν σταμάτησαν ἐκεῖ.
Τὴν Τετάρτη τοῦ Πάσχα ἡ κ. Ἑλένη, ἡ ἐπίκουρος τοῦ ἀξονικοῦ, ξαναγύρισε στὸ νοσοκομεῖο. Μὰ στὸ διάστημα ποὺ ἔλειπε δὲν ἔκανε ἁπλῶς διακοπές. Ἔγινε ἀληθινὸς ντετέκτιβ. Ἐπιστράτευσε ληξιαρχεῖα, δικαστικὲς ὑπηρεσίες, ἀστυνομικὰ τμήματα, τὰ πάντα. Ἂν καὶ ὑπολειτουργοῦσαν ὅλα λόγῳ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, κατάφερε νὰ ἀναποδογυρίσει τὸ σύμπαν. Τί ἔψαχνε;
Ἀνέτρεξε σαράντα χρόνια πίσω. Τότε πού, εἰκοσιπεντάχρονη σχεδὸν κοπέλα, γεννοῦσε τὸ πρῶτο καὶ μοναδικό της παιδί. Ὁ τοκετός, λόγῳ ἐπιπλοκῶν, ἦταν λίγο πρόωρος καὶ ἔγινε μὲ καισαρική. Ὁ ἄντρας της ἔλειπε σὲ ταξίδι ἐπαγγελματικό. Γέννησε ἕνα ὄμορφο ἀγοράκι καί, ὅταν συνῆλθε λίγο, τὸ κράτησε μὲ λαχτάρα στὴν ἀγκαλιά της. Τὸ εἶχε κοντά της γιὰ μία μέρα. Τὸ θήλασε γιὰ πρώτη φορά. Τοῦ φόρεσε ἕνα μικρὸ ἀσημένιο σταυρουδάκι, παλιὸ οἰκογενειακὸ κειμήλιο μὲ λεπτοχαραγμένα πίσω του κάποια ἀρχικὰ ἀπὸ τὴν προγιαγιά της ἀκόμα. Στὸ στῆθος τοῦ μωροῦ της πρόσεξε ἕνα στρογγυλὸ μαῦρο σημαδάκι κοντὰ στὴν ἀριστερή του μασχάλη.
Μὰ τὴ δεύτερη κιόλας μέρα ἡ μητέρα παρουσίασε νέα σοβαρὴ ἐπιπλοκή. Εἰσήχθη ἐπειγόντως στὴν ἐντατική. Βγῆκε μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα, μὰ τῆς ἀνακοινώθηκε ἀπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ μαιευτηρίου, ὅτι τὸ μωρό της εἶχε ἤδη ἀποβιώσει. Δὲν τὸ ξαναεῖδε ποτέ της. Στὰ χέρια της ἔμεινε μόνο ἕνα πιστοποιητικὸ μὲ κάποιες αἰτιολογίες γιὰ τὸν θάνατό του. Κάποιο πεθαμένο μωρὸ εἶχε πράγματι παραδοθεῖ στὴν οἰκογένειά της γιὰ ταφή, ἐνόσῳ αὐτὴ χαροπάλευε στὴν ἐντατική. Ἔκλαψε, πόνεσε, μαράζωσε, καθὼς δὲν μπόρεσε νὰ ξανακάνει ἄλλο παιδί.
Ἡ ἀπρόσμενη ὅμως παρουσία τοῦ παράξενου Ἀνέστη τὴ συντάραξε. Ἐξέτασε διακριτικὰ τὸν σταυρό του. Ἦταν ὁ ἴδιος ποὺ εἶχε βάλει στὸ μωρό της ἐκείνη. Μὲ εὐδιάκριτα τὰ ἀρχικὰ τῆς προγιαγιᾶς της. Ὁ ἄγνωστος ἄντρας εἶχε τὸ ἴδιο μαῦρο στρογγυλὸ σημάδι στὴ μασχάλη του. Εἶχε ὅμως ἄλλους γονεῖς.
Ἡ κ. Ἑλένη ἔψαξε καὶ σύγκρινε τὰ στοιχεῖα ποὺ κατάφερε νὰ συγκεντρώσει. Ὅλα συνέθεταν ἕνα μυστήριο. Μὲ βάση τὰ ληξιαρχικὰ δεδομένα ὁ Ἀνέστης γεννήθηκε τὴν ἴδια ἡμερομηνία καὶ στὸ ἴδιο μαιευτήριο μὲ τὸ μωρό της. Τί συνέβαινε λοιπόν;
Μὲ τὴν ἔνταση ἀνεβασμένη στὸ ζενὶθ ἐπισκέφτηκε ἀμέσως τὸν ἄρρωστο. Τοῦ ἐξέθεσε λεπτομερῶς ὅσα τὴν ἀναστάτωσαν. Τελικὰ τὸν ρώτησε μὲ ἔκδηλη τὴν ἀγωνία:
-  Ξέρεις κάτι γιὰ ὅλα αὐτά; Ποιὰ ἐξήγηση μπορεῖ νὰ ἔχουν; Οἱ γονεῖς σου δὲν σοῦ μίλησαν ποτὲ γιὰ κάτι σχετικό;
-  Λίγο πρὶν πεθάνει ἡ μητέρα μου, ἀπάντησε σιγανὰ ὁ ἄρρωστος, μοῦ ἀποκάλυψε πράγματι ἕνα μυστικό, πὼς δὲν εἶμαι πραγματικό τους παιδί. Μὲ υἱοθέτησαν ἀπὸ κάποια ἰδιωτικὴ κλινική. Μὲ συγκλόνισε ἡ ἀποκάλυψη, γιατὶ τοὺς ἀγαποῦσα καὶ τοὺς ἀγαπῶ σὰν πραγματικούς μου γονεῖς. Μὰ καὶ ἐκεῖνοι μὲ ἀγάπησαν σὰν παιδί τους πραγματικό.
-  Δὲν σοῦ εἶπε ποιοὶ εἶναι οἱ βιολογικοί σου γονεῖς;
-  Δὲν τὸ γνώριζε αὐτό. Ἡ υἱοθεσία δὲν ἔγινε νομότυπα. Δὲν φαίνεται πουθενά. Στὸ ἰδιωτικὸ μαιευτήριο ὑπῆρχε κύκλωμα παράνομων υἱοθεσιῶν.
Ἡ κ. Ἑλένη θυμήθηκε ὅτι πράγματι πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια τὸ συγκεκριμένο μαιευτήριο εἶχε κατηγορηθεῖ καὶ καταδικαστεῖ γιὰ παράνομη ἐμπορία βρεφῶν.
-  Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ἡ μητέρα μου ἐπέμενε πολὺ νὰ μάθει πῶς λέγονταν οἱ πραγματικοί μου γονεῖς. Ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ κατάφερε μὲ τὴν ἐπιμονή της νὰ μάθει ἀπὸ τὴ μαία ποὺ μὲ παρέδωσε, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως ὁρκίστηκε ἀπόλυτη ἐχεμύθεια, ἦταν τὸ μικρὸ ὄνομα τῆς βιολογικῆς μου μητέρας.
-  Καὶ ποιὸ ἦταν αὐτό; ρώτησε φοβερὰ συγκλονισμένη ἡ γυναίκα.
-  Ἑλένη!
-  Παιδί μου! ἀνέκραξε γοερὰ καὶ λιποθύμησε ἡ κ. Ἑλένη.
Δὲν ἦταν δὰ καὶ λίγο γιὰ μιὰ μητέρα, νὰ ξαναβρίσκει ζωντανὸ τὸ παιδί της, ποὺ γιὰ σαράντα χρόνια τό ’χε γιὰ πεθαμένο!
Ὁ ἀνέστιος Ἀνέστης, ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εἶχε χάσει τὰ πάντα καὶ ζοῦσε ὅπως «οἱ μηδὲν ἔχοντες», ἀλλὰ «τὰ πάντα κατέχοντες». Εὐλογήθηκε ὅμως ξανὰ πλούσια ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ ξαναβρῆκε ὅλα ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Μιὰ νέα οἰκογένεια, ἕναν κόσμο καινούργιο. Ἀναστήθηκε ἡ ζωή του στὸ γλυκύ, χαροποιὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης.
Τί «Πάσχα τερπνόν, …Πάσχα ἐν χαρᾷ», ἀληθινὸ «Πάσχα λύτρον λύπης» ἦταν κι ἐκεῖνο!

Πάσχα 2025
https://www.nyxthimeron.com/