Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, γνώριζε στον Παράδεισο την γλυκύτητα της θείας αγάπης. Έτσι, μετά την έξωσή του από τον Παράδεισο για το αμάρτημά του, εγκαταλειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Όλη η έρημος αντηχούσε από τους λυγμούς του. Η ψυχή του, βασανιζόταν από την σκέψη:
—«Λύπησα τον αγαπημένο μου Θεό!».
Δεν μετάνιωνε τόσο για την Εδέμ και το κάλλος της, όσο για την απώλεια της θείας αγάπης, που προσελκύει ακόρεστα την ψυχή στον Θεό.
Έτσι και κάθε ψυχή, που γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα τον Θεό και ύστερα έχασε την χάρη, δοκιμάζει αδαμιαίο πένθος. Θλίβεται η ψυχή και μεταμελείται σφόδρα, όταν προσβάλει τον αγαπημένο Κύριο. Έπληττε και θρηνούσε πικρά στη γη ο Αδάμ, και η γη δεν του έδινε χαρά· νοσταλγούσε τον Θεό και φώναζε:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον αναζητώ. Και, πώς να μην Τον ζητώ; Όταν ήμουν μαζί Του, ευφραινόταν ειρηνικά η ψυχή μου και οι εχθροί δεν με πλησίαζαν. Τώρα, όμως, το πονηρό πνεύμα απέκτησε εξουσία επάνω μου, συγκλονίζει και τυραννάει την ψυχή μου.«
»Γι’ αυτό και λιώνει η ψυχή μου για τον Κύριο μέχρι θανάτου. Το πνεύμα μου ορμά προς τον Θεό και τίποτε το γήινο δεν με παρηγορεί. Η ψυχή μου, δεν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, αλλά ποθεί με δίψα να Τον βλέπει πάλι και να Τον απολαμβάνει αχόρταγα.«
»Δεν μπορώ να Τον λησμονήσω ούτε στιγμή, και από τον πολύ μου πόνο στενάζω και οδύρομαι:
–‘‘Ἐλέησόν με, ὁ Θεός,
τὸ παραπεσόν Σου πλάσμα!’’…».
Έτσι, οδυρόταν ο Αδάμ και έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπό του και έπεφταν στο στήθος του και στην γη. Με δέος άκουγε όλη η έρημος τους στεναγμούς του. Ζώα και πουλιά, σιωπούσαν από θλίψη. Και ο Αδάμ οδυρόταν, γιατί με το αμάρτημά του στερήθηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη. Και ήταν η θλίψη του, μετά την εξορία του από τον Παράδεισο, σαν τον ωκεανό μεγάλη! Και, αυτήν την θλίψη, την καταλαβαίνουν μόνο οι ψυχές που γνώρισαν τον Κύριο και την άμετρη αγάπη του.
Ο Αδάμ πορευόταν επάνω στην γη και δάκρυζε από τον πόνο της καρδιάς και με τον νου του σκεπτόταν αδιάκοπα τον Θεό. Και όταν το ταλαιπωρημένο σώμα του δεν είχε πια δάκρυα, τότε το πνεύμα του φλεγόταν για τον Θεό, γιατί δεν μπορούσε να λησμονήσει το κάλλος του Παραδείσου. Όμως, όλο και περισσότερο η ψυχή του Αδάμ αγαπούσε τον Θεό και συνεχώς ορμούσε με την δύναμη αυτής της αγάπης προς Αυτόν.
Η ψυχή που έχασε την Χάρη του Θεού, λαχταρά τον Δεσπότη και κλαίει όπως ο Αδάμ μετά την έξωσή του. Κανένας, τότε, δεν μπορεί να την παρηγορήσει εκτός από τον Θεό. Τα δάκρυα του Αδάμ, ήταν άφθονα. Κυλούσαν σαν ποτάμι και έβρεχαν το πρόσωπό του, το στήθος του και την γη. Οι στεναγμοί του βαθείς και δυνατοί σαν το φυσερό του σιδερά και φώναζε:
–«Κύριε, Κύριε!
Δέξαι με και, πάλι, στον Παράδεισο!».
Η ψυχή του Αδάμ, ήταν τέλεια στην αγάπη του Θεού και γνώρισε όλη την γλυκύτητα του Παραδείσου, αλλά δεν είχε πείρα και δεν απέφυγε τον πειρασμό της Εύας, όπως απέφυγε τον πειρασμό της γυναίκας του ο πολύαθλος Ιώβ (Ιώβ β΄ 9–10). Δεν είχε την σύνεση να ρωτήσει τον Κύριο για τον καρπό που του έδωσε η Εύα, και γι’ αυτό έχασε τον Παράδεισο.
Έχασε ο Αδάμ τον επίγειο Παράδεισο και τον αναζητούσε με θρήνους:
—«Παράδεισέ μου! Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε!».
Και ο Κύριος επάνω στον Σταυρό, με την αγάπη Του, του χάρισε άλλον Παράδεισο, καλύτερο από εκείνον που έχασε, στους ουρανούς όπου είναι το άκτιστο Φως της Αγίας Τριάδος.
«Τί να ανταποδώσουμε στον Κύριο για την αγάπη Του προς εμάς;».
ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ (1866–1938)
[Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ (1896–1993): «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», μέρος β΄, Λόγος ιη΄ («Ο θρήνος του Αδάμ»), σελ. 401, 415, 534–536, 541, 10η έκδοση, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου