Η ιστορική και πολύπαθη Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο νησί του Βαλαάμ, στην λίμνη Λατόγκα της Φιλανδίας, κατά τα χρόνια της ακμής της (19ος αι.), ονομάστηκε δικαίως ο «Άθωνας του Βορρά». Ανάμεσα στους Ηγουμένους της, συναντάμε και έναν κραταιό αγωνιστή και ασκητή του Θεού, τον π.Χαρίτωνα, οποίος, ήρθε στην Μονή στα 22 του χρόνια (2/5/1894). Όντας μοναχός, στάλθηκε για ένα χρονικό διάστημα στην Σκήτη της Μονής Βαλαάμ, στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, για περισσότερη ησυχία, προσευχή και περισυλλογή. Οι γλαφυρές αφηγήσεις που άφησε στο προσωπικό του ημερολόγιο, κατά την «σκητιώτικη» και ησυχαστική αυτήν περίοδο, το δίχως άλλο, ανοίγουν σ' εμάς ένα «παράθυρο» για να δούμε και να νιώσουμε, έστω και «εκ μέρους», τις κυριολεκτικά έντονες καταστάσεις φόβου που ο ίδιος βίωσε μέσα στην βαθειά ησυχία του τόπου και του τρόπου του. Επίσης, από το ίδιο «παράθυρο», ατενίζουμε έκπληκτοι και τον αξιοθαύμαστο εσωτερικό αγώνα που κατέβαλε δυναμικά για την υπερνίκηση του πάθους του φόβου και της δειλίας. Αρχέγονο αίσθημα ο φόβος στον άνθρωπο. Καθ’ όλα σύμφυτος με την χοϊκή μας ύπαρξη και πορεία. Που, ασφαλώς, απαιτεί από μας αληθινά περισσεύματα ανδρείας, αφοβίας, γενναιότητας, αταραξίας και τόλμης για να υπερκερασθεί. Με τις πνευματικές προϋποθέσεις που προσφέρει αφείδωλα μονάχα η θερμή Πίστη προς τον Σωτήρα Χριστό, στην ζωή μας: «Γιατί, δεν έδωσε σ' εμάς ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά πνεύμα δύναμης» (Α ́ Τιμ. α ́ 7).
[1] – 20 Δεκεμβρίου 1920:
«Τώρα μου παρουσιάστηκε η πολυπόθητη και ευχάριστη ευκαιρία να περάσω αρκετό καιρό στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Βρίσκομαι, ήδη, επτά ημέρες εδώ και παρατηρώ τον ναό της ψυχής μου που παθαίνει πολλές αλλαγές ακόμα και μέσα σ' ένα ημερονύκτιο! Την ημέρα, συγκεντρώνω τις σκέψεις μου στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Κοιτάω την γύρω φύση. Το δάσος, είναι ντυμένο στο θαυμάσιο χειμωνιάτικό του ένδυμα. Η ψυχή, με πόθο επιθυμεί τον Κτίστη μιας τέτοιας θέας! Όταν διαβάζω συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και, ειδικά του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, η ψυχή μου αισθάνεται μία έλξη και μία ηδύτητα για την μοναξιά. Από την άλλη πλευρά, η κοινή ακολουθία στο «Κυριακό» (=τον Ναό της Σκήτης), αυτήν την μοναξιά, την θερμαίνει. Αλλά, μετά, έρχεται η νύχτα!... Ο φόβος, καταβάλλει την ψυχή. Το θρόϊσμα των ξερών φύλλων, το τρίξιμο των κλαδιών, προκαλεί κάτι σαν ηλεκτροπληξία στο σώμα. Η οποία, με κάνει να τρέμω και την σκιά μου ακόμη! Δεν μπορώ, πια, να συγκεντρώνω τον νου μου στον Θεό. Ακόμη κι όταν πλαγιάζω στο κρεβάτι να κοιμηθώ, δεν απαλλάσσομαι από αυτές τις καταστάσεις του φόβου. Εκεί που αναπαύομαι, ακούω σαν κάποιος να πετάει τούβλα μέσα στο χωλάκι της καλύβας. Έτσι, ο ύπνος φεύγει. Αλλά, έστω και μέσα σ’ αυτόν το συγκλονιστικό φόβο που προκαλούν τα πονηρά πνεύματα, ζω υπό την σκέπη της Δεξιάς του Υψίστου, ο Οποίος, όλα τα κανονίζει προς το συμφέρον του ανθρώπου και τον βοηθάει να αποκτήσει αυτογνωσία…».
[2] – 21 Δεκεμβρίου 1920:
«Το βράδυ, πριν πέσω να κοιμηθώ, όταν στεκόμουν στην προσευχή, οι καταστάσεις του φόβου άρχισαν πάλι να με ταλαιπωρούν. Μερικοί φόβοι, μου προκάλεσαν ένα είδος νευρικού άγχους. Γύρω μου, αισθανόμουν ξεκάθαρα την δύναμη του πονηρού. Τα νεύρα, είχαν τεντώσει τόσο πολύ, που περίμενα οποιαδήποτε στιγμή να σωριαστώ κάτω αναίσθητος! Σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση, στεκόμουν μπροστά στην Εικόνα της Παναγίας, της επονομαζομένης ‘‘Πάντων θλιβομένων Χαρά’’. Ένιωθα αβοήθητος, εγκαταλειμμένος από όλους. Τότε ανέφερα την προσευχή από τα λόγια ενός τροπαρίου, που, κάπως, καθάρισε τον νου μου: ‘‘Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου!’’. Γονάτισα χάμω μπροστά στην Εικόνα κι έκλαιγα για πολλή ώρα με άφθονα δάκρυα. Όταν στο τέλος σηκώθηκα, αισθανόμουν καλά. Και στην καρδιά μου είχε εγκατασταθεί βαθειά η πίστη, ότι, ο Κύριος είναι πανταχού παρών. Τελείωσα την προσευχή μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι και, με τον νου μου βυθισμένο στον Κύριο, έπεσα σ’ ένα ελαφρύ κι ευχάριστο ύπνο.
Από τότε, με την Χάρη του Θεού, σταμάτησαν οι καταστάσεις του φόβου. Κι αν ήρθαν ποτέ λογισμοί που προκάλεσαν φόβο, η καρδιά μου ήταν πεπεισμένη, πια, ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. Και, τα πονηρά πνεύματα, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, εάν πρώτα ο Θεός δεν το επιτρέψει…».
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΑΑΜ
ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΙΤΩΝ (1872–1947)
[«Πατερικόν της Μονής Βαλαάμ», μέρος δ΄, σελ. 276–277, έκδοσις Ιερού Ιβηρίτικου Κελλίου Αγίας Άννης, Καρυές Αγίου Όρους, 2007.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου