Όσοι τετυφωμένοι από την αγνωσία των και εσκοτισμένοι από την πρόσκαιρη
λαμπηδόνα της ισχύος των, κοσμικής η εκκλησιαστικής, λαλούν ασύνετα και
πράττουν απερίσκεπτα, εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους εαυτούς των στην ιστορία.
Βιώνοντας εντονώτερα το μήνα αυτό τα όσα προ εκατονταετίας
συνετελέσθησαν στη μαρτυρική επαρχία Δράμας αλλά και σ’ ολόκληρη την ανατολική
Μακεδονία από την κατά τη γείτονα Βουλγαρία ανθούσα τα χρόνια εκείνα
αναδενδράδα του Πανσλαυϊσμού, αβίαστα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο εν
Μακεδονία Ελληνισμός, αλλά και σύμπας ο προσφυγικός τοιούτος, ο από την καθ’
ημάς Ανατολή διασπαρείς στον τετραπέρατο κόσμο, μία πνευματική αρχή
αναγνωρίζει, αυτήν του ιερού περιβόλου του Φαναρίου.
Την ιστορική αυτή σκοπιά του ελληνορθοδόξου πολιτισμού που αταλάντευτα
ακολούθησε αυταπάρνητα τις παραδόσεις του και πολλές φορές μέσα στους μαύρους
αιώνες εγέρθηκε πρόμαχος του κινδυνεύοντος χριστιανισμού στην Ανατολή και στη
Μακεδονία, έχοντας ως αιχμή του δόρατός του τους Ιεράρχες του, αναδεικνύει και
ο πρωταγωνιστής στα εν Δράμα συντελεσθέντα κατά τις ημέρες εκείνες μακαριστός
Μητροπολίτης Αγαθάγγελος ο Β ὁ Μάγνης.
Ο ιερός αυτός περίβολος πάντοτε ήταν έτοιμος να δεχθή νέα αγχόνη, που
θα κλείση και τη δεύτερη εξώθυρα των Πατριαρχείων, για να δώση νέο συναθλητή
στον ιερομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε .Το προ της Πεντηκοστής ψυχοσάββατο έχοντας
κατά νου τα παραπάνω και προ οφθαλμών τα διορθοδόξως συντελούμενα, επισκέφθηκα
τα κοιμητήρια της Νέας Κρώμνης, του κατ’ εξοχήν προσφυγικού συνοικισμού της
Δράμας, για να συναντήσω στον τόπο της καταπαύσεώς του έναν μεγάλο Πόντιο
κληρικό, τον μακαριστό αρχιμανδρίτη Πανάρετο Τοπαλίδη, ηγούμενο της περιφήμου
μονής του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνος. Κρατούσα στα χέρια μου και το
περισπούδαστο και δυσεύρετο πλέον έργο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας», που
εκδόθηκε στη Δράμα το 1929 και μου το χάρισε προ ετών ο ευσεβέστατος χριστιανός
και εξαίρετος πολιτικός, ο αείμνηστος Ισαάκ Λαυρεντίδης. Κάθησα πάνω στα
μάρμαρα του τάφου του και ανοίγοντας το βιβλίο, μέσα από το θρόϊσμα των
κυπαρισσιών σαν ν’ άκουσα τη φωνή του να αφηγείται τα όσα έζησε προ
εκατονταετίας περίπου στον μαρτυρικό μας Πόντο, στην Κωνσταντίνου, δηλαδή στην
Πόλη μας, και στην κραταιά Ρωσία κατά τις απαρχές της εβδομηντάχρονης
δοκιμασίας της.
Τα όσα αφηγείται ο Πανάρετος θεωρώ ότι είναι πολύ χρήσιμα για όλους μας
και άκρως επίκαιρα για τα κατά τις ημέρες μας πανορθοδόξως συντελούμενα.
Ακούστε τον: «Η πόλις και η περιφέρεια της Τραπεζούντος, κατελήφθησαν, υπό των
εξ Ανατολών προελασάντων Ρωσσικών στρατευμάτων την 5ην Απριλίου 1916, και
τοιουτοτρόπως διέφυγον οι Έλληνες τας συνεπείας του εκτοπισμού, όστις επεβλήθη
μετά ταύτα, αλληλοδιαδόχως εις όλα τα τμήματα του Πόντου, και τα επακόλουθα της
οικονομικής εξαντλήσεως την οποίαν θα υφίστατο πλήρη, εάν εξηκολούθει να μείνη
επί εν ακόμη εξάμηνον υπό τους Τούρκους. Ο Τουρκικός πληθυσμός των υπό των
Ρώσσων καταληφθέντων εδαφών, φεύγων την ξενικήν κατοχήν και φοβούμενος
αντεκδικήσεις της σφαγής των Αρμενίων και των κακιών, όσας διεπράξατο κατά των
Ελλήνων, εγκατέλιπε τας εστίας του, σχεδόν εξ ολοκλήρου, και ανεχώρησε, προ των
οπισθοχωρούντων Τουρκικών στρατευμάτων, εις Κερασούντα, Καραχισσάρ, Ορδού και
περαιτέρω. Οι επιφανείς του Κομιτάτου, κατά τας τελευταίας ημέρας της
εκκενώσεως της Τραπεζούντος ηθέλησαν να εξαναγκάσωσι και τον Ελληνικόν
πληθυσμόν να ακολουθήση τους Τούρκους, άλλ’ η επέμβασις της Μητροπόλεως παρά τω
Βαλή, και η ραγδαία προέλασις των Ρώσσων εματαίωσαν τας διαθέσεις αυτών.
Κατά την περίοδον ταύτην, ήτις άρχεται από της 5ης Απριλίου 1916,
ημέρας της εγκαταλείψεως της Τραπεζούντος, ο Ελληνισμός απέμεινε μόνος κύριος
της καταστάσεως, και επεδόθη, όλαις δυνάμεσιν, παρά την αισθητήν ακαταστασίαν
της Ρωσσικής Στρατιωτικής Διοικήσεως, και τας εμφανείς προθέσεις των
Πανσλαυϊστών, εις την ανασύνταξιν και ανόρθωσιν των κατ’ αυτόν, από οικονομικής
και πνευματικής απόψεως. Η Τραπεζούς απετέλεσε το Εθνικόν Κέντρον του
απελευθερωθέντος τμήματος του Πόντου, εκ του οποίου ενεπνέοντο οι Έλληνες, τας
ελπίδας αυτών, και προς ο εκ μεν του εσωτερικού, κατέφευγον όλα τα θύματα των
Τουρκικών διωγμών, όσα ηδύναντο, λαθόντα να διέλθωσι τας πολεμικάς ζώνας του
μετώπου, εκ δε του εξωτερικού, και ιδίως εκ της Ρωσσίας, συνέρρεον αθρόαι αι
συνδρομαί των ομογενών προς ενίσχυσιν του καταστραφέντος οικονομικώς, και
πεινώντος Ελληνισμού, τόσον της καταληφθείσης περιφερείας, όσον και των πέραν
αυτής, υπό την Τουρκικήν τυραννίαν στεναζουσών επαρχιών του Πόντου.
Μετά τρεις μήνας, εγένετο νέα προέλασις του Ρωσσικού στρατού, ήτις
απελευθέρωσεν ολόκληρον την Επαρχίαν Ροδοπόλεως και το ήμισυ της Επαρχίας
Χαλδείας - Κερασούντος, και επέτρεψεν εις τους εκτοπισθέντας Έλληνας αυτών, να
επανέλθωσιν εις τας εστίας των, διότι κατελήφθησαν και τα μέρη εις τα οποία
είχον τοποθετηθή.
Ο Ελληνισμός των ούτω απαλλαγέντων από τους Τούρκους εδαφών ανήρχετο
εις διακοσίας περίπου χιλιάδας και επλειοψήφει των απομεινάντων Μουσουλμάνων.
Και ήτο μεν κατεστραμμένος οικονομικώς, και εξηντλημένος εκ των κακουχιών, προ
πάντων εν ταις Επαρχίαις Ροδοπόλεως και Χαλδείας, άλλ’ η μεγάλη γενναιοδωρία
και αλληλεγγύη του εν Ρωσσία Ελληνισμού, όστις περί ουδενός άλλου εσκέπτετο, η
πως να συνδράμη τους παθόντας αδελφούς του, και η εκχυθείσα ανά την χώραν
αφθονία χρήματος και παντοίων τροφίμων του Ρωσσικού Στρατού, εν συνδυασμώ μετά
της μεγάλης ζωτικότητος αυτού του παθόντος πληθυσμού συνετέλεσαν, εντός
βραχυτάτου, σχετικώς, χρόνου, ν’ αποκατασταθή ούτος και πάλιν ακμαίος φρουρός
της εθνικής του κληρονομίας, έτοιμος να διεκδίκηση τα δικαιώματα αυτού. Οι
τροφοδόται του Στρατού, οι εργολάβοι και εργάται των οχυρωματικών έργων, και
των υπό κατασκευήν πυκνών μέσων συγκοινωνίας, οδών αμαξιτών και σιδηροδρόμων,
και οι διάφοροι δημοτικοί υπάλληλοι ήσαν, ως επί το πλείστον Έλληνες, η δε
Τραπεζούς το πρώτον ήδη από του 1461 έτους, απέκτησε Δήμαρχον Έλληνα.
Η τοιαύτη εξαιρετική θέσις του Ελληνισμού, επέσυρε την προσοχήν των
Πανσλαυϊστικών κύκλων της Ρωσσίας, οίτινες εκινήθησαν υπό διαφόρους μορφάς, εις
την αναστολήν της εθνικής κατευθύνσεως αυτού. Άμα τη καταλήψει της Τραπεζούντος
εν τη Ιερά Συνόδω της Ρωσσίας ετέθη ζήτημα περί υπαγωγής της Ορθοδόξου
Εκκλησίας των καταληφθεισών Τουρκικών Επαρχιών εις την Εκκλησίαν της Ρωσσίας
και ωρίσθη επί τούτω Επιτροπή, εις ην μετέσχον και οι καθηγηταί Ι. Σοκολόφ, I.
Δημητριέβσκης, και ο διευθυντής του εν Κωνσταντινουπόλει Αρχαιολογικού Ρωσσικού
Ινστιτούτου Θ. Ουσπένσκης, μετά τινων αρχιερέων. Υπό της Επιτροπής ταύτης μετά
πολλάς συζητήσεις προυτάθησαν τρεις γνώμαι : η της ελάσσονος μειοψηφίας, ότι «η
εκκλησία των καταληφθεισών τουρκικών επαρχιών πρέπει να μείνη εξηρτημένη εκ του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, και να υπαχθώσιν εις αυτήν Εκκλησιαστικώς και όλαι
αι εν Ρωσσία 'Ελληνορθοδοξοι Κοινότητες και παροικίαι», η της μείζονος
μειοψηφίας, ότι «η Εκκλησία της Ρωσσίας οφείλει ν’ αναμείνη, έως ου δυνηθή να
συνεννοηθή μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προς κανονικήν απ' αυτού
χειραφέτησιν και προσάρτησιν της Εκκλησίας των καταληφθέντων μερών» και η της
πλειοψηφίας, εις ην ανήκον, και ο κ. Θ. Ουσπέσκης και ο Δημητριέβσκης ότι «η
Ρωσσική Εκκλησία δεν δύναται να μη συμβαδίση μετά της Ρωσσικής πολιτείας, και
επομένως οφείλει αμέσως και δικαιούται να προσαρτήση πάσαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν
καταλαμβανομένην στρατιωτικώς υπό του Ρωσσικού στρατού». Εις την ιεράν Σύνοδον
υπεβλήθησαν και αι τρεις γνώμαι αλλά και εν αυτή επεκράτησεν η αυτή αναλογία
ψήφων προς εκάστην εξ αυτών.
Παραλλήλως προς ταύτα, περιεβάλλετο η Μητρόπολις Τραπεζούντος δια
πολλών φιλοφρονήσεων και του Αρχιστρατήγου, Μεγάλου Δουκός Νικολάου
Νικολάεβιτς, και πάντων των ανωτέρων στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων και
βαθμούχων, προσεφέροντο αυτή ήμισυ εκατομμύριον ρουβλίων «δια τας ανάγκας των
προσφύγων», απενέμοντο εις τον Μητροπολίτην Αρχιερατική Μίτρα και Στολή εκ του
Αυτοκρατορικού θησαυροφυλακείου, και εστέλλοντο δι’ αυτού χρηματικά ποσά εις
τας Ιεράς Μονάς του Πόντου, και διωργανούτο επίσημος προς τον Μητροπολίτην
επίσκεψις του Μεγάλου Δουκός Νικολάου, Αρχιστράτηγου του μετώπου του Καυκάσου,
ενώ ταυτοχρόνως εσχεδιάζετο, δια προσκλήσεως εις Τυφλίδα προς ανταπόδοσιν δήθεν
της επισκέψεως του Αρχιστρατήγου, η δια παντός απομάκρυνσις αυτού εκ Τραπεζούντος,
ίνα διευκολυνθή η εγκατάστασις Ρώσσου Μητροπολίτου.
Αφ’ ετέρου, η στρατιωτική Διοίκησις μετήρχετο πολιτικήν μειώσεως της
εμφανούς υπεροχής του Ελληνικού στοιχείου, και ηρέσκετο να περιποιηθή
οικειότερον τους Τούρκους, και να ευνοήση τους εκ Ρωσσίας παρακολουθήσαντας
Αρμενίους και Γεωργιανούς, ίνα δημιουργήση και ενισχύση αντεγκλήσεις και
αντιπερισπασμούς εξυπηρετούντας τα συμφέροντα του Πανσλαυϊσμού.
Παρ’ όλα ταύτα επεκράτησεν εν Ρωσσία διάθεσις προς αναβολήν εις
ευθετώτερον χρόνον της ενεργού επεμβάσεως εις τα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της
Τραπεζούντος και των λοιπών καταληφθεισών στρατιωτικώς επαρχιών, ως και εις τα
της εθνικής διοργανώσεως του Ελληνισμού. Και τούτο, διότι εκυριάρχει η
πεποίθησις ότι όσον ούπω έμελλε να καταληφθή υπό των Ρωσσικών στρατευμάτων και
η Κωνσταντινούπολις και επιστεύετο ότι θα ελύετο εξ αυτού του Κέντρου το
Ανατολικόν ζήτημα υπέρ του Σλαυϊσμού.
Την κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως οι Ρώσσοι εθεώρουν τόσον βεβαίαν
και την προσάρτησιν αυτής δυνάμει της συνθήκης του Λονδίνου τόσον ασφαλή, ώστε
είχον ήδη προέλθει εις σκέψεις και αποφάσεις περί απομακρύνσεως εξ αυτής του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και εγκαταστάσεως Ρώσσου Μητροπολίτου, υπαγομένου εις
την Ιεράν Διοικούσαν Σύνοδον της Ρωσσίας.
Την τοιαύτην πράξιν εθεώρουν Κανονικήν διότι δήθεν η Κωνσταντινούπολις
δεν υπήρξεν έδρα Αποστολική, αλλ’ έλαβε τα πρωτεία δυνάμει της Πολιτείας, ως
πρωτεύουσα του Κράτους, και επομένως θα έπαυε να είναι έδρα Αυτοκέφαλου
Εκκλησίας, πολλώ δε μάλλον Οικουμενικού Πατριαρχείου όταν έπαυε να είναι και
πρωτεύουσα, και προσηρτάτο ως επαρχία εις την Ρωσσίαν.
Ενταύθα είναι επίκαιρον να σημειωθή ότι, ο ενδεδειγμένος υπό των εν
Πετρουπόλει, ως μέλλων Ρώσσος Μητροπολίτης Κωνσταντινουπόλεως εις διαδοχήν του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπερ θα εξεδιώκετο, Υψηλοπανιερώτατος Μητροπολίτης
Πετρουπόλεως, Πιτιρίμ, εκθρονισθείς κατόπιν υπό της προσωρινής κυβερνήσεως και
καταδιωχθείς είτα υπό των Μπολσεβίκων, απεδήμησε προς Κύριον πρόσφυξ εν τη
πόλει Αικατερινοτάρ του Κυβερνείου Κουπάν κατά Φεβρουάριον του έτους 1919. Ο
Υψηλοπανιερώτατος Πιτιρίμ, ευδοκήσας να δεχθή εις ακρόασιν τον γράφοντα τας
γραμμάς ταύτας εν τω Μεγάλω Συνοδικώ του εν τη Μονή της Λαύρας εν Πετρουπόλει
Μητροπολιτικού Μεγάρου, την 5ην Σεπτεμβρίου 1916, και αναφερόμενος εις το
ζήτημα της εξαρτήσεως, κατά τας κρατούσας εν τοις Ρωσσικοίς κύκλοις αντιλήψεις,
των Ορθοδόξων Εκκλησιών των καταληφθεισών Τουρκικών Επαρχιών, από της Ρωσσικής
Εκκλησίας είπε μεταξύ άλλων: «Ίσως θα κριθή ορθόν να αναμείνωμεν έως ου
συνεννοηθώμεν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αλλά τις οίδεν; Ίσως ημέραν
τινά και ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναγκασθή να φύγη εις Αθήνας …… Όταν δε
αντεπαρετηρήθη αυτώ ότι η ιστορία δεν αναφέρει παράδειγμα εγκαταλείψεως της
Κωνσταντινουπόλεως υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου, και επομένως εάν οι μαύροι αιώνες
του παρελθόντος δεν ίσχυσαν να μετατοπίσωσιν Αυτόν δεν θα είναι δυνατόν να
συμβή τοιούτον τι εις το μέλλον, εκτός εάν επαναληφθή το δράμα του αοιδίμου
Γρηγορίου του Ε, οπότε πάλιν το Πατριαρχείον θα μείνη εις την θέσιν του»,
ηθέλησε να μετριάση την εκτύπωσιν των
λόγων δι’ επιτηδείου υπεκφυγής εκ της συζητήσεως, εις τόνον αφήνοντα να εννοηθή
ότι ωμίλει μετά βεβαιότητος περί προσεχών γεγονότων.
Ησθάνθην τότε τραχύν τον πόνον της ψυχής εκ της παρασκευαζομένης κατά
της Μεγάλης Εκκλησίας και του Έθνους ημών αδικίας υπό της ομοδόξου και ισχυράς
Ρωσσίας και απήλθον πεποιθώς επί την Θείαν Πρόνοιαν. Εταλάνησα δε την
ματαιότητα των ανθρωπίνων υπεροψιών όταν ευρέθην, εν Αικατερινοτάρ, μεταξύ των
προπεμψάντων εις την τελευταίαν κατοικίαν το ιερόν σκήνος της Αυτού
Υψηλοπανιερότητος, ήτις ουδέν πλέον εξεπροσώπει τότε, ει μη, εν εκ των
αξιοθρηνήτων συντριμμάτων του τέως επικινδύνου δια την Ανατολήν Πανσλαυϊσμού.
Πόσον απατώνται, όσοι εκ της αίγλης και δυνάμεως σημείων τινών του αστάτου βίου
των φρονούσιν ότι δύνανται να παραβιάζωσι τα όρια και της Θείας Δικαιοσύνης».
Τα αυτά περίπου δεν επιδιώχθησαν κατά τις αλλεπάλληλες Βουλγαρικές
κατοχές στην Ανατολική Μακεδονία κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα; Ενδεικτικά
αναφέρω μόνο της τελευταίας περιόδου 1941-1944.Την 22α Μαΐου έφτασε στη Δράμα,
ο αρχιερατικός επίτροπος του Μητροπολίτου Άνω Νευροκοπίου Βόριδος, ονόματι
Γεώργιος. Κατέλαβε τα γραφεία της Μητροπόλεως, κατέσχεσε τα βιβλία και τα
χρήματα και εξεδίωξε τον πρωτοσύγκελλο Ιερώνυμο.
Στην Εικοσιφοίνισσα, διέταξε την εξαφάνιση των φωτογραφιών των
Μητροπολιτών Δράμας, του ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου, Αγαθαγγέλου Β τοῦ Μάγνητος και του κυριάρχου Μητροπολίτου
Δράμας Βασιλείου. Οι ιερείς τέθηκαν προ του διλήμματος να πειθαρχήσουν εις τους
νόμους της Βουλγαρικής Εκκλησίας, να ιερουργούν στη Βουλγαρική γλώσσα, να
μνημονεύουν τον Βούλγαρο Έξαρχο η να
απελαθούν στην Γερμανοκρατούμενη Ελλάδα.
Με εμπεριστατωμένη του έκθεση προς το Υπουργείο Θρησκευμάτων και
Παιδείας (24-6-1941) ο εκδιωχθείς πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας
αρχιμ. Ιερώνυμος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Κατά χιλιάδας κατέρχονται εις την
Επαρχίαν Δράμας οικογένειαι εκ Παλαιάς Βουλγαρίας, καταλαμβάνουσαι τα ακίνητα
των προσφύγων και κατά ομάδας καταφθάνουν εις την Δράμαν Βούλγαροι έμποροι και
επαγγελματίαι, καταλαμβάνοντες τη συνδρομή της αστυνομίας τα εμπορικά και τα
επαγγελματικά καταστήματα των Ελλήνων εμποροεπαγγελματιών. Ο εκβουλγαρισμός της
Ελληνικωτάτης πόλεως της Δράμας και της έτι Ελληνικωτάτης Επαρχίας αυτής,
συντελείται γοργώ τω βήματι. Την κατάληψιν των Εκκλησιών και των Σχολείων μας
διεδέχθη ήδη αγριωτάτη τρομοκρατία εις βάρος των Ελλήνων κατοίκων του Νομού
Δράμας. Κατόπιν των ανωτέρω και της διαδόσεως του καταρτισμού καταλόγων
εφέδρων, προς στρατολογίαν η ομηρίαν, επόμενον ήτο να προκληθή γενική έξοδος και
προπαντός των νεωτέρων ηλικιών εκ Δράμας».
Στα παραπάνω αν προστεθούν η μεγάλη σφαγή της 29ης Σεπτεμβρίου 1941 της
οποίας τα θύματα ανέρχονται κατά τους μετριώτερους υπολογισμούς σε τρεις
χιλιάδες και η πυρπόλησις της ιστορικής Μονής της Εικοσιφοινίσσης στις 12
Ιουλίου 1943, αβίαστα μπορούμε να μιλήσουμε για ολοκληρωτική καταστροφή. Και
όμως μέσα από την τέφρα, τα δάκρυα και το αίμα ανέθορε η ζωή, η πρόοδος και η
δημιουργία.
Στις μέρες μας η πατρίδα μας διέρχεται μία βαθειά πνευματική και
οικονομική κρίσι. Τα διδάγματα της ιστορίας θα μας βοηθήσουν ώστε η πορεία μας
να είναι αξιοπρεπής. Να μη «θολώνει» το μάτι μας από ιδιοτελείς και ύποπτες
υλικές παροχές.
Εμφορούμενος από τις σκέψεις αυτές, τέλεσα το νενομισμένο τρισάγιο στον
Πανάρετο και έφυγα από τον τόπο της καταπαύσεώς του έως της ημέρας της κοινής
αναστάσεως, πεποιθώς και εγώ επί την Θείαν Πρόνοιαν...
http://www.amen.gr/article14415
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου