Σελίδες

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

«Σήμερον μετ' εμού έσῃ εν τῳ Παραδείσῳ »



Ι. Θ. Κολιτσαρά, Ο Χριστός επί του Σταυρού,
Αθήνα 1983, εκδ. Ζωή, σελ. 98-103

«Αμήν λέγω σοι, ότι σήμερον μετ' εμού έση εν τῳ παραδείσῳ» (Λουκ. κγ΄ 43), απήντησεν αμέσως εις την επίκλησιν του ληστού ο Κύριος. Ανοίγει το στόμα της χάριτος και της αληθείας, δια να απονείμη, ως από βασιλικού θρόνου, την χάριν και προσφέρει εις ένα νέον μαθητήν την λύτρωσιν, αυτόν τούτον τον Παράδεισον. Τι και αν αι πληγαί τον καίουν, η δίψα τον φλογίζει, ο καυστικός ήλιος τον πυρακτώνει; Τι και αν το σώμα συσπαται και η ψυχή γεύεται με απερίγραπτον αηδίαν την ανθρωπίνην αθλιότητα; Αυτός ήλθε να σώση τον άνθρωπον από την αμαρτίαν. Και ιδού, ένας ετοιμοθάνατος μετανοών εγκληματίας επικαλείται το έλεός του. Πως ήτο δυνατόν να τον εγκαταλείψη εις την απελπισίαν της αμαρτίας και εις τας αιωνίας οδύνας του άδου; Τον αρπάζει αμέσως από τους όνυχας του διαβόλου, από το χαίνον στόμα του σκοτεινού άδου και του λέγει: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έσῃ εν τῳ παραδείσῳ».
Σήμερον όχι αύριον, όχι αργότερα. Αυτή την ημέραν, αυτήν την ώραν. Γνωρίζει αυτός την ανυπολόγιστον αξίαν της ανθρώπινης ψυχής, τους κινδύνους εις τους οποίους είναι συνεχώς εκτεθειμένη, και δεν θέλει καθ' όσον εξαρτάται από αυτόν, να αναβάλη ούτε επί στιγμήν την απελευθέρωσιν και αποδέσμευσίν της από τας αλύσεις της αμαρτίας, και την κατασφάλισίν της εις τον λιμένα της σωτηρίας.
Σήμερον. Και όμως ο επικαλούμενος αυτήν την στιγμήν το ελεός του ήτο χθες ληστής και εγκληματίας. Είχε βάψει τα χέρια του εις το αδελφικόν αίμα. Είχε σκορπίσει τον τρόμον, τον όλεθρον, το πένθος. Χθες κατέκειτο ακόμη εις την σκοτεινήν, ρυπαράν τρώγλην του, ως θηρίον εις τον σιδηρούν κλωβόν, υβρίζων Θεόν και ανθρώπους, μελετών και ποθών εγκλήματα. Προ ολίγων μόλις στιγμών εξεστόμιζε ύβρεις και βλασφημίας εναντίον αυτού, τον οποίον τώρα ονομάζει βασιλέα. Ναι, αλλά το χθες και το προ ολίγου παρήλθον. Σήμερον, τώρα αυτός λουσμένος εις το βάπτισμα της μετάνοιας έγινε νέος άνθρωπος. Ο κατάδικος των ανθρώπων έγινε ένδοξος πολίτης της Βασιλείας του Θεού. Η χάρις εις μίαν μόνην στιγμήν απέλουσε και ηγίασε τον σφαδάζοντα επί του ξύλου της ατιμίας ληστήν και τον ανέδειξε μάρτυρα της νέας πίστεως. Ο σκληρός δολοφόνος, ο αναίσχυντος κλέπτης, ο εξ επαγγέλματος ληστής, μετεβλήθη δια μιας εις άγιον.
Αυτό το θαύμα της αμέσου και πλήρους λυτρώσεως πρα γματοποιεί το αίμα του Κυρίου, το οποίον εκρέει τώρα εις τελευταίας σταγόνας επί της γης. Αυτό το καταπληκτικόν φαινόμενον θα διακηρύττη έπειτα από ολίγον ο απόστολος Παύλος λέγων: «το αίμα του Χριστού καθαριεί την συνείδησιν ημών από των νεκρών έργων της αμαρτίας» (Εβρ. θ΄ 14). Αυτό υμνολογεί ο υμνωδός της Εκκλησίας μας ψάλλων· «τον ληστήν αυθημερόν του παραδείσου ηξίωσας, Κύριε. Καμέ τῳ ξύλῳ του σταυρού φώτισον και σώσόν με».
«Σήμερον μετ' εμού έση...». Δεν θα είναι πλέον μόνος, έρημος και περιφρονημένος άπό την κοινωνίαν ο μετανοήσας ληστής. Δεν θα έχη ως συντρόφους τους ληστάς των ορέων και τους κακούργους των φυλακών. Δεν θα μένη πλέον εκτεθειμένος εις την άσπλαγχνον χλεύην της πονηράς κοινωνίας. Από τώρα και εις το εξής θα ευρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Χριστόν. Θα έχη ως φίλον και συμπαραστάτην τον Βασιλέα των βασιλευόντων και τον Κύριον των κυριευόντων, τον από του αγγελικού και όλου του αγίου κόσμου περιστοιχιζόμενον. Από σήμερον πριν δύση ο ήλιος, ο ληστής πλησίον του Χριστού αναδεικνύεται ενδοξώτερος από τους ενδόξους της γης και πρόδρομος όλων των καλοπροαιρέτων ανθρώπων, οι οποίοι με πίστιν και μετάνοιαν θα πλησιάζουν προς τον Χριστόν.
«Εν τῳ παραδείσῳ». Όχι επί του σταυρού εις τον τόπον του Κρανίου, ανάμεσα εις την θάλασσαν των χλευασμών και περιφρονήσεων, ούτε πάλιν κάτω εις τον σκοτεινόν άδην, εις το ερεβώδες Σεόλ, όπου ο αιώνιος πόνος. Αλλ' εν τῳ Παραδείσῳ. Όχι εις τον γήινον παράδεισον της τρυφής τον έξοχον και λαμπρότατον εκείνον κήπον της Εδέμ, αλλ' εις τον ουράνιον, εις εκείνον τον οποίον επόθησαν οι Πατριάρχαι, οι Προφήται, οι δίκαιοι, οι μάρτυρες (Εβρ. ια΄, 4-39) και αμυδρώς κάπως διησθάνθησαν και διαισθάνονται όλοι οι άνθρωποι, όλων των γενεών και θρησκειών, οι οποίοι και ποθούν την Βασιλείαν των Ουρανών. Εκεί ο ληστής θα εύρη την πλήρη και τελείαν χαράν, την ειρήνην και ανάπαυσιν, απηλλαγμένος από κάθε λύπην και ταραχήν, από κάθε σκιαν ενοχής και κηλίδα αμαρτίας. Η αμαρτία, η οποία τόσον πολύ τον επίκρανε επί της γης, η αποστροφή και η αδικία της κοινωνίας, αι ισόβιοι σωματικοί ταλαιπωρίαι και οι φοβεροί πόνοι του σταυρικού θανάτου, το φυσικόν και ηθικόν κακόν, ουδέποτε πλέον θα επισκιάσουν την άρρητον χαράν του Παραδείσου. Διότι ο Κύριος ο οποίος σήμερον τον καλεί εις τον Παράδεισον, «εξαλείψει παν δάκρυον από των οφθαλμών» αυτού, εφ' όσον «τα πρώτα απήλθον» και «θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε κραυγή, ούτε πόνος» (Αποκ. κα΄ 47).
Την χαράν του θα επαυξάνη η εκλεκτή χορεία των ενδόξων προσώπων, εν μέσω τω οποίων αιωνίως θα ζη. Οι πατριάρχαι, οι προφήται, οι άγιοι, οι δίκαιοι, όλοι οι ποθήσαντες την λύτρωσιν και οι οποίοι, ως εκ της τόσον φυσικής ανθρωπίνης αμαρτωλότητος, ευρίσκονται κατά τας ώρας της σταυρώσεως εις τον άδην, θα οδηγηθούν έπειτα από ολίγον από τον θριαμβεύοντα καταλυτήν του άδου εν χαρά και αγαλλιάσει εις τον Παράδεισον, με πρωτοπόρον αυτόν. ’πό την ημέραν δε αυτήν και μέχρι συντέλειας των αιώνων θα βλέπη ο ληστής να προσέρχωνται εκεί συνοδευόμενοι από τους αγγέλους του Θεού οι Απόστολοι, οι Ευαγγελισταί, οι μάρτυρες, οι ομολογηταί, οι όσιοι, οι παρθένοι, οι πατέρες της 'Εκκλησιας, οι δίκαιοι, τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων οι οποίοι, όπως αύτός, επεκαλέσθησαν με πίστιν τον Σωτήρα. Και θα άναμένουν όλοι την μεγαλειώδη ημέραν της γενικής αναστάσεως δια να ολοκληρωθή εις τον ύψιστον βαθμόν η πανευφρόσυνος χαρά και αγαλλίασίς των.
Εν μέσω δε αυτών αδελφός και φίλος προς όλους θα υπάρχη ο Σωτήρ, ένδοξος, ακτινοβόλος, κύριος των επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, με όλην αυτού την ασύλληπτον θείαν μεγαλειότητα, υμνούμενος από τας αναρι θμήτους στρατιάς των ουρανίων κόσμων. Αυτός είναι ο τρισευδαίμων τόπος—αν ημπορή κανείς να τον ονομάση τόπον— όπου χειροκροτούμενος από τον Χριστόν πρωτοπόρος εισέρχεται σήμερον ο ληστής. Η φλογίνη ρομφαία, η οποία εξε δίωξε κάποτε τους πρωτοπλάστους άπό τον κήπον της Εδέμ, υψώνεται σήμερον εις τας πύλας του νέου Παραδείσου, δια να χαιρετήση τον εισερχόμενον ληστήν, τον εκπρόσωπον αυτόν της αμαρτωλής, αλλά μετανοούσης, ανθρωπότητος.
Οι άγγελοι μένουν κατάπληκτοι ενώπιον του εκτάκτου αυτού φαινομένου, διότι ενθυμούνται πως ο διάβολος παρέσυρε εκτός του παραδείσου τον Αδάμ και διότι βλέπουν τώρα πως ο Κύριος εισάγει εις τον Ουρανόν τον ληστήν. Το δένδρον της γνώσεως καλού και πονηρού εχρησιμοποιήθη από τον πονηρόν ως παγίς και δέλεαρ παρακοής δια τους πρωτοπλάστους. Το ξύλον του σταυρού εχρησιμοποιήθη ως η φωτεινοτάτη σωτήριος κλίμαξ, δια να ανέλθη ο ληστής εις τον Παράδεισον. Δικαίως και παραστατικώς ο υμνωδός της Εκκλησίας μελωδεί - «δια ξύλου ο Αδάμ παραδείσου γέγονεν άποικος - δια ξύλου δε σταυρού ο ληστής Παράδεισον ώκησε. Ο μεν γαρ γευσάμενος εντολήν ηθέτησε του ποιήσαντος, ο δε συσταυρούμενος Θεόν ωμολόγησε τον κρυπτόμενονι. Μνήσθητι και ημών, Σωτήρ, εν τη Βασιλεία σου». Πράγματι, όπως ψάλλει και ο μελωδός «Μικράν φωνήν αφήκεν ο ληστής εν τῳ Σταυρώ, μεγάλην πίστιν εύρε. Μια ροπή εσώθη και πρώτος Παραδείσου πύλας ανοίξας εισήλθεν. Ο αυτού την μετάνοιαν προσδεξάμενος, Κύριε, δόξα σοι».
Αλλά, το εξαίρετον αυτό γεγονός, η απαρχή της ανθρώπινης σωτηρίας παρήλθεν απαρατήρητον από τους πολλούς Ιουδαίους. Αναμφιβόλως ήκουσαν οι πλησιέστεροι προς τον σταυρόν ευρισκόμενοι τας ανταλλαγείσας φράσεις, αλλά και δεν ενόησαν την μεγάλην των σημασίαν. Δεν ήσαν εις θέσιν να αντιληφθούν, ότι ο Χριστός από τον σταυρόν του απένειμε χάριν και κατελόγιζεν ευθύνας. ’λλωστε, ένα δέος πολύ ισχυρότερον από εκείνο, που αισθάνεται συνήθως ο εγκληματίας μετά την διάπραξιν στυγερού εγκλήματος, ήρχισε να παγώνη αυτών τας ψυχάς και να απλώνη καταθλιπτικήν την κυριαρχίαν του εις αυτούς. Κάθε διάθεσις προς εμπαιγμόν εμειώθη και έσβησε. Προσέβλεπαν τον σταυρόν, χωρίς και να τολμούν να προσηλώσουν επί πολύ τα βλέμματά των προς τον αθώον. Ησθάνοντο, ότι ο επί μάλλον και μάλλον ζοφούμενος ανέφελος εκείνος ουρανός προεδήλωνε την ε περχομένην εις αυτούς θύελλαν της θείας δικαιοσύνης. Πολλοί, αδυνατούντες να παραμείνουν περισσότερον εις τον εφιαλτικόν δι' αυτούς τόπον, απεσύροντο σιωπηλοί προς την πόλιν. Και αυτοί ακόμη οι φανατικοί υβρισταί ησθάνθησαν την καρδίαν των να σφίγγεται ως από σιδηράν χείρα. 'Εκυψαν την κεφαλήν με κατάδηλον δυσφορίαν, εχαλάρωσαν τον περί τον σταυρόν κλοιόν των και δεν ήνοιξαν πλέον το στόμα των εναντίον του θύματός των. Ενόησαν ότι πολλά τα βλάσφημα, είχαν είπει και πολλά τα άδικα είχαν πράξει. Αλλά και οι στρατιώται συνεσπειρώθησαν εκεί κάπου περί τον Κεντυρίωνα, ως εάν από αυτόν επερίμεναν κάποιαν, κατά αγνώστου κινδύνου, προστασίαν και αφήκαν τον σταυρόν αφρούρητον.

https://proskynitis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου