Ο Γέροντας ήταν πολύ τακτικός άνθρωπος. Το εσωτερικό του ρολόι δούλευε με μεγάλη ακρίβεια. Οι ώρες των ακολουθιών, της νυκτερινής προσευχής, του ύπνου και της εγέρσεως του ήταν αυστηρά καθορισμένες αλλά και επιτελούνταν με μεγάλη άνεση από τον ίδιο. Τις πρωινές ώρες, αφού είχε ξεκουραστεί λίγο από την νυκτερινή αγρυπνία, ανέβαινε σιωπηλός και έπαιρνε καιρό, για να τελέσει τη Θ. Λειτουργία. Μετά τη Θ. Λειτουργία και την πρωινή τράπεζα επιδιδόταν με πολλή χαρά στις διάφορες εργασίες, είτε λίγο εργόχειρο είτε εργασία στον κήπο με κτισίματα πεζουλιών, υποστέγων, αποθηκών κτλ. Οι αδελφοί των βοηθούσαν στις εργασίες, οι οποίες συνήθως τελείωναν τις μεσημεριανές ώρες, όταν ο ήλιος άρχιζε πια να είναι αρκετά θερμός και ενοχλητικός για την εκ’ φύσεως θερμόαιμο Γέροντα.
Τότε συγκέντρωνε στην τραπεζαρία τους αδελφούς, έπαιρναν ένα ελαφρύ κέρασμα και έπειτα ξεκουράζονταν. Το απόγευμα, μετά τον Εσπερινό και το δείπνο, επιθυμούσε και συνιστούσε την παύση των μεριμνών και εργασιών, για να είναι ελεύθερη και έτοιμη η ψυχή στη νυκτερινή πνευματική εργασία.
Μετά το Απόδειπνο, αμέσως κοιμόταν και ξυπνούσε σε τρεισήμισυ ώρες χωρίς ξυπνητήρι, πράγμα που ελάχιστες φορές δεν τήρησε με ακρίβεια για λόγους κοπώσεως. Τότε μια μικρή λάμψη φακού φαινόταν στο παράθυρό του. Είχε δει το ρολόι τσέπης που κρεμόταν στον τοίχο. Σε λίγο η αχνή του φιγούρα περιφερόταν στους διαδρόμους και τις αυλές του σκοτεινού σπιτιού. Στο ένα χέρι τον φακό και το τριακοσιάρικο κομποσχοίνι με τα μαρτυρικά (μικρές χάνδρες για το μέτρημα των κομποσχοινιών) να κρέμονται από τον σταυρό, και στο άλλο χέρι το ναυτικό σκαμνάκι. Πήγαινε και καθόταν σε μία συγκεκριμένη άκρη της αυλής. Έστρωνε μπρος του και ένα τσουβαλάκι για τις μετάνοιες. Ένα άστρο από τα πολλά του ξάστερου ουρανού ανέτελλε απ’ τα βράχια. Όταν αργότερα μεσουρανούσε, θα σήμαινε το τέλος της προσευχής του.
…..
Άρχιζε με τον κανόνα του κάνοντας σταυρωτά κομποσχοίνια και προσθέτοντας ικανό αριθμό για τους ελεούντες και για όσους είχαν ανάγκη. Συνέχιζε κάνοντας με κομποσχοίνι την ακολουθία και τελείωνε κάνοντας τις μετάνοιες του. Μερικές φορές κρατούσε κοντά του κάποιον αδελφό που τον πολεμούσε ο ύπνος. Το θρόϊσμα της προσευχόμενης ψυχής του, το κατά καιρούς ψιθύρισμα της ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ,…», η άκρα ησυχία της βαθιάς συγκεντρώσεως, ο τελικός κάθε λίγο ελαφρός αναστεναγμός του και η νέα προσπάθεια συνελίξεως του νου, δημιουργούσαν την εντύπωση του απόλυτα απλού και άμεσου, και συγχρόνως υπερκόσμιου.
….
Κατόπιν θα τον έβλεπες μ’ ένα μικρό φαναράκι αναμμένο να διαβάζει, λίγο έστω, συνήθως περί την ώρα, τα αγαπημένα του ασκητικά αναγνώσματα, κυρίως αββά Ισαάκ. Χρησιμοποιούσε την έκδοση του Σπετσιέρη του 1895. Τα φύλλα ξεκόλλησαν απ’ την πολλή χρήση και τα ξανακόλλησε με κολλητική ταινία. Στα εσωτερικά πρώτα φύλλα έχει ένα σωρό παραπομπές παλιότερες με μελανί μολύβι και νεώτερες με στυλό. Φαίνεται αγαπούσε ιδιαιτέρως τον λόγο ΠΑ’ (81) που στη σελ. 309 αναφέρει τους «εαυτούς γίγαντες».
Από τη φιλοκαλία αγαπούσε ιδιαιτέρως τον Λόγο περί του Αββά Φιλήμονος. Έχει ένα σωρό υπογραμμίσεις.
….
Ο Γέροντας πίστευε ότι την ακρίβεια του προγράμματος και των τρόπων της μοναχικής ζωής (το τυπικό στις μονές είναι η κινητήρια δύναμη της κοινοβιακής ζωής) πρέπει να το συνοδεύουν οι μοναχοί με αγάπη και διάκριση.
«Κάποτε», διηγείτο, «επρόκειτο να τελεσθεί μία προηγιασμένη Θ. Λειτουργία και ο ιερεύς ετοίμαζε την εκκλησία ανάβοντας τα καντήλια και τακτοποιώντας τα διάφορα που χρειάζονταν. Καθυστερούσε όμως, όσο μπορούσε περισσότερο, ώστε να περάσει η ώρα, διότι οι προηγιασμένες στο Άγιον Όρος τελούνται μετά το μεσημέρι. Ο ηλικιωμένος γέροντάς του κάθε λίγο τον προέτρεπε: «Παπά, κάνε γρήγορα, να αρχίσουμε!» Εκείνος, ξέροντας ότι πρέπει να περάσει κάποιος χρόνος, συνέχιζε να αργοπορεί, και τότε παραδόξως άκουσε φωνή από την εικόνα του Χριστού να το λέει: «Παπά, βιάσου! Ο γέρος πεινάει!».
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης», Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους
http://theomitoros.blogspot.com/
en.uoa.gr H. G. Liddell and R. Scott - πανελληνια διαπομπευση - ερμαγελη 1926
ΑπάντησηΔιαγραφή