Σελίδες

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Κυριακή μετά τά Φῶτα (Ματθ. δ΄ 12-17)



Φῶς ἐκ φωτός
«....ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα...»

Λόγια γεμᾶτα φλόγα καί ἀγαλλίασι. Ὁ προφήτης στέκεται ἀνήσυχος καὶ βλέπει τό μέλλον. Σκοτεινό καί ἀβέβαιο. Ὅμως αἴφνης διασχίζει τὸ σκοτάδι αὐτὸ ἕνα μυστηριῶδες φῶς. Εἶναι γλυκύ καὶ θεῖον. Οἱ λαοί καταπλήσσονται. Οἱ ἀκτῖνες τοῦ οὐρανίου φωτὸς φωτίζουν τὸν κόσμον. Οἱ καρδιὲς σκιρτοῦν. Τὰ πρόσωπα φεγγοβολοῦν. Ἡ ζωὴ ἀποκτᾷ ἰδιαίτερον χρῶμα. Ἡ ἐλπίδα ζωντανεύει τὶς ψυχὲς τῶν λαῶν. Ἡ «χώρα καὶ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου» δὲν ἠμποροῦν πλέον νά πιέσουν τὰ ἀνθρώπινα στήθη. Καινούργια πνοὴ παντοῦ...
Δικαιολογημένη, ἀδελφέ, ἡ συγκίνησις τοῦ προφήτου. Καὶ θὰ γίνῃ περισσότερον κατανοητή, ἄν παρουσιάζετο μὲ κάποια μεγαλυτέρα ἀνάλυσι ἐφ’ ἑνὸς ἡ κατάστασις ἡ προχριστιανικὴ καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἡ μορφή τοῦ κόσμου μετὰ τὴν ἀνατολὴ αὐτοῦ τοῦ φωτός. Ἔτσι θὰ γίνῃ περισσότερον σαφὲς καὶ τὸ ἰδικόν μας σημερινὸν χρέος.

1. Τ ὸ β α θ ὺ σ κ ο τ ά δ ι.
Ἀπὸ ποῦ, ἀλήθεια, νὰ ἀρχίσῃ κανείς; Γύρω, ἐκτὸς τῶν Ἰουδαίων, παντοῦ ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων. Ποῦ εἶχε καταντήσει ὁ ἄνθρωπος !
Νὰ λατρεύῃ αὐτὸς, ὁ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλασθείς, νὰ λατρεύῃ, τὰ ἄψυχα, τὸν ἥλικο, τ’ ἀστέρια, τοὺς ὠκεανούς, τὰ ζῶα, τὰ πράγματα. «Καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν» (Ρωμ. α΄23). Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ πολιτισμένοι Ἕλληνες κατέφυγον εἰς φανταστικὲς θεότητες, ποὺ τὶς ἔδωσαν ἰδιότητες ἀνθρώπινες, μὲ πάθη καί μίση καὶ ἀνηθικότητες.
Μιὰ τοιαύτη κατόπιν θρησκευτικὴ κατάστασις τῆς ἀνθρωπότητητος δὲν ἦτο δυνατὸν παρὰ νὰ ἔχῃ ἀντίκτυπον καὶ εἰς τὴν ἠθικὴν ζωὴν τῶν λαῶν. Ἡ ἀνηθικότης εἶχε κατακτήσει τὸ σύμπαν. Σωστή «σκιὰ θανάτου» ἦταν ἁπλωμένη παντοῦ. Τρομερὴ φθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας.
Χωρὶς ἐντροπὴν ὁ ἄνθρωπος καταπατοῦσε τὴν ἁγίότητα καὶ τὴν τιμιότητα. Ἡ οἰκογένεια ἦτο ἀνύπαρκτη. Ἡ γυναίκα χωρὶς καμμίαν ἀξίαν, ταπεινὸ ἀντικείμενο στὴ διάθεσι τοῦ ἀνδρός. Ὡς μητέρα δὲν εἶχε κανένα δικαίωμα στὰ παιδιὰ της. Ὅ,τι ἤθελε τὰ ἐκαμεν ὁ ἄνδρας. Ὡς σύζυγος ἦτο δυστυχισμένη ὕπαρξις. Πολλάκις, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ συζύγου της, ἐκαίετο καὶ αὐτὴ μαζύ του ζωντανή. Τὰ παιδιὰ, χωρὶς ἀξίαν. Ἄν ὁ πατέρας δὲν τὰ ἤθελε, τὰ ἐσκότωνε, τὰ πετοῦσε στὴ χαράδρα, χωρὶς νὰ δώσῃ λογαριασμό.
Ἡ κοινωνία ἦταν οὐσιαστικά διαλελυμένη. Ἠ ἀγάπη ἦταν ἄγνωστη. Ἡ δικαιοσύνη ἀνύπαρκτη σχεδόν. Οἱ περισσότεροι ἦσαν δοῦλοι. Εἰς τὶς λίμνες τῶν μεγάρων τῆς Ρώμης ἔτρεφαν τὰ χρυσόψαρα ἀπὸ τὶς σάρκες τῶν δούλων, τοὺς ὁποίους ἔρριπταν ἐπίτηδες, διὰ νὰ τρέφωνται τὰ ψάρια. Καὶ αὐτὰ ὅλο ἐγίνοντο μὲ τὴν συμπαράστασιν καὶ αὐτῶν τῶν φιλοσόφων τῆς ἐποχῆς. Σκοτάδι, λοιπόν καὶ σκιὰ θανάτου παντοῦ. Οἱ μόνοι ποὺ ζοῦσαν κάπως ἀνώτερα ἦσαν οἱ Ἰδουδαῖοι. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξεθωριάζουν. Μόνον τύπους καὶ σύμβολα εἶχαν. Ἀληθινὴν ζωὴν δὲν εὕρισκες. Κάτι περίμεναν νὰ ἁλλάξῃ.... Ἀλλὰ τί; Καὶ πῶς; Καὶ ποιός θὰ ἦταν ὁ δυνατός;

2. Τ ὸ μ έ γ α Φ ῶ ς !
Αἴφνης ἔλαμψε τὸ φῶς. Καὶ ἦταν ὄχι ἁπλῶς φῶς, ἀλλὰ μέγα Φῶς. «Φῶς ἐκ φωτὸς ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστὸς ὁ Θεός», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
Αὐτὸς εἶναι τό οὐράνιο Φῶς. «Ἐγώ εἰμι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η΄ 12), εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἦλθε. Καὶ ἐπλημμύρισαν οἱ λαοὶ ἀπὸ ἀκτῖνες σωτηρίου φωτός. Ἔμαθεν ὁ κόσμος τὴν ἀλήθειαν περὶ τοῦ Θεοῦ. Ὕψωσε τὰ μάτια του ψηλότερα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα καὶ ἐλάτρευσε τὸν αἰώνιον Δημιουργόν.
Ἐφωτίσθη ἐπάνω εἰς τὸ θέμα τῆς ψυχῆς καὶ τῶν καθηκόντων του. Ἄκουσε διὰ τὴν ἀρετὴν καί τὴν γοητείαν τῆς ἠθικῆς. Ἀπέκτησεν οἰκογένειαν. Ἐστερέωσε τὰ θεμέλια της ἐπάνω εἰς τὸ πνεῦμα. Ἡ γυναίκα ἐξυψώθη καὶ ἔγινεν ἰσοδύναμος μὲ τὸν ἄνδρα. Ἀνεδείχθη ἀπὸ σκλάβα, βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ. Τὸ παιδὶ ἐχαρακτηρίσθη ὡς δῶρον του οὐρανοῦ καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Κατηργήθη ἡ δουλεία.
Ἔγιναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀδελφοί. Ἐθεμελιώθη ἡ δικαιοσύνη. Ἁπλώθηκε ἡ ἀγάπη εἰς τὸν κόσμον. Ἀνετράπησαν ὅλαι αἱ παλαιαὶ θεωρίαι τῶν φιλοσόφων. Ὑψώθηκε ἐπάνω στά ἐρείπια τοῦ παλιοῦ κόσμου νέον οἰκοδόμημα, τοῦ ὁποίου ἀρχιτέκτων ὑπῆρξεν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἀπὸ τότε δὲν ὑπάρχουν πλέον σκοτειναὶ πτυχαὶ εἰς τὴν ζωήν. Τὰ ἐφώτισεν ὅλα τὸ γλυκύτατον, τὸ θεῖον φῶς, πού ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τοὺς «καθημένους ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» λαούς.
Τί μεγαλυτέραν δωρεὰν τοῦ οὐρανοῦ ἦτο δυνατόν νὰ ζητήσῃ ποτέ ἡ γῆ; Καὶ ὅμως !

3. Π ά λ ι ν σ κ ο τ ά δ ι !....
Κρίμα ! Μετὰ ἀπὸ τέτοιαν πλήμμυραν φωτός, ὁ καθένας θὰ ἐπερίμενε ν’ ἀγαπήσῃ ὁ κόσμος τὸ Φῶς καὶ νὰ ποθήσῃ νὰ ζῇ διαρκῶς μέσα εἰς τὸ φῶς. Ὅμως δὲν ἔγινεν αὐτό. Ἡ μεγαλυτέρα μερὶς τοῦ κόσμου, εἴτε συνειδητά, εἴτε ἀσυνείδητα, ἔδιωξεν αὐτὸ τὸ φῶς. Δὲν τῆς ἄρεσεν, δὲν τῆς ἀρέσει ἡ φωτεινή ζωή.
Προτιμάει τὴν σκοτεινή, τὴν μυστική, τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς χαλινόν, χωρὶς ἐντροπήν. Καὶ μένει ἔτσι στὸ σκοτάδι, διότι ἔτσι κρύβεται. «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωαν. γ΄,20). Ἔτσι εἶναι. Ὁ ἁμαρτωλὸς μισεῖ τὸ φῶς. Δὲν πρέπει, συνεπῶς, νὰ ἀποροῦμεν διὰ τὴν σημερινὴν κατάστασιν τοῦ κόσμου.
Ὅπου λείπει ὁ Χριστὸς καὶ τὸ φῶς του, ἁπλώνεται «ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου». Ἔτσι ζῇ ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἰς ἕνα ἀληθινὸν ἠφαίστειον. Συγκρούσεις καὶ πόλεμοι καὶ αἵματα. Ἀπὸ κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς πλευρᾶς ἀληθινὸς φαῦλος κύκλος. Παντοῦ ἀκαστασία. Φθορὰ τοῦ ἤθους. Διάβρωσις τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ. Ἡ νεότης παρασύρεται εἰς τὸν κρημνόν.
Τὸ θεάμα, κινηματογράφος καὶ θεάτρον, συνήθως καταστρεπτικόν. Τὸ ἀνάγνωσμα ἐκρηκτικόν. Ἡ ψυχαγωγία ἐπικίνδυνος. Διασύρονται ὑπολήψεις. Τραυματίζονται παραδόσεις γενεῶν. Τὸ ἔγκλημα εἰς ἠμερησίαν διάταξιν. Σκοτώνουν ὁ πατέρας, ἡ μητέρα τὰ παιδιὰ διὰ λόγους οἰκονομικοὺς, διὰ λόγους τιμῆς.... 
Ἔλειψαν αἱ παλαιαὶ οἰκογενειακαὶ ἀρχαί. Ἡ δικαιοσύνη στραγγαλίζεται. Ἡ ἀγάπη ψυχραίνεται. Ἡ ἀξιοπρέπεια περιφορνεῖται. Ἡ ἠθικὴ ἐμπαίζεται. Ἡ μάσκα τοῦ μοντέρνου πολιτισμοῦ κατακτᾷ ἔδαφος. Σπαταλῶνται χρήματα διὰ τὴν ματαιοδοξίαν. Ὁ πόνος ἁπλώνει τοὺς πλοκάμους του. Τὸ πλοιάριον τῆς ἀνθρωπότητος πλέει χωρὶς πυξίδα...
Μὰ εἶναι τρομερόν ! Δὲν μᾶς ἔχουν ἀκόμη συνετίσει τόσαι πικρίαι, τόσοι πόλεμοι, τόσα δάκρυα; Δὲν μᾶς ἔχουν συνετίσει;

Ἀ γ α π η τ ο ί,
Μέσα ἀπὸ τοὺς τάφους, ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἀπὸ τὰ συντρίμματα ἀκούεται καὶ σήμερον καθαρὰ ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου: «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα...». Ναί ! Τὸ Φῶς τὸ μέγα εἶναι κοντά μας 2.000 τώρα χρόνια.
Εἶναι ὁ Χριστός ! Κοιτάξτε Τον. Κρατάει στό Χέρι Του τὴν ἄσβεστη λαμπάδα καὶ μᾶς καλεῖ: «Δεῦτε λάβετε Φῶς !» Οἱ ἄγγελοι τὸν περιβάλλουν μὲ θάμβος. Οἱ ἅγιοι τοῦ οὐρανοῦ μὲ ἀγαλλίασιν. Ἡμεῖς; Ἀλήθεια, τί θά κάνωμεν ἡμεῖς; Χωρὶς χρονοτριβήν, πρέπει νὰ πετάξωμεν τὰ ὅπλα τοῦ θανάτου, τὰ μίση, τὰ πάθη, τὰς κακίας μας καὶ νὰ πάρωμεν λαμπάδες.
Νὰ γίνωμεν λαπαδηφόροι. Νὰ τρέξωμεν παντοῦ. Νὰ ἀνάψουμε φανάρια. Νὰ διαλυθοῦν τὰ σκοτάδια τοῦ κακοῦ. Νὰ γίνῃ ἀνάστασις καινούργια στὶς ψυχές μας. Νὰ σπάσουμε τὰ σίδερα. Νὰ πᾶμε στὸ ὁλόφωτο βασίλειο τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ. Νὰ σωθοῦμε...
Ἀδελφέ,
Νὰ τὸ σύνθημα ὅλωνς μας:
Στὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου ν’ ἁπλωθῇ τοῦ Χριστοῦ μας τὸ φῶς.
Λαμπαδηφόροι Χριστιανοί τῆς Ἑλλάδος ! Οἱ οὐρανοί, ἡ γῆ, οἱ σταυροί, οἱ τάφοι, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι, οἱ ψυχές μας προστάζουν. Τί κάθεσθε; Δὲν ἀκοῦτε;
Ν’ ἁπλωθῆ παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ!....

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
http://inpantanassis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου