Σελίδες

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 7:1-10
Ἀδελφοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. Χωρήσατε ἡμᾶς· οὐδένα ἠδικήσαμεν, οὐδένα ἐφθείραμεν, οὐδένα ἐπλεονεκτήσαμεν. Οὐ πρὸς κατάκρισιν λέγω· προείρηκα γὰρ ὅτι ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐστε εἰς τὸ συναποθανεῖν καὶ συζῆν. Πολλή μοι παρρησία πρὸς ὑμᾶς, πολλή μοι καύχησις ὑπὲρ ὑμῶν· πεπλήρωμαι τῇ παρακλήσει, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν. Καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ᾽ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι. Ἀλλ᾽ ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν τῇ παρουσίᾳ Τίτου· οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ᾽ ὑμῖν, ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν, τὸν ὑμῶν ὀδυρμόν, τὸν ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε με μᾶλλον χαρῆναι. Ὅτι εἰ καὶ ἐλύπησα ὑμᾶς ἐν τῇ ἐπιστολῇ, οὐ μεταμέλομαι· εἰ καὶ μετεμελόμην· βλέπω γὰρ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, εἰ καὶ πρὸς ὥραν, ἐλύπησεν ὑμᾶς. Νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ᾽ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν· ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν· Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη, μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται.

Νεοελληνική απόδοση:
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔχομεν αὐτὰς τὰς ὑποσχέσεις, ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸν σαρκὸς καὶ πνεύματος, τελειοποιούμενοι εἰς τὴυν ἁγιωσύνην μὲ φόβον Θεοῦ. Κάνετε χῶρον γιὰ μᾶς στὴν καρδιά σας, κανένα δὲν ἀδικήσαμε, κανένα δὲν καταστρέψαμε, κανένα δὲν ἐκμεταλλευθήκαμε. Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ διὰ νὰ σᾶς κατακρίνω, διότι εἶπα προηγουμένως ὅτι εἶσθε μέσα στὶς καρδιές μας, ἑνωμένοι εἰς τὸν θάνατον καὶ τὴν ζωήν. Ἔχω πολὺ θάρρος ἀπέναντί σας, ὑπερηφανεύομαι πολὺ γιὰ σᾶς. Εἶμαι γεμάτος ἀπὸ παρηγοριά, ἔχω ξεχειλίσει ἀπὸ χαρὰν παρ’ ὅλην μας τὴν θλῖψιν. Διότι πραγματικά, ὅταν ἤλθαμεν εἰς τὴν Μακεδονίαν, τὸ σῶμά μας δὲν εὑρῆκε καμμίαν ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ παντοῦ θλίψεις. Ἀπὸ ἔξω πόλεμοι, ἀπὸ μέσα φόβοι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ παρηγορεῖ τοὺς ταπεινούς, μᾶς ἐπαρηγόρησε μὲ τὸν ἔρχομὸν τοῦ Τίτου. Ὄχι μόνον δὲ μὲ τὸν ἐρχομὸν του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν παρηγορίαν ποὺ ἔλαβε κοντά σας. Μᾶς ἀνήγγειλε τὸν σφοδρὸν πόθον σας, τὰ κλάματά σας, τὸν ζῆλόν σας γιὰ μένα, ὥστε νὰ χαρῶ ἀκόμη περισσότερον, διότι ἂν καὶ σᾶς ἐλύπησα μὲ τὴν ἐπιστολήν μου, δὲν μετανοῶ – ἂν καὶ εἶχα μετανοήσει – διότι βλέπω ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, ἔστω καὶ προσωρινῶς, σᾶς ἐλύπησε. Τώρα χαίρω, ὄχι διότι ἐλυπηθήκατε, ἀλλὰ διότι ἡ λύπη σας κατέληξε εἰς μετάνοιαν. Ἐλυπηθήκατε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὥστε δὲν ζημιωθήκατε σὲ τίποτε ἀπὸ μᾶς. – Διότι ἡ λύπη, ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεός, παράγει μετάνοιαν, ἡ ὁποία καταλήγει εἰς σωτηρίαν, διὰ τὴν ὁποίαν κανεὶς ποτὲ δὲν μετανοεῖ. Ἡ λύπη ὅμως ἡ κοσμικὴ παράγει θάνατον. –

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου