Σελίδες

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
ζ΄ 1 - 10
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναούμ. 2Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος. 3ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ. 4οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι Ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο, 5ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. 6ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γὰρ εἰμι ἱκανός ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς· 7διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλ' εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 8καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ' ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 9ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 10Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.

Νεοελληνική απόδοση:
Ὅταν ἐτελείωσε ἀπευθύνων ὅλα τὰ λόγια του εἰς τὸν λαὸν, ἐμπῆκε εἰς τὴν Καπερναούμ. Ἕνας ἑκατόνταρχος ἐκεῖ εἶχε δοῦλον, τὸν ὁποῖον ἐκτιμοῦσε πολύ· ὁ δοῦλος αὐτὸς ἦτο ἀσθενὴς καὶ ἐκινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Ὅταν ἄκουσε διὰ τὸν Ἰησοῦν, τοῦ ἔστειλε μερικοὺς πρεσβυτέρους ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σώσῃ τὸν δοῦλον του. Αὐτοὶ δὲ ὅταν ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν παρακαλοῦσαν θερμὰ καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Τοῦ ἀξίζει νὰ τοῦ τὸ κάμῃς, διότι ἀγαπᾶ τὸ ἔθνος μας, καὶ τὴν συναγωγήν μας αὐτὸς τὴν ἔκτισε». Ὁ Ἰησοῦς λοιπὸν ἐπῆγε μαζί τους· καὶ ὅταν δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλε ὁ ἑκατόνταρχος φίλους νὰ τοῦ ποῦν, «Κύριε, μὴν ἐνοχλεῖσαι, διότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῇς κάτω ἀπὸ τὴν στέγην μου. Διὰ τοῦτο δὲν ἐθεώρησα οὔτε τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον νὰ ἔλθω σ’ ἐσέ. Ἀλλὰ διάταξε μὲ ἕνα μόνον λόγον καὶ ὁ δοῦλός μου θὰ θεραπευθῇ. Διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ὑποτασσόμενος εἰς ἐξουσίαν ἄλλων καὶ ἔχω ὑπὸ τὰς διαταγάς μου στρατιώτας καὶ λέγω εἰς τοῦτον, «Πήγαινε» καὶ πηγαίνει, καὶ εἰς ἄλλον, «Κάνε τοῦτο» καὶ τὸ κάνει» Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε αὐτά, τὸν ἐθαύμασε καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τὸν κόσμον ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, εἶπε, «Σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε εἰς τὸν Ἰσραὴλ δὲν εὑρῆκα τόσον μεγάλην πίστιν». Καὶ ὅταν ἐγύρισαν εἰς τὸ σπίτι οἱ ἀπεσταλμένοι, εὑρῆκαν τὸν ἀσθενῆ δοῦλον νὰ ὑγιαίνῃ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου