Σελίδες

Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

Μαρτυρίες πέραν τού τάφου


Έφτασα στό Πέτσορι τόν Ιούνιο τού 1926. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Αφού έζησα αρκετά χρόνια σε προτεσταντικές χώρες της Δύσης, ένιωθα πολύ χαρούμενος πού ανάσαινα ξανά τόν αέρα της Άγιας Ρωσίας.

Τό πρώτο πρωινό μου στο μοναστήρι, μετά την ακολουθία, πήγα γιά λίγο να προσευχηθώ στον τάφο τού αγίου Κορνηλίου. Στη μικρή, αρχαία έκκλησία τού π. Βασσιανού, (Αυτό ήταν τό όνομα τού π. Συμεών προτού λάβει τό Μεγάλο Σχήμα.) ό εξομολόγος του κοινοβίου είχε φορέσει ένα περίτεχνο βελούδινο φαιλόνιο, χρώματος χρυσάφι, κεντημένο μέ βαθυκόκκινα τριαντάφυλλα, γιά να λειτουργήσει.

Από τ’ ανοιχτά παράθυρα έμπαινε ό φρέσκος αναζωογονητικός αέρας, γεμάτος αρώματα κι ευωδιές από τά λουλούδια του κήπου τού μοναστηριού. Στη λειτουργία πήραν μέρος μόνο ό επίσκοπος, τρεις ψάλτες κι ένας αναγνώστης. Ή εκκλησία γέμισε από ένα σύννεφο λιβανιού. Ή θεία λειτουργία προχωρούσε χωρίς βιασύνη, ευλαβικά. 

Ό π. Βασσιανός άρχισε να διαβάζει από τό βιβλίο μνημονεύματος τού μοναστηριού, πού φαινόταν ατέλειωτο… Αργότερα, στη Μεγάλη Είσοδο, ό π. Βασσιανός στάθηκε μέσα από την Ωραία Πύλη. Μετά άκολούθησε τό Σύμβολο της Πίστεως καί ή Αναφορά. «Ήταν πολλοί αυτοί πού κοινώνησαν. Ή λειτουργία τέλειωσε περίπου στις οκτώ ή ώρα…

Πλησίαζε ή μέρα γιά να φύγω. Ένα βράδυ καθόμουν στον κήπο τού μοναστηριού μέ τόν δόκτορα Ροσώφ, τόν π. Βασσιανό, τόν π. Ήσαΐα καί τόν π. Ποιμένα, τό νεωκόρο. Συζητούσαμε γιά τό βιβλίο τού Σολοβιέφ.

– Ή διήγηση πού μέ έντυπωσίασε περισσότερο, π. Βασσιανέ, ήταν έκείνη πού είχε τίτλο «Μαρτυρίες πέραν τού τάφου», είπα.

– Τί λέει στο κεφάλαιο αυτό; ρώτησε ό π. Βασσιανός, χαϊδεύοντας τή γενειάδα του μέ περισυλλογή.

– Ή διήγηση είναι αρκετά απλή, απάντησα. Επί βασιλείας του Νικολάου του Α’, όταν ό επίσκοπος Παρθένιος Τσέρτκωφ, πού είχε ανατραφεί στη μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια των Ναρουΐσκιν, τοποθετήθηκε στήν επισκοπή του Βλαδιμήρου (1821-1849), ένας ιερέας πού τον έλεγαν Άββακούμ τοποθετήθηκε στη φτωχότερη ενορία της επισκοπής. 

Γιός νεκροθάφτη, πού νυμφεύτηκε μιά φτωχή κοπέλα καί ζούσαν μέ μεγάλη φτώχεια, ό π. Άββακούμ ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος προσευχής. Ιδιαίτερα του άρεσε να προσεύχεται γιά τούς νεκρούς. Είχε ένα ιδιαίτερο σημειωματάριο όπου έγραφε τά ονόματα όλων των νεκρών γιά τούς όποιους είχε ακούσει. Όλους αυτούς δεν τούς μνημόνευε μόνο στήν προσκομιδή, αλλά καί στις ιδιαίτερες προσευχές του, τό πρωί καί τό βράδυ. ’Έτσι ή προσευχή του κρατούσε ώρες ολόκληρες.

» Τό γεγονός αυτό στενοχωρούσε τή σύζυγό του πού συνήθιζε να του λέει:

– Πρέπει να σταματήσεις αυτές τίς μακρές βοηθητικές προσευχές πού κάνεις, αντί να μέ βοηθάς στον κήπο καί σε άλλες δουλειές. Είμαι πολύ κουρασμένη. Ούτε μοναχός είσαι ούτε έγκλειστος. ’Άν θέλεις να προσεύχεσαι τόσο πολύ, πήγαινε στον επίσκοπο καί ζήτησέ του να σου δώσει καλλίτερη ενορία, όπου θα μπορούμε να έχουμε υπηρέτες. Τότε θα μπορείς να προσεύχεσαι όσο θέλεις.

»Ό π. Αβακούμ συνήθιζε ν’ άπαντά λέγοντας πώς ή προσευχή είναι τό πρώτο καθήκον τού ιερέα καί δεν πρέπει να τό παραμελεί. Σχετικά μέ καλλίτερη ενορία, ό π. Αβακούμ σκέφτηκε πώς ήταν ανοίκειο να τή ζητήσει από τόν επίσκοπο. 

’Έπρεπε να κάνουν υπομονή, ωσότου τού προσφερθεί ή θέση αυτή. Ή σύζυγός του συμφώνησε απρόθυμα.

»Στο μεταξύ άδειασε ή καλλίτερη ενορία της επισκοπής, πού βρισκόταν σε μια μεγάλη καί βιομηχανική πόλη. Ό επίσκοπος δέχτηκε διακόσιες αιτήσεις γιά την ενορία αυτή. Ανάμεσα στούς αίτούντες ήταν καθηγητές σεμιναρίου, αγροτικοί κοσμήτορες, διδάκτορες θεολογίας καί μιτροφόροι πρωτοπρεσβύτεροι. Σχεδόν όλες οι αιτήσεις συνοδεύονταν από συστατικές επιστολές διακεκριμένων κληρικών καί λαϊκών, ακόμα καί τού ίδιου τού κυβερνήτη της επαρχίας τού Βλαδιμήρου. Όταν ό επίσκοπος είδε όλες τίς αιτήσεις δεν μπόρεσε ν’ αποφασίσει καί πήγε γιά ύπνο.

»Δεν είχε κλείσει καλά καλά τά μάτια του όταν μπροστά του είδε ένα τεράστιο πλήθος άνθρώπων καί των δύο φύλων, κάθε ηλικίας καί έμφάνισης, πού ζήτησαν όλοι τους μέ σεβασμό από τόν επίσκοπο να διορίσει τόν π. Αβακούμ στήν κενή ενορία. Ό επίσκοπος αγνοούσε ακόμα καί την ύπαρξη τού π. Αβακούμ. Αμέσως ξύπνησε, έκανε τό σταυρό του καί προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Μπροστά του όμως εμφανίστηκε τό ίδιο πλήθος, προβάλλοντας τό ίδιο αίτημα.

-Ποιοι είστε σεις, ρώτησε ό επίσκοπος, καί γιατί θέλετε τόν π. Αβακούμ τόσο πολύ;

– Είμαστε νεκροί, πού μάς συχώρεσε ό Θεός καί μπήκαμε στη βασιλεία των ουρανών χάρη στις προσευχές τού π. Αβακούμ, απάντησε τό πλήθος κι εξαφανίστηκε.

»Τό επόμενο πρωί ό επίσκοπος κάλεσε στη γραμματεία τό εκκλησιαστικό συμβούλιο καί ζήτησε να βρουν σε ποιά ενορία διακονεί κάποιος ιερέας πού τόν λένε Αβακούμ καί να τόν καλέσουν στο Βλαντιμίρ. Άποδείχτηκε πώς σ’ όλη την επισκοπή υπήρχε μόνο ένας Αβακούμ. Μια μέρα τόν επισκέφτηκε ό αγροτικός κοσμήτορας καί τού μετέφερε την εντολή να παρουσιαστεί στον επίσκοπο τό συντομότερο δυνατό.

»Μήπως έκανες κάποιο σφάλμα ή αδίκημα, πάτερ; Τόν ρώτησε ανήσυχος ό κοσμήτορας.

-Όχι, όχι, δε θυμάμαι κάτι τέτοιο, απάντησε ό π. Αβακούμ. Πηγαίνω μέ καθαρή συνείδηση, μόνο πού δεν έχω χρήματα γιά τό ταξίδι.

Ό κοσμήτορας του δάνεισε τά χρήματα που του χρειάζονταν.

»Μετά από λίγες μέρες ό π. Αβακούμ παρουσιάστηκε στον επίσκοπο, που τόν αναγνώρισε αμέσως από τό όνειρο πού είχε δει.

– Λοιπόν, π. Αβακούμ, είπε ό επίσκοπος, είναι κενή ή καλλίτερη ενορία της επισκοπής μου καί γι’ αυτήν έχω λάβει διακόσιες πενήντα αιτήσεις. Πολλοί εξέχοντες άνθρωποι μου συνιστούν διάφορους ιερείς, όμως οι συνήγοροί σου από τόν άλλο κόσμο ήταν οι πιο ισχυροί απ’ όλους. Σε διορίζω λοιπόν εφημέριο αυτής της ενορίας κι όταν άκολουθήσω κι εγώ την πορεία όλων των ανθρώπων, σου ζητώ να εύχεσαι καί γιά μένα.

Κι έπειτα ό επίσκοπος διηγήθηκε στον π. Αβακούμ τό όνειρό του».

– Πολύ εποικοδομητική διήγηση, Σεργκέι Νικολάεβιτς, είπε ό π. Ποιμήν. Πάτερ Συμεών, συνέχισε στρεφόμενος προς τόν εξομολόγο του μοναστηριού, εσύ θα έχεις ακόμα περισσότερους συνηγόρους από τόν άλλο κόσμο άπ’ όσους είχε ό π. Αβακούμ. Λειτουργείς κάθε μέρα καί σε κάθε λειτουργία διαβάζεις γιά πολλά χρόνια τώρα τό βιβλίο μέ τά ονόματα των νεκρών. 

Μνημονεύεις ονόματα ανθρώπων πού έζησαν από την εποχή τού Ιβάν του Γ’ ως σήμερα. Είμαι σίγουρος πώς οι συνήγοροι αυτοί θ’ αποκτήσουν τή χάρη γιά σένα, ώστε να πεθάνεις εδώ σε προχωρημένη ηλικία, ενώ άλλοι ίσως πεθάνουν αλλού, εξόριστοι από τό μοναστήρι. Ζούμε στα άκρα. Άνθρωποι από άλλους τόπους έρχονται εδώ καί θεσπίζουν πολλές αλλαγές, αλλά οι συνήγοροί σου θα πετύχουν έλεος γιά σένα.

– Μόνο ό Θεός γνωρίζει τό μέλλον μας, είπε ό π. Συμεών, αλλά πρέπει να προσευχόμαστε γιά τούς νεκρούς. Είναι πραγματικά συνήγοροί μας. Ζητάμε από τούς ανακηρυγμένους άγιους να επικαλεστούν τό έλεος του Θεού γιά μάς. Υπάρχουν όμως καί πολλοί άγνωστοι άγιοι πού μπορούν να μάς βοηθήσουν. Είναι καλό καί ωφέλιμο τό να προσευχόμαστε γιά τούς νεκρούς…

Την ημέρα πού θα έφευγα, παρακολούθησα την πρωινή θεία λειτουργία, πού έκανε γιά τελευταία φορά στο καθολικό της μονής ό π. Βασσιανός. Όλα ήταν όπως καί την ημέρα πού είχα έρθει. Ό π. Βασσιανός τέλεσε τή λειτουργία αργά καί ευλαβικά όπως καί τότε. ’Έψαλε ό ίδιος χορός κι ήταν παρόντες προσκυνητές. Ό καπνός του θυμιάματος ήταν σκορπισμένος στον αέρα κι ό πρωινός ήλιος λαμποκοπούσε στις πολύτιμες πέτρες και τό χρυσό στις παλιές εικόνες. Ήταν όμως φθινοπωρινός ήλιος. 

Ό δροσερός καί αναζωογονητικός αέρας τού φθινοπώρου περνούσε από τά ανοιχτά παράθυρα.

Μετά τή λειτουργία προχώρησα γιά να πάρω αντίδωρο από τόν π. Βασσιανό. Μέ ρώτησε για την αναχώρηση μου..

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ. 
ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΥΜΕΩΝ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΠΣΚΩΒ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου