Σελίδες

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

«Όχι εδώ· στο παραπέρα μοναστήρι!»


Μοναχός Θωμάς Αγιοπαυλίτης (1881 - 1949)

 Γεννήθηκε στην Τρίπολη της Τραπεζούντος το έτος 1881, ο κατά κόσμον Θεόδωρος Σιδερίδης. Πάντοτε διακρινόταν μεταξύ των αδελφών της ιεράς μονής Αγίου Παύλου για την αγαθότητα, την απλότητα, την πίστη και την πρόθυμη υπακοή του. Προσήλθε στη μονή το 1934 κι εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός το 1935.
 Το Πάσχα του 1936, κατά την έξοδο των πατέρων στον αύλειο χώρο της μονής, για να κάνουν Ανάσταση, ο ηγούμενος Σεραφείμ (†1960), μετά το «Χριστός Ανέστη», είπε στον μοναχό Θωμά: «Γερο-Θωμά, πή­γαινε σε παρακαλώ κάτω στο οστεοφυλάκιο να ειπείς στα κόκκαλα εκεί των πατέρων το “Χριστός Ανέστη”».
Πρόθυμος, δίχως δεύτερο λογισμό, έτρεξε να κάνει πράξη τον λόγο του Γέροντος. Απευθυνόμενος στα οστά είπε μεγαλόφωνα: 
«Ο ηγούμενος μ’ έστειλε να σας ειπώ το “Χριστός Ανέστη”, πατέρες και αδελφοί». 
Τότε τα οστά έτριξαν και μία κάρα σηκώθηκε έως ένα μέτρο ψηλά και απάντησε δυνατά: «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος». Ο π. Θωμάς θεώρησε φυσικό το γεγονός και ότι έτσι πάντοτε γινόταν.

 Άλλοτε πάλι ο ίδιος μοναχός, ενώ ήταν εντελώς άπειρος, λόγω απουσίας του υπεύθυνου μοναχού, έλαβε εντολή να παρασκευάσει τη ζύμη για το ψωμί της μονής. Αδαής και αδύναμος προσευχόταν στην Πανα­γία να τον φωτίσει τι να κάνει. Σε λίγο, σαν υπνωτισμένος, βλέπει μία μαυροφόρα γυναίκα να ετοιμάζει το προζύμι, να πλάθει τα ψωμιά και να τα φουρνίζει. Κατάλαβε ότι ήταν η παρουσία και προστασία της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Οι πατέρες δεν είχαν ξαναφάει τέτοιο ψωμί. Η γλυκύτητά του τους έμεινε αλησμόνητη για χρόνια. Ο Γέρο­ντας Θωμάς λόγω της μακαρίας απλότητός του και της μεγάλης του ταπεινώσεως διάβηκε τη μοναχική του ζωή μέσα σ’ ένα συνεχές θαύμα.

 Ο ηγούμενος Σεραφείμ διηγείτο για το πόσο χαριτωμένη ψυχή ήταν.
Ηλθε μεγάλος, 53 ετών. Πριν έλθει περιήλθε τις αγιορειτικές μονές, αλλά λόγω της ηλικίας του δεν τον κρατούσαν. Ο ίδιος, προσκυνώντας τις εικόνες του τέμπλου της κάθε μονής, άκουγε από την εικόνα της Παναγίας: «Όχι εδώ· στο παραπέρα μοναστήρι». Στη μονή του Αγίου Παύλου, η εικόνα της Παναγίας του είπε: «Εδώ»!
Ο θεομητροκίνητος αυτός μοναχός ανεπαύθη εν Κυρίω στις 8.2.1949 για να συναντήσει την Έφορο του Αγίου Όρους, την Αειπάρθενο Θεο­τόκο, τη Μυροβλύτισσα Παναγία, την Αγιοπαυλίτισσα.

Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Α’, Αθήναι 1979, σσ. 40-41, τ. Β’, Αθήναι 1981, σσ. 31-32. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Θεομη­τορικά και εξόδια στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2005, σσ. 414-417.
 Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 435-436
https://proskynitis.blogspot.com/

Η αξία μιας καλής πράξης την ημέρα (Θαυμαστή διήγηση)


Ήταν καλοκαίρι του 1988. Έκανα με τα πόδια μόνος την διαδρομή Δάφνη – Καρυές - Σταυρονικήτα – Ιβήρων – Φιλοθέου – Λαύρα – Κερασιά – Αγία Άννα.

Στον δρόμο από την Λαύρα στην Κερασιά, λίγο έξω από την Κερασιά συνάντησα ένα γεροντάκι που έσκαβε στον κήπο του.

-«Καλώς τον», μου είπε, «έλα να πιεις ένα νερό.»

Παίρνω το νερό. Τον ευχαριστώ. Πίνω. Δοξάζω τον Θεό. Πιάνουμε κουβέντα.

–«Πως σε λένε;»

-«Σ.»

-«Από πού είσαι;»

-«Από την Αθήνα.»

-«Που πας;»

-«Στον π. Θ.»

-«Τι δουλειά κάνεις;»

-«Δικηγόρος.»

-«Δεν πειράζει!»

«Άκου παιδί μου, Σ., να σου πω μια ιστορία. Ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος, γεμάτος πάθη, εγωισμό, φιλοχρηματία, φθόνο, οργή. Μια μέρα, εκεί που έβγαινε από ένα φούρνο φορτωμένος με ψωμιά, ένας φτωχούλης του ζήτησε ελεημοσύνη.

Όμως, ο πλούσιος θύμωσε και στον θυμό του πέταξε ένα καρβέλι ψωμί στον φτωχό. Αυτός το πήρε και το έφαγε στο σπίτι του με τα παιδάκια του. Έφτασε ο καιρός και ο πλούσιος κοιμήθηκε.

Ήρθαν τότε οι δαίμονες και του τραβούσαν την ψυχή του να την πάνε στην κόλαση. Μπήκαν τα πάθη του στην μια πλευρά της ζυγαριάς και η ζυγαριά έγερνε προς την κόλαση.

Έβαλε τότε, Σ. παιδί μου, και ο φύλακας άγγελος του από την άλλη πλευρά το καρβέλι, που ο πλούσιος είχε πετάξει με θυμό αλλά ο φτωχός το έφαγε με τα παιδιά του και ωφελήθηκε, και αμέσως η ζυγαριά ισορρόπησε και η ψυχή σώθηκε.

Βλέπεις, παιδί μου, τι αξία έχει και η πιο μικρή καλή πράξη ανεξάρτητα από την προαίρεση αυτού που την κάνει;

Άντε στο καλό, παιδί μου και να θυμάσαι, πριν βάλεις το κεφάλι σου στο μαξιλάρι κάθε βράδυ, να κοιτάς να έχεις κάνει τουλάχιστον μια καλή πράξη.

Αυτό μπορεί να σε σώσει.»

http://inpantanassis.blogspot.com/2019/02/blog-post_28.html

Πρῶτος λόγος εἰς τούς μακαρισμούς (Β')


[ ... ]

Ὁρᾶτε τὸ μέτρον τῆς ἑκουσίας πτωχείας 

4. Ἀλλὰ ἂς ξαναγυρίσουμε στὴν ἐπεξεργασία τοῦ θησαυροῦ κι ἂς μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ κρυμμένου μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ μεταλλείου. Μακάριοι εἶναι, λέγει, οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα. Τὸ ἔχουμε πεῖ αὐτὸ κατὰ κάποιο τρόπο καὶ πιὸ μπροστά, θὰ τὸ ποῦμε ὅμως καὶ τώρα, ὅτι σκοπὸς τοῦ ἐνάρετου βίου εἶναι ἡ ἐξομοίωση πρὸς τὸ Θεό. 

Ὅμως αὐτὸ ποὺ εἶναι χωρὶς πάθη καὶ καθαρό, ξεφεύγει ἐξολοκλήρου τὴν ἀπομίμηση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἐξομοιωθεῖ ἡ ἐμπαθὴς ζωὴ πρὸς τὴ φύση ποὺ δὲν ἐπιδέχεται πάθη. Ἂν ὅμως μόνο ὁ Θεὸς εἶναι μακάριος, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Τιμ. 6,15), κι ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ μακαριότητα γίνεται μὲ τὴν ἐξομοίωση πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ μίμηση εἶναι ἀδύνατη. Συνεπῶς ἡ μακαριότητα εἶναι κάτι τὸ ἄφθαστο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κι ὅμως, ὑπάρχουν ὁρισμένες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦν, ὅσοι θέλουν, νὰ τὶς μιμηθοῦν. 

Ποιὲς εἶναι αὐτές; Νομίζω ὅτι ὁ Κύριος ὀνομάζει πτωχεία τοῦ πνεύματος τὴ θεληματικὴ ταπεινοφροσύνη. Πρότυπο αὐτῆς μᾶς προβάλλει ὁ Ἀπόστολος τὴν πτωχεία τοῦ Κυρίου, «ὁ Ὁποῖος γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε, μολονότι εἶναι πλούσιος, προκειμένου νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι χάρη στὴ δική του πτωχεία» (Β΄ Κορ. 8, 9). 

Ὅλες οἱ ἄλλες ἰδιότητες, ὅσες ἀναφαίνονται γύρω ἀπὸ τὴ θεία φύση, ξεπερνοῦν τὰ μέτρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐνῶ ἡ ταπεινότητα εἶναι γιὰ μᾶς ἔμφυτη καὶ συνυπάρχει μὲ ὅσους προέρχονται ἐκ τῶν κάτω κι ἔχουν τὰ συστατικά τους γήινα καὶ στὴ γῆ ξαναπέφτουν. Σὺ ὁ ἴδιος ἀποκτᾶς τὰ χαρακτηριστικά τῆς μακαριότητας ὅταν μιμεῖσαι τὸν Θεὸ στὸ μέτρο τοῦ φυσικὰ δυνατοῦ. Κι ἂς μὴ νομίσει κανεὶς πὼς ἡ ταπεινοφροσύνη πετυχαίνεται μὲ εὐκολία καὶ χωρὶς κόπο. Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. 

Εἶναι ἡ πιὸ κουραστικὴ ἀρετὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ποὺ ἐπιδιώκουμε. Κι αὐτὸ γιατί; Διότι ἐνῶ κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει δεχθεῖ τὰ σπέρματα τοῦ καλοῦ, δέχεται τὸ σπόρο τῆς ἀντίθετης σπορᾶς ἀπὸ τὸν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας καὶ ριζώνει τὸ ζιζάνιο τῆς ὑπερηφάνειας. Γιατί μ' ὅποιο τρόπο ἔριξε τὸν ἑαυτό του στὴ γῆ, ἐκεῖνος, δηλ. ὁ διάβολος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο συμπαρέσυρε μαζί του στὴν κοινὴ πτώση καὶ τὸ ταλαίπωρο γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο παρόμοιο κακὸ γιὰ τὴ φύση μας, ὅπως τὸ κακὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Τὸ πάθος, λοιπόν, τῆς ἔπαρσης φυτρώνει κατὰ κάποιο τρόπο μέσα σχεδὸν σὲ κάθε ἄνθρωπο. 

Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει τοὺς μακαρισμοὺς ξεριζώνει ἀπὸ τὸ χαρακτήρα μας τὴν ὑπερηφάνεια ὡς ἄλλο πρωταρχικὸ κακό, μὲ τὸ νὰ μᾶς συμβουλεύει νὰ μιμούμαστε Ἐκεῖνον, ποὺ θεληματικὰ ἐπτώχευσε καὶ ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὰ μακάριος. Ἔτσι θὰ τραβήξουμε πάνω μας τὴν κοινωνία τῆς μακαριότητας, ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ἐξομοιωθεῖ μὲ τὸ νὰ πτωχεύσουμε θεληματικά, ὅσο μποροῦμε κι ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε. Νὰ ἔχετε μέσα σας τὸ φρόνημα ἐκεῖνο, γράφει ὁ Ἀπόστολος ( Φιλιπ. 2, 5 κ.ἑ. ) ποὺ εἶχε κι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μολονότι ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε κλεμμένο ἀγαθὸ τὸ νὰ εἶναι ἴσος μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ θεότητα καὶ πῆρε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. 

Τί ἄλλο πτωχότερο ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ ἔλθει σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴ φτωχή μας φύση; Ὁ Βασιλιὰς ἐκείνων ποὺ βασιλεύουν κι ὁ Κύριος ἐκείνων ποὺ ἐξουσιάζουν, θεληματικὰ φοράει τὸ δουλικὸ σχῆμα. Ὁ Κριτὴς τῶν πάντων γίνεται ὑποτελὴς καὶ πληρώνει φόρο στοὺς δυνάστες. Ὁ Κύριος τῆς δημιουργίας κατεβαίνει στὸ σπήλαιο. Δὲ βρίσκει θέση στὸ χάνι Ἐκεῖνος ποὺ περικρατεῖ τὰ πάντα, ἀλλὰ πετιέται σὲ μία ἄκρη μέσα στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων. Ὁ καθαρὸς καὶ ἀκηλίδωτος παίρνει πάνω του τὸ μολυσμὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. 

Καὶ ἀφοῦ περάσει ἀπὸ ὅλες τὶς φάσεις τῆς πτωχείας μας, φθάνει καὶ σ' αὐτὴ τὴ δοκιμὴ τοῦ θανάτου. Βλέπετε τὸ μέγεθος τῆς θεληματικῆς συγκατάβασης; Καὶ γεύεται ἡ ζωὴ τὸ θάνατο. Ὁ Κριτὴς ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς τῶν ὄντων φθάνει, γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν ἀπόφαση τοῦ δικαστῆ. Ὁ Βασιλιὰς κάθε ὑπερκόσμιας δύναμης δὲν ἀποφεύγει τὰ χέρια τῶν δημίων. Πρὸς αὐτὸ τὸ πρότυπό σου, λέγει ὁ Ἀπόστολος, νὰ ἀποβλέπει τὸ μέτρο τῆς ταπεινοφροσύνης σου.

Ἡ ματαιότητα τῆς ἀλαζονείας 

5. Μοῦ φαίνεται ὅμως πὼς ἴσως εἶναι καλὸ νὰ ἐξετάσουμε καὶ τὸν παραλογισμὸ τοῦ πάθους αὐτοῦ, ὥστε νὰ γίνει εὔκολα κατορθωτὴ γιὰ μᾶς ἡ μακαριότητα, ἀφοῦ μὲ μεγάλη ἐπιδεξιότητα κι εὐκολία θὰ πετυχαίνουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Γιατί ὅπως οἱ καλοὶ γιατροί, ἐξουδετερώνοντας τὸ αἴτιο ποὺ γεννάει τὴ νόσο, ἐλέγχουν εὔκολα τὴν ἀρρώστια, ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ κάνουμε εὐκολοπερπάτητο γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας τὸ δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης, ὅταν ὑποτάξουμε μὲ τὴ σκέψη τὴν ἀλαζονεία τῶν ὑπερηφάνων. 

Ἀπὸ ποιὸ σημεῖο θὰ ἀποδείκνυε κανεὶς καλύτερα τὴ ματαιότητα τῆς περηφάνιας; Ἀπὸ ποιὸ ἄλλο παρὰ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδείξει ποιὰ ἀκριβῶς εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου; Γιατί ὅποιος ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι τὰ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, δικαιολογημένα δὲν θὰ καταντήσει σὲ αὐτὸ τὸ πάθος. Τί εἶναι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος; 

Θέλεις νὰ σοῦ πῶ τὸν πιὸ σεβαστὸ καὶ τὸν πιὸ ὑπολογίσιμο ἀπὸ ὅλους τους λόγους; Ἄκουσε λοιπόν. Ἐκεῖνος ποὺ στολίζει τὰ ἀνθρώπινα καὶ διαμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια κατὰ τρόπο ὑπερβολικὰ ἐντυπωσιακό, καταρτίζει τὴν γενεαλογία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν λάσπη. Κι ἂν θελήσεις νὰ μάθεις τὸν συνηθισμένο κι ἀκριβῆ τρόπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἄφησε, καλύτερα νὰ μὴν πεῖς τίποτε γι’ αὐτόν. Νὰ μὴν πεῖς λέξη. 

Νὰ μὴν ξεσκεπάσεις, ὅπως ὁρίζει ὁ Νόμος ( Λευτ. 18,6 κ.ἑ ) τὴν ἀσχημοσύνη τοῦ πατέρα σου καὶ τῆς μητέρας σου. Νὰ μὴν κοινολογήσεις, ὅσα ἀξίζουν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ ἀποσιωπηθοῦν ἐντελῶς. Καὶ ἔπειτα δὲν ντρέπεσαι, ἐσὺ ποὺ εἶσαι χωματένιο ὁμοίωμα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο γίνεσαι σκόνη, σύ, ποὺ σὰν τὴν φούσκα ἔχεις μέσα σου τὸ φούσκωμα, τὸ ὁποῖο γρήγορα χάνεται, ὅταν γεμίζεις ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ καίγεσαι ἀπὸ παντοῦ ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας καὶ μὲ τὶς ἀνόητες ἰδέες παίρνουν τὰ μυαλά σου ἀέρα; Δὲν προσέχεις καὶ στὰ δύο ἄκρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, δηλαδὴ καὶ πῶς ἀρχίζει καὶ σὲ τί καταλήγει; 

Ἀλλὰ περηφανεύεσαι γιὰ τὴ νεότητά σου καὶ κοιτάζεις τὴν ἡλικία στὸ ἄνθος της καὶ καυχιέσαι γιὰ λίγο, γιατί τὰ χέρια σου εἶναι ἀκμαιότατα γιὰ νὰ κινοῦνται καὶ τὰ πόδια ἐλαφρὰ γιὰ τὸ πήδημα κι ἀνεμίζουν στὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι τὰ μαλλιὰ καὶ στὰ μάγουλα ξεφυτρώνει τὸ πρῶτο ἀνδρικὸ τρίχωμα καὶ γιατί τὸ φόρεμά σου καταστολίζεται μὲ τὸ πορφυρὸ βάψιμο καὶ τὰ μεταξωτὰ φορέματά σου τὰ ἔχεις κεντήσει μὲ παραστάσεις πολεμικὲς ἢ κυνηγετικὲς ἢ μὲ ἄλλες ἱστορίες; Ἢ μήπως (περηφανεύεσαι) νὰ προσέχεις μὲ σχολαστικότητα τὰ πέδιλα ποὺ γυαλίζουν στὸ μαῦρο χρῶμα καὶ σ' εὐχαριστοῦν ἰδιαίτερα κατὰ τρόπο περίεργο μὲ τὶς γραμμὲς τῆς ραφῆς τους; Σ' αὐτὰ προσέχεις καὶ δὲν βλέπεις τὸν ἑαυτό σου; Νὰ σοῦ δείξω, σὰν σὲ καθρέφτη, ποιὸς εἶσαι καὶ τί ἀκριβῶς εἶσαι.

Ὄνειρο ποὺ φαίνεται καὶ χάνεται κάθε στιγμὴ 

6. Δὲν εἶδες σὲ νεκροταφεῖα τὰ μυστήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας; Δὲν εἶδες τὸν στοιβαγμένο σωρὸ τῶν ὀστῶν; Κρανία ἀπογυμνωμένα ἀπὸ σάρκες, θέαμα φοβερὸ κι ἀπαίσιο, νὰ φαίνονται μὲ ἀδειανὲς τὶς κόγχες τῶν ματιῶν. Εἶδες στόματα ἀνοικτὰ ( χάσκοντα ) καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος νὰ ἔχουν διασκορπιστεῖ ἀπὸ τὸ συναρμολογημένο σῶμα; Ἂν εἶδες ἐκεῖνα, μέσα σ' ἐκεῖνα ἔχεις δεῖ τὸν ἑαυτό σου. 

Ποῦ εἶναι τὰ σημάδια τοῦ σημερινοῦ ἄνθους; Ποῦ εἶναι τὸ ὡραῖο χρῶμα τοῦ μάγουλου; Ποῦ εἶναι τὸ χαμόγελο ποὺ ἄνθιζε στὰ χείλη; Ποῦ εἶναι μέσα στὰ μάτια ἡ αὐστηρὴ ὀμορφιά, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἐλαφρὰ κάτω ἀπὸ τὸ περίβλημα τῶν φρυδιῶν; Ποῦ εἶναι ἡ ἴσια μύτη στὴ μέση τῆς ὀμορφιᾶς τῶν παρειῶν. Ποῦ εἶναι τὰ ριγμένα πάνω στὸν αὐχένα μαλλιά; Ποῦ εἶναι οἱ γύρω ἀπὸ τοὺς κροτάφους πλεξίδες; Ποῦ εἶναι τὰ χέρια ποὺ ἐξαπολύουν βέλη; Ποῦ εἶναι τὰ πόδια ποὺ καβαλλικεύουν ἄλογα; 

Ἡ πορφύρα, ἡ βύσσος, ὁ ἐλαφρὸς ἐπενδύτης, ἡ ζώνη, τὰ πέδιλα, τὸ ἄλογο, τὸ τρέξιμο, ἡ αὐθάδης ἔπαρση, ὅλα ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα αὐξάνει τώρα ἡ ἀλαζονεία σου; Πές μου ποῦ διακρίνεις σ' ἐκείνους αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα περηφανεύεσαι καὶ ὑψηλοφρονεῖς; Ποιὸ ὄνειρο εἶναι τόσο ἀνύπαρκτο; Ποιὰ φαντασιοκοπήματα ποὺ γεννιῶνται στὸν ὕπνο εἶναι τέτοια; Ποιὰ σκιὰ εἶναι τόσο ἀδύνατη καὶ ἄπιαστη, ὅπως εἶναι τὸ νεανικό σου ὄνειρο, ποὺ ἅμα φανεῖ, ἀμέσως χάνεται; Κι αὐτὰ μὲν εἶχα νὰ ὑπενθυμίσω στοὺς νέους, ποὺ ἀνοηταίνουν ἐξαιτίας τῆς ἀσυμπλήρωτης ἡλικίας τους. 

Τί νὰ πεῖ κανεὶς ὅμως γιὰ τοὺς ἤδη ὥριμους; Γι’ αὐτοὺς ἡ μὲν ἡλικία πέρασε, ὁ χαρακτήρας εἶναι ὅμως ἀσταθὴς κι ἡ ἀσθένεια τῆς περηφάνειας ἐπιδεινώνεται. Ὑψηλοφροσύνη ὀνομάζουν αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τοῦ χαρακτήρα. Αἰτία δὲ τῆς περηφάνειας, ὥς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι ἡ ἀρχομανία καὶ ἡ σχετικὴ μ' αὐτὴν ἐξουσία. Καὶ τὸ παθαίνουν αὐτὸ εἴτε ὅταν πάρουν στὰ χέρια τους τὴν ἐξουσία, εἴτε ὅταν προετοιμάζονται γι’ αὐτήν, ἢ ἀκόμη ἀπὸ σχετικὲς μὲ αὐτὲς διηγήσεις, ποὺ ἀνανεώνουν πολλὲς φορὲς τὴν ἀσθένεια. 

Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ τὸν ἀκούσουν, ἀφοῦ τὰ αὐτιὰ τους ἔχουν βουλώσει ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τοὺς πείσει, ὅτι δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴν θεατρικὴ σκηνή; Ἀλλὰ ἐκεῖνοι τουλάχιστον φοροῦν κι ἕνα προσωπεῖο ἀπὸ τὰ λεπτοκαμωμένα, καὶ πορφύρα χρυσοκέντητη, κι ἡ πομπὴ της γίνεται πάνω σὲ ἅρμα καὶ παρόλα αὐτὰ σ' αὐτοὺς δὲν εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τῆς περηφάνιας ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν. 

Ἀλλὰ ὅποια ἰδέα ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους πρὶν ἀνεβοῦν στὴ σκηνή, τὴν ἴδια διατηροῦν μέσα τους καὶ ὅταν βρίσκονται πάνω στὴ σκηνή. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν στεναχωροῦνται ὅταν κατέβουν ἀπὸ τὸ ἅρμα καὶ ὅταν ἀφαιρέσουν τὸ προσωπεῖο. Ὅσοι ὅμως κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴ σκηνὴ τῆς ζωῆς, κατέχοντας κάποιο ἀξίωμα, δὲν σκέπτονται οὔτε τὸ πρὶν ἀπὸ λίγο, δηλ. τὸ αὔριο, καὶ φουσκώνουν ὅπως οἱ φοῦσκες μὲ τὸ φούσκωμα. 

Ἔτσι κι αὐτοὶ φουσκώνουν ἀπὸ τὴ μεγάλη φωνὴ τοῦ κήρυκα καὶ φοροῦν πάνω στὸν ἑαυτὸ τους τὰ χαρακτηριστικὰ κάποιου ξένου προσωπείου καὶ μεταβάλλουν τὴ φυσικὴ διάθεση τοῦ προσώπου τους καὶ δὲν γελοῦν ἢ παριστάνουν τὸν φοβισμένο. Ἐφευρίσκουν κι ἕνα τρόπο ὁμιλίας πιὸ σκληρό, κάνοντάς την νὰ μοιάζει μὲ φωνὴ θηρίου, γιὰ νὰ προκαλέσει κατάπληξη σὲ ὅσους τὴν ἀκούουν. Δὲν παραμένουν μέσα στὰ ἀνθρώπινα ὅρια, ἀλλὰ διαφημίζουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀπιδιὰ τῆς θεϊκῆς δύναμης καὶ ἐξουσίας. 

Πιστεύουν πὼς εἶναι κύριοι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅτι στὸν ἕνα ἀπ' αὐτοὺς ποὺ δικάζουν δίνουν ἀθωωτικὴ ψῆφο, ἐνῶ τὸν ἄλλο τὸν καταδικάζουν μὲ θάνατο. Καὶ δὲν προσέχουν οὔτε καὶ τοῦτο, ποιὸς δηλ. εἶναι ὁ ἀληθινὰ κύριος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὁ ὁποῖος καθορίζει καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της. Καὶ ὅμως αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὸ χτύπημα τῆς ἀλαζονείας, τὸ ὅτι δηλ. βλέπουμε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες νὰ ἁρπάζονται ἀπὸ τοὺς θρόνους τους καὶ ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ἐξουσίας καὶ νὰ μεταφέρονται ἔξω στοὺς τάφους κι ὁ θρῆνος γιὰ τὸ θάνατό τους νὰ διαδέχεται τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων. 

«... τῶν καθελκόντων πτωχεύσωμεν »

7. Πῶς εἶναι λοιπόν, κανεὶς κύριος τῆς ξένης ζωῆς, ὅταν εἶναι ξένος τῆς δικῆς του; Κι αὐτὸς ἂν μὲν εἶναι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, δηλ. ταπεινός, καὶ προσβλέπει στὸ Χριστό, ποὺ γιὰ μᾶς θεληματικὰ πτώχευσε, κι ἀκόμη προσέχει στὴν ὁμοτιμία τῆς φύσης, δὲ θὰ βρίσκει καθόλου τὴν τιμὴ τοῦ ὁμοίου, ἐξαιτίας τῆς ψεύτικης ἐκείνης ἐπίδειξης γύρω ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ μακάριος, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐφήμερη ταπεινοφροσύνη πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 

Μὴν ἀπορρίψεις, ἀδελφέ, καὶ τὸν ἄλλο λόγο τῆς πτωχείας ποὺ ἀποφέρει ὡς κέρδος τὸν οὐράνιο πλοῦτο, καὶ λέγει «Πώλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις καὶ θὰ ἀποκτήσεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανοὺς» ( Ματθ. 19, 21). Γιατί νομίζω πὼς κι αὐτὴ ἡ πτωχεία δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστη μ' ἐκείνη ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος. Γιατί λέγει πρὸς τὸ διδάσκαλο ὁ μαθητής: «Μακάριοι ὅσοι εἶναι πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Θέλεις νὰ κατανοήσεις ποιὸς εἶναι ὁ πτωχὸς στὸ πνεῦμα; Ἐκεῖνος ποὺ ἀνταλάσσει τὸ πλοῦτο τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὑλικὴ εὐμάρεια. 

Πτωχεύει στὸ πνεῦμα ὅποιος πετάει ἀπὸ πάνω του, σὰν ἄλλο βάρος, τὸν ὑλικὸ πλοῦτο γιὰ νὰ ἀνέβει πρὸς τὰ ἄνω μετέωρος καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἀέρα, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Θεσ. 4,16) «πορεύεται μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ πάνω στὶς νεφέλες». 

Τὸ χρυσάφι εἶναι πράγμα βαρύ. Βαριὰ εἶναι κι ὅλα τὰ ἐπιδιωκόμενα ὑλικὰ πλούτη. Ἀνάλαφρο καὶ πρὸς τὰ ἄνω φερόμενο πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή. Μεταξύ τους, ὅμως, αὐτά, τὸ βαρὺ καὶ τὸ ἐλαφρό, εἶναι ἀντίθετα. Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει κανεὶς ἀνάλαφρος, ὅταν ἔχει καρφώσει τὸν ἑαυτὸ του πάνω στὸ βάρος τῆς ὕλης. Ἐὰν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀνεβοῦμε στὰ ψηλά, θὰ πτωχεύσουμε ὡς πρὸς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς τραβοῦν πρὸς τὰ κάτω, γιὰ νὰ φθάσουμε στὰ ψηλά. 

Ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος, μᾶς τὸ λέγει ὁ ψαλμωδός: «Σκορπίζει, δίνει στοὺς πεινασμένους, ἡ ἀρετὴ του μένει αἰώνια» ( Ψαλμ. 101, 9). Ὅποιος κοινωνεῖ στὴν πτωχεία τοῦ πτωχοῦ, κατατάσσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἐπτώχευσε γιά μᾶς. Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπτώχευσε, οὔτε κι ἐσὺ νὰ φοβηθεῖς στὴν πτωχεία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε, βασιλεύει σ' ὅλη τὴ δημιουργία. 

Ἄν, λοιπόν, πτωχεύσεις μαζὶ μὲ τὸν πτωχεύσαντα Κύριο καὶ θὰ βασιλεύσεις μαζὶ μὲ τὸν Βασιλεύοντα. Ἀλήθεια, εἶναι μακάριοι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, ἐπειδὴ σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἴθε κι ἐμεῖς νὰ βρεθοῦμε ἄξιοι αὐτῆς τῆς βασιλείας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/02/blog-post_65.html

ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΕΠΑΝΩΣΗΦΗ (Φώτο Β΄)

Φωτοστιγμές από την Ημερίδα που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη  για την προσφορά της στην Ορθοδοξία, στον Μοναχισμό, στην αντιγραφή χειρογράφων και στην Εθνική Αντίσταση.













Πρῶτος λόγος εἰς τούς μακαρισμούς (Α')


ΛΟΓΟΣ Α΄ 

«Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ ὄρος, κι ὅταν κάθισε, πλησίασαν οἱ μαθητές Του, κι ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει, λέγοντας: Μακάριοι εἶναι οἱ ταπεινοί, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου 

1. Ποιὸς ἄραγε εἶναι ἄξιος ἀπὸ τοὺς ἐδῶ συναγμένους ὥστε καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου νὰ γίνει καὶ ν' ἀνεβεῖ μαζί Του ἀπὸ τὶς ταπεινὲς καὶ χαμηλὲς σκέψεις στὸ πνευματικὸ ὄρος τῆς ὑψηλῆς θεωρίας; Τὸ ὄρος αὐτὸ εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε σκιά, ποὺ ρίχνουν οἱ ὑπερυψωμένοι λόφοι τῆς κακίας, καὶ συγχρόνως καταυγάζεται ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ ἀληθινοῦ φωτός. Καὶ μέσα στὴ διαύγεια τῆς καθαρῆς ἀλήθειας κάνει θεατὰ ἀφ' ὑψηλοῦ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι ἀθέατα γιὰ ὅσους βρίσκονται δεμένοι στὰ χαμηλά. 

Ποιὰ καὶ πόσα εἶναι αὐτά, ποὺ ἀπὸ τὸ ὕψος φαίνονται κάτω, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅταν, μακαρίζοντας αὐτοὺς ποὺ ἀνέβαιναν μαζί Του στὸ ὄρος, τοὺς ἀναπτύσσει, σὰν νὰ τοὺς δείχνει μὲ κάποιο δάκτυλο, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κι ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς ἄνω πατρίδας. Ἔπειτα τοὺς ἀναπτύσσει γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία, τὴ δικαιοσύνη, τὴν παρηγοριὰ καὶ γιὰ τὴ συγγένεια ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ τὸν Θεὸ τῶν ὅλων. 

Ἀκόμη τοὺς μιλάει γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν διωγμῶν, ποὺ εἶναι τὸ νὰ γίνει σύνοικος τοῦ Θεοῦ. Δείχνει ἀκόμη ὁ Κύριος κι ὅσα ἄλλα κοντὰ σ' αὐτὰ μπορεῖς νὰ βλέπεις ψηλὰ ἀπὸ τὸ ὄρος, ἀντικρίζοντάς τα ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ σκοπιὰ μὲ τὶς ἐλπίδες. 

Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ ὄρος, ἂς ἀκούσουμε τὴν πρόσκληση τοῦ Ἠσαΐα ποὺ φωνάζει «Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου» ( Ἠσ. 2,3). Κι ἂν εἴμαστε ἀδύνατοι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ἂς τονώσουμε τὰ κουρασμένα χέρια καὶ τὰ παραλυμένα γόνατα, καθὼς ὑποδεικνύει ὁ προφήτης ( Ἠσ. 35, 3). 

Γιατί ἂν φτάσουμε στὴν κορυφή, θὰ συναντήσουμε Ἐκεῖνον ποὺ γιατρεύει κάθε ἀσθένεια καὶ κάθε ἀδυναμία. Θὰ βροῦμε Ἐκεῖνον ποὺ σηκώνει ἐπάνω Του τὶς ἀσθένειες καὶ φορτώνεται τὶς ἀρρώστιες μας. Λοιπόν, ἂς τρέξουμε κι ἐμεῖς πρὸς τὴν ἄνοδο, γιὰ νὰ φτάσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἠσαΐα στὴν κορυφὴ τῆς ἐλπίδας καὶ νὰ δοῦμε ἀπὸ ψηλὰ τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα ποὺ δείχνει ὁ Κύριος σ' αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀκολούθησαν στὴν ἀνάβαση. Ἀλλὰ ἂς ἀνοίξει καὶ σὲ μᾶς τὸ στόμα Του, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς μᾶς διδάξει ἐκεῖνα, ποὺ τὸ ἄκουσμά τους εἶναι ἡ μακαριότητα. Ἂς ἀρχίσουμε δὲ τὴν μελέτη μας ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου.

Ἡ μακαριότητα 

2. Μακάριοι, λέγει, εἶναι οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ποὺ ἀγαπάει τὸν χρυσό, τυχαίνει νὰ βρεῖ μέσα στὰ βιβλία πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη θησαυροῦ σὲ κάποιο μέρος. Τὸ μέρος ὅμως ἐκεῖνο, ποὺ κρύβει τὸ θησαυρό, ἀπαιτεῖ πολὺ κόπο καὶ ἱδρώτα, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ἀποκτήσουν τὸ χωράφι. 

Ἄραγε θὰ δειλιάσει μπροστὰ στοὺς κόπους καὶ θὰ ἀδιαφορήσει γιὰ τὸ κέρδος καὶ θὰ θεωρήσει πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὸν πλοῦτο τὸ νὰ μὴν κουραστεῖ καθόλου, προσπαθώντας νὰ τὸν ἀποκτήσει; Δὲν γίνονται ὅμως αὐτά, δὲν γίνονται. Ἀντίθετα μάλιστα, θὰ παρακαλέσει γι’ αὐτὸ ὅλους τοὺς φίλους. Κι ἀπ' ὅπου μπορεῖ, θὰ ζητήσει βοήθεια γι’ αὐτό, συγκεντρώνοντας πολλὰ χέρια καὶ θὰ ἰδιοποιηθεῖ τὸν κρυμμένο θησαυρό. 

Αὐτὸς εἶναι ἀδελφοί, ἐκεῖνος ὁ θησαυρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει τὸ γράμμα, ἀλλὰ εἶναι κρυμμένος ὁ πλοῦτος κάτω ἀπὸ τὴν ἀσάφεια. Κι ἐμεῖς ποὺ ἐπιθυμοῦμε (ν' ἀποκτήσουμε) τὸ καθαρὸ χρυσάφι, ἂς χρησιμοποιήσουμε τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν, ὥστε νὰ ἔλθει ὁ θησαυρὸς γιὰ χάρη μας στὴν ἐπιφάνεια κι ἂς τὸν μοιραστοῦμε ὅλοι ἐξίσου κι ὁ καθένας μας θὰ τὸν κατέχει ὁλόκληρο. 

Γιατί ἡ μοιρασιὰ τῆς ἀρετῆς εἶναι τέτοια, ὥστε καὶ νὰ μοιράζεται σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴ διεκδικοῦν, κι ὅλη νὰ ἀνήκει στὸν καθένα, χωρὶς νὰ μειώνεται ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ παίρνουν μέρος σ' αὐτήν. Ἐνῶ στὴν μοιρασιὰ τοῦ ὑλικοῦ πλούτου ὅποιος ἀποσπάσει τὸ περισσότερο, ἀδικεῖ ἐκείνους ποὺ παίρνουν ἴσο μερίδιο. Γιατί, ὅποιος αὐξήσει τὸ δικό του μερίδιο, μειώνει ὁπωσδήποτε τὸ τοῦ ἄλλου ποὺ μετέχει στὴ μοιρασιά. 

Ἀλλὰ μὲ τὸ πνευματικὸ πλοῦτο συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸν ἥλιο, ποὺ καὶ μοιράζεται σ' ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν βλέπουν, κι ὅλος ἀνήκει στὸν καθένα. Ἐπειδή, λοιπόν, καθὼς ἐλπίζουμε, τὸ κέρδος γιὰ τὸν καθένα θὰ εἶναι ἀνάλογο τοῦ κόπου, ἂς βοηθήσουμε ἐξίσου ὅλοι μὲ τὶς προσευχές, γιὰ νὰ πετύχουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε. 

Καὶ πρῶτα, λοιπόν, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ κατανοήσουμε τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ λέξη μακαρισμός. Μακαριότητα, κατὰ τὴν γνώμη μου βέβαια, εἶναι μία περίληψη ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐννοοῦμε σχετικὰ μὲ τὸ ἀγαθό. Ἀπ' αὐτὴ δὲν λείπει τίποτε ἀπ' ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐπιθυμία. Μποροῦμε ὅμως νὰ κάνουμε ἀκόμη σαφέστερη τὴν ἔννοια τοῦ μακαρισμοῦ, συγκρίνοντάς την μὲ τὸ ἀντίθετο. Καὶ ἀντίθετο πρὸς τὸ μακάριο εἶναι τὸ ἄθλιο. Ἀθλιότητα, λοιπόν, εἶναι ἡ ταλαιπωρία μέσα στὰ ἀξιοθρήνητα καὶ ἀθέλητα πάθη. 

Διακρίνονται δὲ μεταξύ τους, ἡ μακαριότητα κι ἡ ἀθλιότητα, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη διάθεση ἐκείνων ποὺ θὰ βρεθοῦν σ' αὐτές. Δηλ. ὁ μὲν μακάριος εὐφραίνεται κι ἀγάλλεται, μὲ ὅσα ἔχει μπροστά του κι ἀπολαμβάνει, ἐνῶ ὁ ἄθλιος πονεῖ κι ὑποφέρει, μὲ ὅσα τὸν ἔχουν βρεῖ. Ἀληθινὰ δὲ μακαριστὴ ὕπαρξη εἶναι τὸ Θεῖο. 

Γιατί ὅ,τι καὶ νὰ ὑποθέσουμε πὼς εἶναι τὸ Θεῖο, μακαριότητα εἶναι ἐκείνη ἡ καθαρὴ ζωή, τὸ ἀνεκδιήγητο καὶ ἀκατάληπτο ἀγαθό, τὸ ἀνέκφραστο κάλλος, αὐτὸ ποὺ εἶναι ὅλο χάρη καὶ σοφία καὶ δύναμη, τὸ ἀληθινὸ φῶς, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθότητας, ἡ ἀνώτερη ἐξουσία ὅλων, τὸ μόνο ποθητό, αὐτὸ ποὺ πάντα εἶναι τὸ ἴδιο, ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πολλά, κι ὅμως νὰ μὴν ἔχει πεῖ τίποτε τὸ ἰσάξιο. Γιατί οὔτε ὁ νοῦς πλησιάζει τὸν Θεό, μά, κι ἂν ἀκόμη μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα γι' Αὐτόν, μὲ κανέναν λόγο δὲν ἐκφράζεται αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει κατανοητό. 

Ἀφοῦ ὅμως ὁ δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου τὸν ἔπλασε κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ κατὰ δεύτερο λόγο νὰ εἶναι μακάριο αὐτό, ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ καὶ μετέχει στὴν πραγματικὴ μακαριότητα. Γιατί μὲ τὴν σωματικὴ ὀμορφιὰ π.χ. τὸ πρωτότυπο κάλλος ὑπάρχει στὸ ζωντανὸ καὶ ὑπαρκτὸ πρόσωπο, ἐνῶ ἐκεῖνο, ποὺ ἀποτυπώνεται στὸν πίνακα μὲ τὴν ἀπομίμηση, ἔρχεται σὲ δεύτερη μοίρα. 

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ὑπερέχουσας μακαριότητας, ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτὴ στολίζεται μὲ τὸ ἀγαθὸ κάλλος, ὅταν φέρει πάνω της τὰ σημάδια τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ μακαρίου. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας μουτζούρωσε τὸ κάλλος τῆς εἰκόνας, ἦλθε ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς καθαρίζει μὲ τὸ δικό Του νερό, τὸ ὁποῖο εἶναι ζωογόνο καὶ ἀναβλύζει τὴν αἰώνια ζωή. Κι ἔτσι μποροῦμε ἐμεῖς ν' ἀποβάλουμε τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀνακαινισθοῦμε καὶ πάλι σύμφωνα μὲ τὴ μακάρια θεϊκὴ μορφή. 

Κι ὅπως στὴ ζωγραφικὴ τέχνη θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὁ εἰδικὸς στοὺς ἀρχάριους, πὼς καλὴ εἶναι ἐκείνη ἡ προσωπογραφία ποὺ ἔχει τὰ ἐπὶ μέρους συστατικά τοῦ σώματος τέτοια: ἔτσι νὰ εἶναι ἡ κόμη, οἱ κύκλοι τῶν ματιῶν, οἱ γραμμὲς τῶν φρυδιῶν, ἡ θέση τῶν παρειῶν καὶ ξεχωριστὰ ὅλα τὰ ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁλοκληρώνεται ἡ ὀμορφιά, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ποὺ ξαναζωγραφίζει τὴν ψυχή μας κατὰ τὴν ἀπομίμηση τοῦ μόνου μακαρίου, τοῦ Θεοῦ, περιγράφει μὲ τὸ λόγο τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα ποὺ συμβάλλουν στὴν μακαριότητα. Καὶ πρῶτα λέγει: «Μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Ἡ μακαριζόμενη πτωχεία 

3. Ἀλλὰ ποιὸ κέρδος θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν μεγάλη αὐτὴ δωρεὰ τοῦ Κυρίου, ἂν δὲν ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ κρύβεται στὸ βάθος τοῦ λόγου; Γιατί καὶ στὴν ἰατρικὴ πολλὰ φάρμακα ἀπὸ τὰ ἀκριβὰ καὶ δυσεύρετα παραμένουν ἀχρησιμοποίητα καὶ ἀνώφελα γιὰ ὅσους ἀγνοοῦν τὴν ἀξία τους, μέχρι ποὺ νὰ μάθουμε ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς σὲ τί εἶναι χρήσιμο τὸ καθένα ἀπὸ αὐτά. 

Τί σημαίνει, λοιπόν, ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος, μὲ τὴν ὁποία ἐξασφαλίζεται ἡ κατάκτηση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν; Ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ ἔχουμε μάθει δύο εἴδη πλούτου. Ὁ ἕνας εἶναι ἀξιοθαύμαστος καὶ ὁ ἄλλος ἀξιοκατάκριτος. Καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἀρετῶν εἶναι θαυμαστός, ἐνῶ ὁ ὑλικὸς καὶ γήινος κατακρίνεται. 

Γιατί ὁ μὲν ἕνας γίνεται κτῆμα τῆς ψυχῆς, ὁ δὲ ἄλλος εἶναι ἐπιτήδειος γιὰ νὰ ἐξαπατᾶ τὶς αἰσθήσεις. Γὶ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπαγορεύει νὰ θησαυρίζουμε αὐτόν, ἐπειδὴ βρίσκεται ἐκτεθειμένος στὰ σκουλήκια γιὰ τροφὴ καὶ τὸν ἐπιβουλεύονται οἱ κλέφτες ( Ματθ. 6,19). Ἐπιβάλλει δὲ νὰ δείχνουμε προθυμία γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν ἀνωτέρων ἀγαθῶν, ποὺ ἡ δύναμη τῆς φθορᾶς δὲν τὸν ἀγγίζει. 

Κι ὅταν λέγει σκουλήκια καὶ κλέφτες, ὑπονοεῖ ἐκεῖνον ποὺ καταστρέφει τοὺς θησαυροὺς τῆς ψυχῆς. Συνεπῶς ἂν ἡ φτώχεια ξεχωρίζεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο, ἀσφαλῶς μποροῦμε κατ' ἀναλογία νὰ μάθουμε πὼς ὑπάρχει καὶ δύο εἰδῶν φτώχεια. Ἡ μία ἀπορρίπτεται, ἡ ἄλλη μακαρίζεται. Ἐκεῖνος π.χ. ποὺ εἶναι φτωχὸς ὡς πρὸς τὴν σωφροσύνη, ἢ στερεῖται τὸ πολύτιμο ἀπόκτημα τῆς δικαιοσύνης, ἢ τῆς σοφίας, ἢ τῆς σύνεσης, ἢ κάποιον ἄλλον ἀπὸ τοὺς πολύτιμους θησαυρούς, αὐτὸς ἀποδεικνύεται πεινασμένος, χωρὶς κτήματα καὶ φτωχός, ἄθλιος γιὰ τὴ φτώχεια καὶ ἀξιολύπητος γιὰ τὴν ἔλλειψη πολύτιμων κτημάτων. 

Ἐνῶ ὁ ἄλλος ποὺ θεληματικὰ στερεῖται ὅλα, ὅσα ὑπονοοῦνται γύρω ἀπὸ τὴν κακία, καὶ δὲν ἔχει ἀποθηκεύσει στὶς ἀποθῆκες του κανέναν ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἔχει ζῆλο πνευματικὸ καὶ μ' αὐτὸν θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴν φτώχεια ἀπὸ τὰ κακά, αὐτὸς μπορεῖ νὰ παρουσιασθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι βρίσκεται μέσα στὴ μακάρια φτώχεια, τῆς ὁποίας καρπὸς εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

[ ... ]
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/02/blog-post_27.html

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον 
ιε΄ 1 - 15 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἐποίησαν οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ δήσαντες αὐτόν, ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ. 2καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Σὺ λέγεις. 3καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. 4ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα σου καταμαρτυροῦσιν. 5ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον. 6Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον ὅνπερ ᾐτοῦντο. 7ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν. 8καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς. 9ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· Θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; 10ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς. 11οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς. 12ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· Τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; 13οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν. 14ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· Τί γὰρ ἐποίησε κακόν; οἱ δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν. 15ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ. 

Νεοελληνική απόδοση:
Καὶ ἐνωρὶς τὸ πρωΐ εἶχαν συμβούλιον οἱ ἀρχιερεῖς μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Ἰησοῦν, τὸν μετέφεραν καὶ τὸν παρέδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον. Καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ Πιλᾶτος, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ τὸ λέγεις». Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τὸν κατηγοροῦσαν διὰ πολλὰ πράγματα. Ὁ Πιλᾶτος πάλιν τὸν ἐρώτησε, «Δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτε; Κύτταξε πόσα σοῦ κατηγοροῦν». Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἀκόμη δὲν ἀπαντοῦσε τίποτε, ὥστε ὁ Πιλᾶτος ἔμεινε κατάπληκτος. Κατὰ τὴν ἑορτὴν ἀπέλυε ἕνα φυλακισμένον, ὅποιον ἐζητοῦσαν. Ἦτο δὲ τότε ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς εἰς τὴν φυλακὴν μαζὶ μὲ τοὺς στασιαστάς, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν στάσιν εἶχαν διαπράξει φόνον. Καὶ μὲ φωνὲς ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ ζητῇ νὰ τοὺς κάνῃ καθὼς πάντοτε συνείθιζε. Ὁ δὲ Πιλᾶτος τοὺς ἀπεκρίθη, «Θέλετε νὰ σᾶς ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;», διότι ἤξερε ὅτι ἕνεκα φθόνου τὸν εἶχαν παραδώσει οἱ ἀρχιερεῖς. Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἐξηρέθιζαν τὸν ὄχλον διὰ νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ ἀπολύσῃ μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν. Ὁ Πιλᾶτος πάλιν ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς, «Τὶ λοιπὸν νὰ κάνω εἰς αὐτὸν ποὺ καλεῖτε βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;». Αὐτοὶ πάλιν ἐφώναξαν, «Σταύρωσέ τον». Ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε, «Γιατί, τί κακὸν ἐκανε;», οἱ δὲ ἀκόμη περισσότερον ἐκραύγαζαν, «Σταύρωσέ τον». Ὁ Πιλᾶτος ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν ὄχλον, ἀπέλυσε τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν, ἀφοῦ τὸν ἐμαστίγωσε, τὸν παρέδωκε διὰ νὰ σταυρωθῇ.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Ὅταν οἱ Θεῖοι νόμοι ὑβρίζονται καί ἐμεῖς διατελοῦμε ἐν σιγῇ καί ἀδιαφορία, τότε, ἡ κόλαση μᾶς περιμένει." 

Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΕΠΑΝΩΣΗΦΗ (Φώτο Α΄)

Φωτοστιγμές από την Ημερίδα που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη  για την προσφορά της στην Ορθοδοξία, στον Μοναχισμό, στην αντιγραφή χειρογράφων και στην Εθνική Αντίσταση.
























Ξύπνα το πρωί, λέγε δόξα τω Θεώ κι αγάπα όλο το κόσμο...


Άλλος πριν πέσει για ύπνο κάνει τον σταυρό του, άλλος λέει το “Πάτερ ημών”, άλλος δε λέει τίποτε. Η Εκκλησία έχει αφήσει το Απόδειπνο, μικρή ακολουθία κατά την οποία λέγεται το “Πιστεύω”.
Ο λόγος που έβαλε η Εκκλησία να λέμε το “Πιστεύω” πριν τον ύπνο, είναι για να ομολογούμε ότι είμαστε χριστιανοί ακόμα και την τελευταία τη στιγμή της ημέρας, ακριβώς δηλαδή πριν κοιμηθούμε.
Που ξέρεις ότι θα ξυπνήσεις το πρωί; Γι’ αυτό λέμε το “Πιστεύω” για να μη βρεθούμε άπιστοι σε περίπτωση που δεν ξυπνήσουμε. Η προσευχή πριν τον ύπνο δεν είναι απλώς ένα έθιμο που κάνουν τα “καλά παιδάκια” όπως μας έλεγαν παλιά αλλά κρύβει μια βαθιά ουσία, πολύ διδακτική για όλους μας. Εδώ, οι αρχαίοι πίστευαν ότι ο ύπνος είναι ο δίδυμος αδελφός του θανάτου. Κι αυτό δεν είν’ μακάβριο. Μη φτύνεις λοιπόν τον κόρφο σου!
Μια μέρα σ’ όλους μας θα συμβεί κι αυτό είναι η μόνη σιγουριά της ζωής μας: Ξύπνα λοιπόν το πρωί, λέγε δόξα τω Θεώ κι αγάπα όλο το κόσμο.
Τότε θα ‘ναι που θα ζούμε την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η τελευταία της ζωής μας. Ούτε κακίες, ούτε μίση. Ας μην ομολογούμε μόνο το βράδυ ότι πιστεύουμε στον Θεό κι αυτό σε μια τυπική και μόνο προσευχή είτε λέγοντας το Απόδειπνο ξερά, είτε το “Πάτερ ημών” μηχανικά, είτε κάνοντας ψυχαναγκαστικά τον σταυρό μας. Δεν έχει νόημα. Πολύς κόσμος κάνει τον σταυρό του πριν τον ύπνο γιατί φοβάται μη του συμβεί τίποτε κακό. Ο Θεός δεν έχει σχέση με τα θρίλερ του σινεμά ή δεν θα μας τιμωρήσει, επειδή τάχα ξεχάσαμε να κάνουμε το σταυρό μας πριν τον ύπνο..
Οπότε, ότι κάνουμε να το πιστεύουμε. Κι αν προσευχόμαστε να κοιτάμε να κρυβόμαστε κάπου στο σπίτι. Έτσι λέει ο Χριστός. Αν θέλουμε να διδάξουμε στους άλλους την προσευχή, μη μένουμε μόνο στο εικονοστάσι αλλά να πιάσουμε τη δράση. Έμαθα προχθές για κάποιον πατέρα που πιέζει τον έφηβο γιο του ώστε με το έτσι θέλω να πούνε μαζί το βράδυ το Απόδειπνο. Με την πίεση τίποτε δε θα καταφέρει, μάλλον κακό θα κάνει.
Ο Θεός θέλει απλούστατα πράγματα. Να προσευχόμαστε για όλους κι ν’ αγαπάμε όλο το κόσμο. Αγαπάω σημαίνει δίνω χώρο, δεν επιβάλλομαι. Από μακριούς σταυρούς και υποχρεωτικές προσευχές γέμισε ο τόπος. Ο Θεός αγαπά τις σιωπηρές πράξεις: να μη ξέρουν οι άλλοι, να μη μας βαρούν παλαμάκια, να μη μας λένε “εύγε, εύγε”, ούτε μες το σπίτι, ούτε πουθενά. Έτσι κι η προσευχή έχει αξία.

Του ιερομονάχου Ιάσονος Κ.
http://dakriametanoias.blogspot.com
Πηγή: https://agiosioannisprodromos.blogspot.com/2019/02/blog-post_24.html
Πηγή: https://synaxipalaiochoriou.blogspot.com/

Διήγηση για την μετάνοια και την κρίση του Θεού


Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ήταν τον παλιό καιρό ένα ησυχαστήριο γυναικών. Κάποτε η προεστώσα έστειλε μια νέα μοναχή στην πόλη για υπηρεσία. Εκείνη από συνεργεία διαβολική έπεσε σε βαρύ σφάλμα. ‘Ύστερα, απελπισμένη από την πτώση της, δε γύρισε αμέσως στο ησυχαστήριο. Έμεινε στον κόσμο και παρασύρθηκε σ’ έκλυτη ζωή. Γρήγορα όμως αηδίασε την αμαρτία και, μετανοημένη ειλικρινά για το κατάντημα της, πήρε το δρόμο της επιστροφής. δεν ξέρουμε όμως γιατί ο Θεός δεν επέτρεψε να πατήσει το πόδι της μέσα στον Παρθενώνα. Μόλις έφθασε στην εξώθυρα, έπεσε κάτω νεκρή.
Το γεγονός έκανε μεγάλη εντύπωση στις μοναχές και στους Πατέρες που ασκήτευαν εκεί γύρω. ΄Όλοι αμφέβαλλαν για τη σωτηρία της. Ένας άγιος Ερημίτης όμως που έμενε σε μια σπηλιά στην κορυφή του βουνού διηγήθηκε αργότερα το δράμα που είδε, καθώς προσευχόταν, τη στιγμή ακριβώς που η μετανοημένη μοναχή έπεσε νεκρή. Άγγελοι από τον Ουρανό κατέβαιναν να παραλάβουν την ψυχή της, αλλά και πλήθος πονηρά πνεύματα μαζεύονταν από παντού για να την αρπάξουν. Τότε έγινε μεγάλη φιλονικία ανάμεσα στα αγαθά και στα πονηρά πνεύματα. Οι δαίμονες απαιτούσαν την ταλαίπωρη ψυχή που τόσον καιρό δούλευε στην αμαρτία. Οι Άγιοι Άγγελοι βεβαίωναν πως είχε μεταμεληθεί και γι’ αυτό ήταν άξια σωτηρίας.
– Που είναι η μετάνοιά της; αντιλογούσαν τα πονηρά πνεύματα. Αφού ούτε να μπει στο Μοναστήρι της πρόλαβε και τη βρήκε ο θάνατος έξω από την πόρτα.
– Άφ’ ότου είδε ο Πανάγαθος Θεός τη θέλησή της να κλίνει στη διόρθωση, δέχτηκε την μετάνοιά της, αποκρίθηκαν οι Άγγελοι. Η ψυχή είναι κυρία της θελήσεώς της, της δε ζωής και του θανάτου ο πάντων Δημιουργός και κυρίαρχος Θεός.
Έτσι οι δαίμονες έφυγαν νικημένοι, ενώ οι Άγιοι Άγγελοι με χαρά οδήγησαν την ψυχή στα Ουράνια.

Από ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ 
Πηγή: https://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2019/02/blog-post_47.html
Πηγή: https://synaxipalaiochoriou.blogspot.com/

Δεν πρόλαβε να πει κουβέντα...βλέπεις στο θαύμα ξαφνιάζεσαι


  Περπατώντας το μονοπάτι που οδηγεί στην Παναγούδα, στο Κελλί του Αγίου Παϊσίου διαπιστώνω, όταν έφθασα εκεί, ότι έχω χάσει τα γυαλιά μου που τα είχα κρεμασμένα στο λαιμό μου (πολυεστιακά, αξίας 500 ευρώ).
  Έμεινα μισή ώρα στο κελλί του Αγίου Παϊσίου με το Γέροντα Αρσένιο και αναχώρησα για τις Καρυές.Έκανα προσευχή στον Άγιο Μηνά, που βρίσκει τα χαμένα αντικείμενα, να μου βρει τα γυαλιά.
  Στην επιστροφή έχω μεγάλη ανηφόρα.Μετά από μισή ώρα περίπου άρχισε να σουρουπώνει, να νυκτώνει και να σκοτεινιάζει.
Λίγο πριν φθάσω στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου βλέπω έναν ξένο (το όλο παρουσιαστικό του έδειχνε ξένο - ετών τριάντα περίπου, ψηλός, με πλούσια ξανθά μαλλιά) να κατεβαίνει τον κεντρικό δρόμο και να έχει στο λαιμό του τα γυαλιά μου.
Σταματά μπροστά μου, με κοιτάζει στα μάτια, δεν μιλάει, μου τα δίνει, κάνει στροφή, φεύγει και ανεβαίνει τρέχοντας προς τις Καρυές !
Δεν πρόλαβα να του μιλήσω γιατί έφυγε τρέχοντας.Έμεινα αποσβολωμένος !
Αλήθεια σας λέω.
Τι να μου πει εμένα ο άθεος και ο κάθε άθεος !

Πηγή (Σταύρος Παν. Παπαγεωργίου)αντιγραφή
https://proskynitis.blogspot.com/

Είναι ιδίωμα της ψυχής


Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά το Θεό. Εκείνος που δεν αγαπά τον εαυτό του εξαιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά το Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν ζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. 

Γιατί εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα· εκείνος όμως που αγαπά το Θεό, αγαπά την δόξα του Δημιουργού του. 

Είναι ιδίωμα της ψυχής που έχει πνευματική αίσθηση και αγαπά το Θεό, το να ζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που πράττει και να ευχαριστείται στην δική της ταπείνωση. 

Γιατί στο Θεό πρέπει η δόξα για τη μεγαλοσύνη Του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση με την οποία γινόμαστε οικείοι του Θεού. 

Ό,τι και αν κάνουμε, ας λέμε πάντοτε κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Θεού, εκείνο που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να δοξάζεται, ενώ εμείς να μικραίνομε» (Ιω. 3, 30).

Άγιος Διάδοχος ο Φωτικής
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/02/blog-post_57.html

«Το έκαμα, για να πεισθείτε ότι στην πράξη σας κρύβεται δαιμονική ενέργεια»


Ο μακαριστός π. Γαβριήλ Διονυσιάτης το 1916-1917 βρισκόταν στο Ορφάνι του Παγγαίου, υπεύθυνος σε ένα μετόχι της Μονής του. Στην περιοχή εκείνη στάθμευε τότε μία μεραρχία στρατού.

Μια ομάδα αξιωματικών, μυημένοι στον πνευματισμό, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται τα βράδια γύρω από ένα τραπέζι και με την μεσολάβηση ενός στρατιώτη-μέντιουμ, καλούσαν τα πνεύματα του βασιλέως Γεωργίου, του Τρικούπη και άλλων διασήμων νεκρών. Όταν το τραπεζάκι εκινείτο (σημείο ότι άρχισε η επικοινωνία με το «πνεύμα»!) έκαναν ερωτήσεις και εκ μέρους του «πνεύματος» απαντούσε ο στρατιώτης –μέντιουμ.

Έτυχε ένα βράδυ σε μια τέτοια σύναξη να παρευρίσκεται και ο π. Γαβριήλ. Κατάλαβε ότι η όλη προσπάθεια ήταν επίκληση δαιμόνων. Όταν έφυγαν, βρήκε την ευκαιρία να κολλήσει κάτω από το τραπέζι δύο κεριά σε σχήμα Σταυρού. 

Όταν ξαναπήγαν και προσπάθησαν να επαναλάβουν την επίκληση των «πνευμάτων», δοκίμασαν οδυνηρή έκπληξη. Ενώ «καλούσαν» ώρα πολλή, το τραπέζι δεν εκινείτο από την θέση του και το «πνεύμα» δεν έκανε την εμφάνισή του. 

Άρχισαν να ερευνούν, μήπως κάποιος κάρφωσε το τραπέζι στο πάτωμα! Και ερευνώντας, ανακάλυψαν τον Σταυρό από κερί κάτω από το τραπέζι.

-Το έκαμα, για να πεισθείτε ότι στην πράξη σας κρύβεται δαιμονική ενέργεια, τους είπε ο π. Γαβριήλ.

Δεν το παραδέχτηκαν. Και άρχισαν να αραδιάζουν διάφορες πνευματιστικές θεωρίες, ότι τάχα το κερί σαν ουσία είναι «δέκτης καλός» και συγκεντρώνει το… ρεύμα της επικοινωνίας κλπ.

-Καλά, τους είπε τότε ο π. Γαβριήλ. Αφού φταίει το κερί, αφαιρέσατέ το. Αλλά να μου επιτρέψετε να κάμω κάτι άλλο.

Και αφού άναψε το ένα κερί, σχημάτισε με τον καπνό ένα Σταυρό κάτω από το τραπέζι.

Μετά τους είπε, να κάμουν τις επικλήσεις τους. Άρχισαν αυτοί και πάλι να καλούν τα δαιμόνια. Αλλά το τραπεζάκι πάλι έμενε ακίνητο. Δεν γινόταν τίποτε. Αναγκάσθηκαν τότε εκ των πραγμάτων να παραδεχθούν, ότι δεν είχαν να κάμουν με επικοινωνία πνευμάτων νεκρών ανθρώπων, αλλά με το διάβολο! 

Με εκείνον, που «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών, τίνα καταπίη» αλλά και που η δύναμη και οι παγίδες του κυριολεκτικά συντρίβονται μπροστά στη δύναμη του Τιμίου Σταυρού, «φρίττει γάρ και τρέμει μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν».

Είναι γεγονός, ότι στους καιρούς της αποστασίας που ζούμε, η μαγεία, ο πνευματισμός και άλλες συναφείς επιδόσεις γνωρίζουν ημέρες δόξης. Οι αγγελίες των μέντιουμ στις εφημερίδες αυξάνονται και πληθύνονται. Γιατί;

Γιατί ο άνθρωπος, που βγάζει από τη ζωή του το Θεό, εύκολα καταντάει να ψάχνει για παρηγοριά και ικανοποίηση σε κάποια υποκατάστατα της αληθινής πίστης. Πελαγωμένοι σήμερα οι άνθρωποι στα αδιέξοδα και στα προβλήματά τους, εύκολα παγιδεύονται στις σκοτεινές παγίδες του πονηρού, του εχθρού της σωτηρίας μας. Και αντί να βρουν λύτρωση, πέφτουν σε χειρότερο μπλέξιμο και σε μεγαλύτερη ταλαιπωρία.

Και όλα αυτά γιατί;

Γιατί δεν θέλουν να πατήσουν το πόδι τους στην Εκκλησία. Έστω και αν είναι δύο βήματα από το σπίτι τους.

Δεν αντέχουν την –έστω- πεντάλεπτη ορθοστασία της καθημερινής προσευχής.

Φοβούνται να πιάσουν στα χέρια τους ένα πνευματικό βιβλίο.

Διστάζουν να ταλαιπωρήσουν λίγο την «δέσποινα»-κοιλιά τους με την σωτήρια άσκηση της νηστείας.

Τρέμουν στην σκέψη να πάνε σε πνευματικό να εξομολογηθούν…

Και έτσι, τελείως γυμνοί από οποιαδήποτε προστασία, και αποκοιμισμένοι πάνω στο μαλακό μαξιλαράκι των παθών τους, εύκολα «τσιμπάνε» το φαινομενικά «χορταστικό» δόλωμα του σατανά. Και πέφτουν θύματά του!

Ρύσαι ημάς από του πονηρού, Κύριε!

Του Αρχιμανδρίτη Σάββα Δημητρέα
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/02/blog-post_84.html

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον 
ιδ΄ 60 - 72
60καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; 61ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδέν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; 62ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. 63ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; 64ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου. 65Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· Προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον. 66Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως, 67καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· Καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα. 68ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· Οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε. 69καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι Οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν. 70ὁ δὲ ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. 71ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. 72καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δὶς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε.

Νεοελληνική απόδοση:
 Τότε ἐσηκώθηκε ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον καὶ ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν ἀπαντᾶς τίποτε; Διατὶ μαρτυροῦν ἐναντίον σου;». Αὐτὸς ἐσιωποῦσε καὶ δὲν ἀπαντοῦσε τίποτε. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἐρώτησε, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι· καὶ θὰ ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τῆς Δυνάμεως καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ». Ὁ ἀρχιερεὺς ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του καὶ λέγει, «Τὶ ἀνάγκην ἔχομεν ἀπὸ μάρτυρας; Ἀκούσατε τὴν βλασφημίαν. Τί νομίζετε;». Ὅλοι δὲ τὸν κατέκριναν ὅτι εἶναι ἔνοχος θανάτου. Καὶ μερικοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν φτύνουν καὶ νὰ σκεπάζουν τὸ πρόσωπόν του καὶ νὰ τὸν κτυποῦν μὲ γροθιὲς καὶ νὰ τοῦ λέγουν, «Προφήτευσε». Καὶ οἱ ὑπηρέται τὸν ἐρράπιζαν. Ἐνῷ ὁ Πέτρος ἦτο κάτω εἰς τὴν αὐλήν, ἔρχεται μία ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον νὰ ζεσταίνεται, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε καλά, τοῦ λέγει, «Καὶ σὺ ἤσουνα μαζὶ μὲ τὸν Ναζαρηνόν, τὸν Ἰησοῦν». Αὐτὸς ὅμως ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Οὔτε ξέρω, οὔτε καταλαβαίνω τὶ λές». Καὶ ἐβγῆκε ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἕνας πετεινὸς ἐλάλησε. Καὶ ἡ ὑπηρέτρια, ὅταν τὸν εἶδε, ἄρχισε πάλιν νὰ λέγῃ εἰς ἐκείνους ποὺ εὑρίσκοντο ἐκεῖ, «Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ αὐτούς». Ἀλλ’ ὁ Πέτρος πάλιν ἀρνήθηκε. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο οἱ εὑρισκόμενοι ἐκεῖ πάλιν τοῦ ἔλεγαν, «Ἀλήθεια, εἶσαι ἀπ’ αὐτοὺς, διότι εἶσαι Γαλιλαῖος καὶ ἡ προφορά σου μοιάζει». Ἐκεῖνος δὲ ἄρχισε μὲ κατάρες καὶ ὅρκους νὰ λέγῃ, «Δὲν ξέρω τὸν ἄνθρωπον αὐτόν γιὰ τὸν ὁποῖον μιλᾶτε». Καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ ἐλάλησε ὁ πετεινός. Καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶχε πῇ, «Πρὶν λαλήσῃ δυὸ φορὲς ὁ πετεινὸς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές», καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Ο πόνος είναι μια ψυχική δύναμη που ο Θεός την έβαλε μέσα μας, με προορισμό να κάνει το καλό, την αγάπη, τη χαρά, την προσευχή. Αντ’ αυτού, ο διάβολος καταφέρνει και παίρνει τη ψυχική αυτή δύναμη από την μπαταρία της ψυχής μας και τη μεταχειρίζεται για το κακό, την κάνει κατάθλιψη και φέρνει τη ψυχή στη νωθρότητα και στην ακηδία." 

Αγ. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Έγινε σαν ζώο


Από τότε που ο άνθρωπος απομακρύνθηκε με τη θέλησή του απ’ τον Θεό, έγινε σαν το ζώο που πριν ήταν οικόσιτο και μετά εξαγριώθηκε, ζώντας μέσα στα πυκνά δάση. 

Προτιμά το σκοτάδι του δάσους παρά το φως. Προτιμά δηλαδή το σκοτάδι αυτού του κόσμου από το φως του παραδείσου του Θεού.

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/02/blog-post_77.html

Τι είναι η νοερή προσευχή και πως πρέπει να γίνεται


Η νοερή και καρδιακή προσευχή, σύμφωνα με τους Αγίους Πατέρες τους καλουμένους Νηπτικούς, είναι η συγκέντρωσις του ανθρώπινου νού στην καρδιά του κυρίως, και χωρίς να ομιλή με το στόμα, με μόνο τον ενδιάθετο λόγο, ο οποίος ομιλείται μέσα στην καρδιά, να λέγη αυτή τη σύντομη και μονολόγιστη προσευχή· δηλαδή το «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με», κρατώντας λίγο και την αναπνοή(85). Καταχρηστικά όμως και ευρύτερα νοερή προσευχή λέγεται και κάθε άλλη δέησις που δεν θα γίνη με το στόμα, αλλά με τον ενδιάθετο λόγο της καρδιάς που αναφέρθηκε.

Αν, λοιπόν, αδελφέ, αγαπάς να εισακουσθής πιο εύκολα από τον Θεό και να λάβης εκείνο που του ζητάς, αγωνίζου όσο μπορείς σ αυτή τη νοερή προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό με όλο σου τον νού και την καρδιά για να σε ελεήση και να σου δώση εκείνα που είναι απαραίτητα και σε συμφέρουν για τη σωτηρία σου. 

Διότι, όσο περισσότερο κόπο έχει αυτή η νοερή προσευχή, από εκείνη που λέγεται με το στόμα προφορικά, τόσο περισσότερο την ακούει ο Θεός, ο οποίος ακούει καλύτερα την νοερή βοή της καρδιάς, παρά τις δυνατές φωνές του στόματος. Γι αυτό και έλεγε στον Μωυσή που μόνο νοερά και με την καρδιά τον παρακαλούσε για τους Ιουδαίους: «Γιατί φωνάζεις δυνατά προς εμένα;» (Εξόδ. 14,15).

Γνώριζε ακόμη ότι, επειδή και το έλεος του Θεού, είναι καθολικό Όνομα και περιέχει όλες τις χάρες (86), που ζητάμε και εμείς από τον Θεό, και ο Θεός μας τις δίνει, γι αυτό για κάθε υπόθεσι και χάρι που ζητάς από τον Θεό, μπορείς να χρησιμοποιής την προρρηθείσα σύντομη αυτήν προσευχή, το «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». 

Γιατί και ο νους συμμαζεύεται με αυτήν πιο εύκολα, ενώ στις άλλες προσευχές, στις εκτενέστερες και πολλές, ο νους διασκορπίζεται. Εάν όμως και επιθυμής, κατά τις διάφορες υποθέσεις και χάριτες που ζητάς, να προσεύχεσαι, εδώ σου παραθέτω μερικές προσευχές, για να τις έχης ως παράδειγμα. Γιά παράδειγμα, όταν ζητάς κάποια αρετή και χάρι, μπορείς να πής με την καρδιά σου τα εξής·

«Κύριε, ο Θεός μου, δος μου αυτή τη χάρι και αρετή για δόξα και τιμή δική σου»· ή έτσι· «Κύριέ μου, εγώ πιστεύω ότι σου αρέσει και είναι δόξα δική σου το να ζητήσω εγώ και να λάβω αυτή την χάρι· εκπλήρωσέ μου λοιπόν αυτή την επιθυμία σύμφωνα με το θέλημά σου». Όταν έμπρακτα πολεμήσαι από τους εχθρούς, θα προσευχηθής έτσι· «Τρέξε γρήγορα, Θεέ μου, να με βοηθήσης, για να μη νικηθώ από τους εχθρούς μου· ή Θεέ μου, καταφυγή μου, δύναμις της ψυχής μου, βοήθησέ με γρήγορα, για να μην πέσω». 

Όταν ακολουθή η μάχη, ακολούθησε και εσύ αυτόν τον τρόπο της προσευχής, αντιστεκόμενος γενναία σ εκείνο που σε πολεμεί. Έπειτα, αφού τελειώσει η σκληρότητα της μάχης, στρέψου προς τον Θεό, παρουσίασε μπροστά του τον εχθρό που σε πολέμησε και την αδυναμία σου να του αντισταθής λέγοντας· «Να, Κύριε, το δημιούργημα των χεριών της αγαθότητός σου, το εξαγορασμένο με το Αίμα σου. Να ο εχθρός σου που ζητά να το εξαφανίση και να το καταφάγη· σε σένα προστρέχω· σε σένα μόνον ελπίζω που είσαι αγαθός και παντοδύναμος· και κύταξε την αδυναμία μου και την ταχύτητα (αν δεν με βοηθήσης εσύ) να υποταχθώ εκούσια· βοήθησέ με λοιπόν, εσύ που είσαι η ελπίδα και η δύναμις της ψυχής μου».

Σου υπενθυμίζω και το εξής: Όταν κουρασθής να προσεύχεσαι νοερά και με την καρδιά, μπορείς να λες και με το στόμα και προφορικά τόσο την ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιε του Θεού, ελέησόν με», όπως λέγουν οι Πατέρες, όσο και τις άλλες προσευχές που θα θελήσης. Φρόντιζε όμως και να συμμαζεύης τον νού σου τότε για να προσέχης στα λόγια της προσευχής.

Μερικοί μάλιστα λέγουν ότι νοερά προσευχή λέγεται ακόμη και το εξής· όταν ο άνθρωπος αφού συμμαζέψη όλες τις νοερές δυνάμεις της ψυχής του μέσα στην καρδιά, χωρίς να πή κανένα λόγο ούτε προφορικό, ούτε ενδιάθετο, με μόνο το νού του σκέπτεται και αμετάβατα αναλογίζεται ότι ο Θεός είναι παρών ενώπιόν του· και ότι αυτός στέκεται μπροστά του πότε με φόβο και δέος σαν ένας κατάδικος· πότε με ζωντανή πίστι για να λάβη την βοήθειά του· και πότε με αγάπη και χαρά για να τον υπηρετήση παντοτεινά. 

Και αυτό είναι εκείνο που έλεγε ο Δαβίδ· «Έβλεπα πάντοτε τον Κύριό μου ενώπιόν μου» (Ψαλμ. 15,8). Μπορεί η προσευχή αυτή να γίνη και μόνο με ένα αμετάβατο βλέμμα του νού προς τον Θεό, πενθικό και παρακαλεστικό, το οποίο βλέμμα είναι σαν μία σιωπηλή υπενθύμησι εκείνης της χάριτος, που του είχαμε ζητήσει προηγουμένως με τον λόγο και με την καρδιακή προσευχή. 

Γι αυτό, επειδή η προσευχή αυτή μπορεί να γίνη εύκολα σε κάθε τόπο και για κάθε αφορμή και περίστασι, κράτησέ την στα χέρια σου σαν ένα όπλο δυνατό και ευκολομεταχείριστο, και θα ωφεληθής και θα βοηθηθής πολύ.

Ο Αόρατος πόλεμος
ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Απόδοση στη νέα Ελληνική: Ιερομόναχος Βενέδικτος
Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/02/blog-post_20.html