Ιωάννης Νεονάκης
Μὲ τὸ παρὸν ἄρθρο θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα σημαντικό νομίζω ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα, παρότι δέν εἶμαι θεολόγος, ἀλλά μόνο ἓνας ἁπλός ὀρθόδοξος. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ καιροὶ εἶναι πολὺ δύσκολοι, καὶ κάποια πράγματα πρέπει ἐπειγόντως νὰ εἰπωθοῦν καὶ νὰ ἐπαναπροσδιοριστοῦν, γι’ αὐτὸ καὶ παίρνω τὸ θάρρος νὰ μιλήσω.
Ὁ λαός μας, παρὰ τὴν τρομερὴ πλύση ἐγκεφάλου ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ πολλὲς πλευρές, παραμένει βαθύτατα εὐσεβής. Εἶναι ὅμως σὲ ἀρκετὰ σημεῖα καὶ ζητήματα ἐν πολλοῖς ἀκατήχητος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δυστυχῶς εἶχε τεθεῖ σὲ μιὰ μακρὰ «βαβυλώνιο αἰχμαλωσία», ὅπως τὴ χαρακτήρισε ὁ μακαριστὸς πατήρ Φλωρόφσκυ, αἰχμαλωσία στὸν τρόπο ἀντίληψης τῶν πραγμάτων καὶ στό πνεῦμα τῶν Δυτικῶν. Μόλις τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ κυρίως μετὰ τὸ 1960, τὴν ἀποδυνάμωση τῶν παραεκκλησιαστικῶν ὀργανώσεων, τὴν ἀλλαγὴ σκέψης στὸν θεολογικὸ ἀκαδημαϊκὸ χῶρο καὶ τὴν ἀναγέννηση τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ τοῦ μοναχισμοῦ, μπόρεσε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἀνατροφοδοτηθεῖ καὶ πάλι ἀπὸ τὴ γνήσια ἡσυχαστικὴ πατερικὴ παράδοσή της. Οἱ στρεβλώσεις ὅμως ἀπὸ τὴ μακροχρόνια αἰχμαλωσία εἶναι ἀκόμα καὶ σήμερα σὲ πολλὰ σημεῖα φανερές. Σὲ μιὰν ἀπὸ αὐτὲς τὶς στρεβλώσεις θὰ ἀναφερθοῦμε καὶ ἐμεῖς σήμερα.
Στὰ ἀναλόγια ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἱερῶν Ναῶν ὑπάρχει ἕνα σπουδαῖο λειτουργικὸ βιβλίο μὲ τὸν τίτλο «Ὡρολόγιον τὸ μέγα».
Ἐκεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κείμενα πολλῶν ἀκολουθιῶν καὶ παρακλητικῶν κανόνων, ὑπάρχουν τὰ τροπάρια ἀλλὰ καὶ μικρὸς συναξαριστὴς τῶν καθ’ ἡμέρα ἑορταζόντων ἁγίων. Πρὸς τὸ τέλος δὲ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὑπάρχει ἕνα πολὺ σημαντικὸ κομμάτι μὲ τὸν τίτλο «Σύνοψις Κανόνων Ἱερῶν».
Ἐδῶ παρατίθεται μιὰ ἐπιλογὴ ἀπὸ πολὺ σημαντικοὺς κανόνες ποὺ ἔχουν θεσπίσει οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Σύνοδοι, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μετὰ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ κάθε κανόνα, ἀκολουθεῖ μιὰ σύντομη ἀνάλυση ἀπὸ τοὺς δύο μεγάλους ἑρμηνευτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Ἰωάννη Ζωναρᾶ καὶ τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Θεόδωρο Βαλσαμών (12ος αἰῶνας). Ἡ ἐπιλογὴ τῶν Ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων στὸ Ὡρολόγιο ἔγινε μὲ σκοπό, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει, τὴν «πρόχειρον χρῆσιν καὶ ὁδηγίαν παντὸς χριστιανοῦ, ἐξαιρέτως δὲ τῶν ἱερωμένων».
Πρῶτος ἀπὸ ὅλους τοὺς κανόνες, καταδεικνύοντας ἔτσι καὶ τὴ σπουδαιότητά του, παρατίθεται ὁ ἔνατος κανὼν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τὸ κείμενό του αὐτολεξεὶ ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Πάντας τοὺς εἰσιόντας πιστούς, καὶ τῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ παραμένοντας δὲ τῇ προσευχῇ καί τῇ ἁγίᾳ μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρή.» Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσοι ὀρθόδοξοι εἰσέλθουν στὴν ἐκκλησία κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ἀκοῦνε μὲν τὶς Θεῖες Γραφές, ἀλλὰ δὲν προσμένουν μέχρι τὸ τέλος καὶ δὲν μεταλαμβάνουν, αὐτοὶ θὰ πρέπει νὰ ἀφορίζονται, γιατὶ προκαλοῦν μεγάλη ἀταξία στὴν ἐκκλησία. Θὰ πρέπει δέ,στὸ σημεῖο αὐτό,νὰ ἔχομε στὸν νοῦ μας ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἀφορισμοῦ κατὰ τὴν παράδοσή μας ἔχει κυρίως τὴν ἔννοια τῆς κατάδειξης στὸν πιστὸ ὅτι αὐτὰ ποὺ πράττει εἶναι ἐκτὸς τῶν ὁρίων (ἀφ-ὁρίων), ἐκτὸς τῶν γραμμῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου τοῦ ζῆν καὶ οἱ πράξεις του αὐτὲς θὰ τὸν ὁδηγήσουν ἀργὰ ἢ γρήγορα σὲ προβλήματα καὶ ἀδιέξοδα.
Ἀναλύοντας τὸ κείμενο τοῦ κανόνα οἱ δύο μεγάλοι ἑρμηνευτὲς ἀναφέρουν αὐτολεξεί, ὁ μὲν Ζωναρᾶς ὅτι: «Πάντας ὁ παρὼν κανὼν ἀπαιτεῖ, τῆς ἁγίας ἐπιτελουμένης θυσίας, μέχρι τέλους προσκαρτερεῖν τῇ εὐχῇ καί τῇ ἁγίᾳ μεταλήψει. Καὶ οἱ λαϊκοὶ γὰρ συνεχῶς μεταλαμβάνειν τότε ἀπῃτοῦντο».
Ὁ δὲ Βαλσαμὼν λέγει: «Ὁ τοῦ παρόντος κανόνος διορισμὸς δριμύτατός ἐστιν. Ἀφορίζει γὰρ τοὺς ἐκκλησιάζοντας καὶ μὴ παραμένοντας μέχρι τέλους, μηδὲ μεταλαμβάνοντας». Τὰ λόγια τόσο τοῦ κανόνος, ὅσο καὶ τῶν ἑρμηνευτῶν δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιὸ ξεκάθαρα. Λένε καθαρὰ καὶ μετ’ ἐπιτάσεως ὅτι δὲν νοεῖται ἕνας ὀρθόδοξος νὰ παρακολουθήσει τὴ Θεία Λειτουργία καὶ νὰ μὴν κοινωνήσει. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καὶ πρόξενος μεγάλης ταραχῆς.
Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς πάει στὴ Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, νὰ μιλήσει μὲ τὸν Χριστό, νὰ προσευχηθεῖ στὸν Χριστὸ καὶ νὰ κοινωνήσει τὸν Χριστό. Καὶ ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγαπητικὴ σχέση νὰ χαριτώσει τὸν ὀρθόδοξο κατὰ τὰ μέτρα τῆς μετάνοιας, τοῦ ἀγῶνα καὶ τῆς χωρητικότητάς του. Νὰ γίνουνε οἱ δυό τους ἕνα. Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, ποὺ σὲ ἱστορικὸ χρόνο ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ξεκίνησε ἔτσι μιὰ νέα, καινοφανὴς ὀντολογικὴ κατάσταση, αὐτὴ τῆς Θεανθρωπίας. Τῆς ἀσυγχύτου καὶ ἀδιαιρέτου συνυπάρξεως τῆς Θεότητας καὶ τῆς Ἀνθρωπότητας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος θεάνθρωπος. Καὶ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ἀκολουθήσει σ’ αὐτὴν τὴ νέα ὀντολογικὴ κατάσταση μὲ τὸ νὰ γίνει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα καὶ αὐτὸς Θεάνθρωπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἄρνηση τοῦ ὀρθοδόξου νὰ κοινωνήσει ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς δυνατότητάς του γιὰ Θεανθρώπινη ὕπαρξη καὶ σωτηρία καὶ ἄρνηση οὐσιαστικὰ τῆς ἴδιας τῆς ὀρθόδοξής του πίστης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἄρνηση τῆς κοινωνίας θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ὡς πολὺ μεγάλη «ἀταξία».
Κάθε Κυριακὴ στὶς ἐκκλησίες μας δυστυχῶς παρακολουθοῦμε ἕνα ἐντελῶς ἀνορθόδοξο θέαμα, γιὰ τὸ ὁποῖο εὐθυνόμαστε ὅλοι ἐμεῖς. Ἐνῷ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν παρακολουθοῦν ἑκατοντάδες πιστοί, στὸ τέλος δὲν κοινωνοῦν παρὰ μόνο 10-20 ἄτομα στὴν πλειονότητά τους παιδιά. Κανονικὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο. Δηλαδὴ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἑκατοντάδες πιστοὶ νὰ κοινωνοῦν καὶ ἴσως μόνο μερικοὶ πιστοὶ (ἐπειδὴ κανονίστηκαν ἔτσι ἀπὸ τοὺς γέροντές τους γιὰ καθαρὰ πνευματικοὺς λόγους) νὰ μὴν κοινωνοῦν προσωρινά.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄγνοια, πολλὰ εἶναι νομίζω τὰ αἴτια τῆς ἀνορθοπραξίας μας αὐτῆς. Θὰ σταθῶ ὅμως μόνο στὴν ἀρρώστια τοῦ εὐσεβισμοῦ καὶ τῆς ἀνταπόδοσης, ποὺ μᾶς προσέβαλε ἀπὸ τὴ Δύση. Κατ’ αὐτὴν θὰ πρέπει κάποιος ὀρθόδοξος νὰ εἶναι πάρα πολὺ ἄξιος, ἀναμάρτητος καὶ ἀριστεὺς τοῦ χριστιανισμοῦ, ὥστε νὰ λάβει ἔπειτα ὡς ἀνταπόδοση καὶ βραβεῖο τὴ Θεία Κοινωνία. Τὸ κριτήριο δηλαδὴ δὲν εἶναι τὸ δάκρυ τῆς μετάνοιας καὶ ἡ ἀγάπη στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὁ ἐγωισμός του ὅτι ἐκπληρώσαμε μερικὲς ἠθικιστικὲς νόρμες καὶ κανόνες. Καὶ ἐπειδὴ οὔτε καὶ αὐτοὺς τοὺς κανόνες τοὺς ἐκπληρώνομε συχνά, κοινωνοῦμε κάθε Πάσχα, πού, ὅπως λένε μερικοί, «εἶναι μεγάλη γιορτὴ καὶ ὅλα συγχωροῦνται».
Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ προσέγγιση εἶναι λάθος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα κλειστὸ κλὰμπ καὶ λέσχη ἀρίστων. Εἶναι ἕνα νοσοκομεῖο ποὺ προσπαθεῖ νὰ θεραπεύσει ἀρρώστους. Καὶ ἄρρωστοι εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς. Καὶ προστρέχομε στὴν Ἐκκλησία γιὰ βοήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Καὶ ὅσο πιὸ ἄρρωστοι εἴμαστε, τόσο πιὸ πολύ ἀνάγκη ἔχομε τῆς Ἐκκλησίας. Ποιός θὰ τολμήσει νὰ πεῖ ὅτι ἀπηλλάγη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἔτσι βραβεύεται μὲ τὴ Θεία Κοινωνία; Ἐδῶ σχεδὸν κάθε λεπτὸ ποὺ περνάει ἁμαρτάνομε. Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ πλησιάζομε νὰ κοινωνήσομε ἁμαρτάνομε. Ἂς ἀναλογιστοῦμε μόνο τὴν ψυχική μας ταραχή, τὰ σχόλια, τὴν κατάκριση καὶ τὶς μαῦρες σκέψεις ποὺ κάνομε, ἀκόμα καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν θὰ πρέπει ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι νὰ ξαναδιαβάσομε τοὺς πατέρες μας, νὰ ἄρομε τὶς πολλὲς στρεβλώσεις τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσομε τὶς σωτηριολογικές μας δυνατότητες μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχαστική μας παράδοση. Νὰ θυμόμαστε δὲ πάντα, ὅτι δὲν εἶναι βραβεῖο ἡ Θεία Κοινωνία. Εἶναι μιὰ ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ παράκληση σωτηρίας.
https://proskynitis.blogspot.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου