Σελίδες

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Η γέννα της Ξένης! (διήγημα)


Του π. Γεωργίου Οικονόμου

Η Ξένη ήταν στις μέρες της. «Σχεδόν το βρέφος γύρω περπατά» θα τραγουδούσε ο Νικόλας ο μακαριστός, ο Παπάζογλου, από τη Σαλονίκη. Είχε βαρύνει τώρα τελευταία, είχε πρηστεί πολύ και ανυπομονούσε να 'ρθει η ώρα, που το πλασματάκι εκείνο το ταλαίπωρο εκ κοιλίας μητρός θα 'ρχότανε στον κόσμο. Θα τέλειωναν τα βάσανά της άραγε; Ή θα αρχίζαν ίσως;

Η Ξένη δεν εγκυμονούσε υπό καλές προϋποθέσεις. Δεν ήταν άλλωστε καν σίγουρη ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού της.

Από τη μέρα, που η καθυστέρηση δήλωνε την πιθανή κύηση άρχισε να φοβάται και να αγωνιά. Δεν ήταν Ξένη μόνο στ' όνομα.

Ήταν ξένη και στην Ελλάδα και σχεδόν ολομόναχη. Είχε οικογένεια αλλά ζούσαν σε μεγάλο βαθμό αποξενωμένοι μεταξύ τους.

Και, επίσης, ήταν μόλις δεκαεννιά. Η μάνα της, μόλις αντιλήφθηκε τι συμβαίνει, προσπάθησε να την χειραγωγήσει άκρως πιεστικά˙ θα το ρίξεις το παιδί, ακούς; Μην διανοηθείς να κάνεις καμιά βλακεία και το κρατήσεις.

Και πώς θα το μεγαλώσεις, ε; Ξυπόλητη εσύ, ξυπόλητο κι αυτό! Δεν το σκέφτεσαι καθόλου; Και πατέρα δεν θα έχει; Σαν κι εσένα θες να μεγαλώσει;

Τα «λογικά» επιχειρήματα της μάνας σχεδόν την έπεισαν. Κι η αδερφή της, η Νάντια, οκτώ χρόνια μεγαλύτερη, τα ίδια και σκληρότερα της έλεγε.

Την έψεγε για την απροσεξία της και την χαρακτήριζε για τις σχέσεις της. Θα πας σήμερα κιόλας στο γιατρό.

Θα σου δανείσω εγώ τώρα και σε δυο μήνες δουλεύεις και μου τα δίνεις πίσω χωρίς τόκο αλλά μην τολμήσεις να σκεφτείς ότι θα το κρατήσεις. Δεν θέλουμε ακόμα ένα στόμα εδώ μέσα να ταΐζουμε, να ποτίζουμε, να ντύνουμε.

Αλλά που να τα σκεφτείς εσύ αυτά, ένα πράγμα μόνο σ' ένοιαζε, ένα, και τώρα θα το πληρώσουμε όλοι.

Η αλήθεια είναι ότι η Ξένη το έργο το είχε ξαναδεί. Γιατί ήδη άλλες δύο φορές είχε κάνει έκτρωση. Ή άμβλωση. Ή απόξεση. Ή διακοπή κύησης, όπως θέλουν να το λένε τελοσπάντων.

Τη μια φορά ήταν δεκαπέντε και την άλλη δεκάξι, και τις δυο μαθήτρια. Και τώρα πάλι τα ίδια... Αλλά τώρα ένοιωθε πιο άσχημα από ποτέ. Ένοιωθε διαφορετικά.

Δεν ήταν τα λόγια της μάνας ή της αδερφής. Ήταν μαθημένη σε αυτά και σ' άλλα χειρότερα. Ήταν μαθημένη ακόμα και να την χτυπούν. Αλλά τώρα ήταν κάτι άλλο. Σχεδόν πρωτόγνωρο.

Ήταν το σκίρτημα το μητρικό. Ήταν ο βουβός πόνος της καρδιάς. Τέτοιον πόνο μόνο μάνα, πού 'χασε παιδί μπορεί να έχει νοιώσει.

Για έναν τέτοιο πόνο είχε πει άλλοτε ο Συμεών ο Θεοδόχος στην Μαρία˙ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.

Διαλογισμοί σκληροί έπνιγαν και την Ξένη. Ήταν το κλάμα του μωρού, που σαν να της μιλούσε και της έλεγε˙ άσε με σε παρακαλώ να ζήσω. Δεν θα σου είμαι βάρος το υπόσχομαι. Θα ρθει η ώρα να σου ανταποδώσω το καλό, που μού 'κανες. Ε, μαμά, μαμάκα... Μητερούλα, σε παρακαλώ!

Τέτοιες φωνές άκουγε όλη μέρα κι όλη νύχτα. Κι οι φωνές γίνονταν κραυγές. Γίνονταν οδυρμοί και θρήνοι.

Και θυμόταν τα άλλα δύο αγέννητα παιδιά, που σκότωσε σχεδόν άθελά της χωρίς να την ρωτήσουν καλά καλά.

Ένοιωθε ότι τώρα ήταν η μοναδική και στερνή ελπίδα να εξιλεωθεί κάπως στα ματάκια τους, γεννώντας τουλάχιστον το αδερφάκι τους, ν' αναπαυτεί λίγο η ψυχή τους, ψηλά στον ουρανό.

Τέτοιες σκέψεις αντιστρατεύονταν μέσα της και γινόταν πόλεμος πραγματικός. Η καρδιά της κόντευε κυριολεκτικά να σπάσει. 
Πολλές φορές, μάλιστα, σκέφτηκε να σκοτωθεί. Αν δεν μπορεί να χαρίσει στο παιδί της την ζωή, δεν αξίζει ούτε η ίδια της να ζήσει.

Κι έγραψε ένα γράμμα να βρούνε οι δικοί της και τό 'γραψε με στίχους˙

Παιδιά μου, που σας σκότωσα
Παιδιά μου αγαπημένα
Δεν μου αξίζει η ζωή
Χέρια ματοβαμμένα
Ας πάω εγώ στην κόλαση
Μα, Θε μου, αυτά λυπήσου
Και βάλτα στ' ομορφότερο
Μέρος του Παραδείσου

Με τέτοιες σκέψεις ξεκίνησε να πάει στον γυναικολόγο, που την ήξερε και είχε κάνει παράνομα και τις δύο προηγούμενες «επεμβάσεις». Ανένοχα.

Αντίθετα, την ενθάρρυνε και προσπαθούσε να την πείσει ότι δεν είναι και κανένα κακό παραθέτοντας ψευτοφιλοσοφικά επιχειρήματα, που τού 'φερναν σωρό τα χρήματα, και της έλεγε˙ μη νοιάζεσαι, αυτό δεν είναι ακόμα άνθρωπος, δεν κάνεις κανένα κακό, μη βιώσιμο έμβρυο είναι.

Έφτασε με βαρειά καρδιά, τυλιγμένη σφιχτά μες το καρό παλτό της και σκεπάζοντας το πρόσωπο με το μαντήλι της, σχεδόν σαν να 'ταν μπούργκα, προσπαθώντας κάπως να κρυφτεί από την ντροπή, που ένοιωθε. Τα μάτια της μόνο έμεναν απέξω μα σκοτεινιασμένα και βουβά, στεγνά άλλο από δάκρυα.

Μόλις χτύπησε το κουδούνι και άνοιξε η πόρτα, την περίμενε μία έκπληξη.

Ο γιατρός, ο κύριος Μικρόπουλος, έλειπε για σεμινάρια στο εξωτερικό και τον αντικαθιστούσε μία συνάδελφος, η κυρία Ζωΐδου. Προς στιγμήν σκέφτηκε να φύγει αμέσως. Και να πάει να βουτήξει ίσα στον Θερμαϊκό εκεί απέναντι.

Η αλήθεια είναι ότι σε άντρα γιατρό θα ένοιωθε πιο άνετα. Αλλά σε γυναίκα; Διπλή η ντροπή. Έκανε να φύγει, όταν η γιατρός άνοιξε την πόρτα και της είπε με καλοσύνη˙ έλα, κορίτσι μου, σε περίμενα.

Η Ξένη δεν χρειάστηκε να πει πολλά, η Δωροθέα, όπως ήταν το όνομα της γυναικολόγου, τα κατάλαβε όλα μ' ένα μονάχα βλέμμα. 
Γιατί δεν ήταν μόνο γιατρός επιστήμονας. Ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος. Με καλό τρόπο βοήθησε την Ξένη να τα πει όλα, χωρίς να κρύψει τίποτα, σαν εξομολόγηση σε κανέναν άγιο γέροντα αγιονορείτη.

Και άκουγε με προσοχή, σιωπηλά, χωρίς να της περάσει ούτε λογισμός κατάκρισης για το κορίτσι εκείνο. Άλλωστε, ανάλογα περιστατικά ήταν αρκετά συνηθισμένα στο χώρο της.

Όταν τελείωσε η Ξένη, η Δωροθέα της μίλησε απλά και μέσα απ' την καρδιά της και της είπε περίπου τα παρακάτω λόγια˙ κορίτσι μου, σε επαινώ και σε συγχαίρω. Για το θάρρος και την δύναμή σου. Για την αγάπη στο παιδί σου.

Για την αληθινή σου μετάνοια. Δεν σκέφτομαι τίποτα κακό για σένα, μόνο σκέφτομαι τι είναι καλό από δω και πέρα. Αν πέσεις και πνιγείς στη θάλασσα, θα πάρεις στο λαιμό σου και μια αθώα ζωή. Έναν άνθρωπο. Δεν ήταν ιδέες σου όλα αυτά αλλά στ' αλήθεια σου μίλησε το παιδί σου.

Σε αγαπά και θα σε στηρίξει. Κι, όταν θα τρέχει στην αγκαλιά σου και θα σε φιλά, τότε θα καταλάβεις ότι έκανες το σωστό, που το άφησες να γεννηθεί και να ζήσει. Η μάνα κι η αδερφή σου δεν σε στήριξαν αλλά θα σε στηρίξουμε εμείς.

Υπάρχει ένας Σύλλογος για την προστασία του αγέννητου παιδιού. Θα είναι κοντά σου με κάθε τρόπο. Με αγάπη και διάκριση. Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι εύκολα αλλά μπορείς να τα καταφέρεις. Τί λες;

Η Ξένη είχε μείνει άφωνη. Το μόνο, που σκεφτόταν συνέχεια ήτανε η ανασκευή της άρνησης πως δεν υπάρχουν άγγελοι. Γιατί τόση ώρα έβλεπε μπροστά της με τα ίδια της τα μάτια έναν άγγελο ολοζώντανο. Και πρώτη φορά ίσως στη ζωή της ένας άνθρωπος της μιλούσε γλυκά χωρίς συφέρον.

Ενώ προετοιμάστηκε να δει τον δήμιο, που για ένα πεντακοσάρικο θα 'σφαζε το παιδί μες την κοιλιά της, τώρα έβλεπε ουράνιο άγγελο, που έστειλε ο Θεός, να σώσει το παιδί της από την θυσία, όπως τα παλιά εκείνα χρόνια, προ Χριστού ακόμα, έσωσε τον Ισαάκ απ' το μαχαίρι του πατέρα του. Τσίμπησε τότε με δύναμη το μπράτσο της, μήπως κι ονειρευόταν, τόσο δυνατά, που τινάχτηκε από τον πόνο.

Το μόνο, που ψέλλισε με κόπο και πιο πολύ με της καρδιάς το στόμα ήταν ένα˙ ευχαριστώ!

Την ίδια ώρα επικοινώνησε η γιατρός, που το ευχαριστώ της Ξένης ήταν η ακριβότερη πληρωμή της, με τον Σύλλογο και ήρθαν να την παραλάβουν λίγο αργότερα ολόκληρη συνοδεία εθελοντριών.

Πολλές από αυτές είχαν βρεθεί στη θέση της Ξένης άλλοτε και ήξεραν πώς να φερθούν.

Χωρίς πολλά λόγια πήγαν στο γραφείο του Συλλόγου και της εξήγησαν ότι θα είναι κοντά της ό,τι κι αν χρειαστεί.

Ιατρικά, οικονομικά, ψυχολογικά, ηθικά. Την πήραν μέλος στην οικογένειά τους, της βρήκαν σπίτι να φιλοξενηθεί και ήταν στ' αλήθεια δίπλα της όλους αυτούς τους μήνες της κύησης.

Τώρα, όμως, όπως είπαμε από την αρχή, έφτασαν ήδη οι μέρες ή μάλλον οι ώρες. Γιατί έσπασαν τα νερά της Ξένης και άρον άρον έτρεξαν στην κλινική με το ασθενοφόρο του Συλλόγου, όπου την περίμενε η Δωροθέα, η γιατρός, με όλη την ομάδα.

Η Ξένη δεν φοβόταν τους πόνους της γέννας, είχε πονέσει πολύ στη ζωή της, που δεν τη φόβιζαν καθόλου τέτοιοι πόνοι. Δεν φοβόταν ούτε τον ίδιο τον θάνατο, που πολλές φορές αποζητούσε, γιατί ένοιωθε ανάξια να ζει.

Είχε, όμως, και ένα δίλημμα τρομερό. Αν θα κρατήσει το παιδί ή αν θα το δώσει για υιοθεσία. Δεκαεννιά χρονώ κορίτσι σε ξένη χώρα και χωρίς την υποστήριξη της μάνας, που την έδιωξε μια για πάντα από το σπίτι, όταν έμαθε την απόφασή της να κρατήσει το μωρό, πίστευε πια πως δεν θα τα καταφέρει.

Ήταν εξαντλημένη. Και είχε βρεθεί, άλλωστε, οικογένεια καλή, που ενδιαφερόταν να υιοθετήσει το παιδί της.

Με αυτές τις σκέψεις να την τυρρανούν μπήκε στην αίθουσα τοκετού να γεννήσει. Την ώρα εκείνη, που ένοιωθε να σκίζονται τα σπλάγχνα της από τους πόνους, με την Δωροθέα φύλακα άγγελο πάντα δίπλα της, να της κρατά το χέρι, να την εμψυχώνει, να την στηρίζει, πήρε την απόφασή της.

Το παιδί μου θα το κρατήσω. Δεν το δίνω σε κανέναν! Μαζί με το παιδί αυτό ξαναγεννήθηκα κι εγώ. Ήμουν χαμένη και απελπισμένη και μου χάρισε και πάλι τη ζωή.

Σκέψεις ματωμένες από τον πόνο, αποφάσεις ιερές, βαμμένες κατακόκκινες με τα αίματα της μάνας. Και μια στιγμή, που κόντευε να χάσει τις αισθήσεις της από τον πόνο, είδε μπροστά της το μωρό κι άκουσε την Δωροθέα˙ να μας ζήσει, κορίτσι μου.

Να' σαι γερή να το μεγαλώσεις και να το χαίρεσαι. Γιατί η Δωροθέα είχε ήδη διαβάσει στα μάτια της Ξένης την απόφασή της να κρατήσει το παιδί.

Και, την ώρα εκείνη αλήθεια, χαρά γινόταν στους ουρανούς, σαν εκείνη την χαρά, που περιέγραψε ο Ησαΐας για το θείο βρέφος˙ ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν. Αγοράκι ήταν και τώρα το τεχθέν.

Και αναπαύτηκαν στ' αλήθεια λίγο και χαρήκαν οι ψυχούλες των δυο αγέννητων παιδιών της Ξένης, που συγκινημένα απ' τον ουρανό είδαν τον πόνο και την αγάπη της μητέρας τους, και αντί για εκδίκηση ζητήσαν από τον Θεό για αυτήν συγχώρεση και ευσπλαγχνία.

http://www.romfea.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου