Σελίδες

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Τὸ τελευταῖο ἀπειρόκακο παιδὶ τοῦ Ὄρους Ὁ Γερο-Εὐδόκιμος ὁ Βατοπεδινοσκητιώτης.


Γιὰ νὰ ἐξιστορῆς ἄνδρα ὅσιο, πρέπει καὶ σὺ νὰ βαδίζεις στὸν δικό του δρόμο, νὰ ἰχνηλατῆς μέρα καὶ νύχτα τὴν ζωή του· πρᾶγμα ἐντελῶς ξένο σ’ ἐμένα. Ἔπειτα, ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ δὲν φαίνεται. Εἶναι τὸ κρυπτόμενο καὶ φανερούμενο στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι ὁ μοναχός, ὅπως λένε οἱ θεολογοῦντες, ἐσχατολογικὸς προφήτης. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν ἐκφορὰ τοῦ μοναχοῦ εἶναι τὸ πρόσωπο καλυμμένο καὶ τὸ σκήνωμα σκεπασμένο μὲ τὸ μεγάλο Σχῆμα, ὅπως σκεπάζουνε τοὺς στρατιωτικοὺς ἄνδρες μὲ τὴν σημαία τῆς χώρας ποὺ ὑπηρέτησαν καὶ ὑπερασπίστηκαν μέχρι θανάτου. Ἐμεῖς, τὰ παιδιά του, ζήσαμε τὴν συντροφιά του στὰ ὑστερνά του. Συμπνευματιστήκαμε, ὅπως λέμε σήμερα, συμφάγαμε στὴν μοναχικὴ τράπεζα, συμψάλαμε στὸν ναό. Ἀλλὰ ποιός τὸν ἀπήλαυσε λειτουργοῦντα πίσω ἀπὸ τὰ πανύψηλα τέμπλα; Ποιός ἀφουγκράστηκε τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς του τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν; Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σκιαγραφήσει τὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεώς του, ὅπως χαρακτηρίζει τὸν ἀγῶνα τοῦ μοναχοῦ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὸν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου;
Γνώρισα αὐτὸν τὸν ὅσιο ἄνδρα –καὶ κυριολεκτῶ ὅταν λέω ὅσιο- τὰ πρῶτα χρόνια τῆς γνωριμίας μας μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἴσως εἶναι ὁ πρῶτος γνήσιος Ἁγιορείτης ποὺ συνάντησα: ἄκακος, ἀπροσποίητος, ἀνιδιοτελής, ἀκομμάτιστος, εὐθύς, ἁπλούστατος. Εἶχε καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Πασαλιμανάκι τῆς Προποντίδος. Οἱ γονεῖς του λεγόνταν Κωνσταντῖνος καὶ Ἀναστασία Μπίνου. Γεννήθηκε τὸ 1914. Ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος 14 ἐτῶν, ἀφοῦ πιὰ μόνιμα ἐγκαταστάθηκαν οἱ δικοί του στὴν γείτονα κώμη Οὐρανούπολη. Ἂν καὶ ὅλα τὰ μοναστικὰ Τυπικὰ ἀπαγορεύουν τὴν διαμονὴ ἀγενείων στὰ Μοναστήρια, φαίνεται πὼς πάντα γίνονταν ἐξαιρέσεις, ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ ἦταν πάντα ἄβατο στὶς γυναῖκες. Παραβάσεις γίνονταν κυρίως στὰ Κελλιὰ ποὺ ὑπῆρχαν συγγενεῖς.
Στὴν Σκήτη τοῦ Βατοπεδίου, στὸ Κελλὶ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα, εἶχε συγγενεῖς ὁ Γέροντας Εὐδόκιμος. Ἄκουσε ὁ μικρὸς Λευτέρης –αὐτὸ ἦταν τὸ βαπτιστικό του ὄνομα- πὼς σ’ αὐτὸ τὸ Κελλὶ κάνουν καλοὺς λουκουμάδες –τσιρχτὰ ὅπως τὰ λένε οἱ Ἀνατολίτες. Ἔφυγε ὁ μικρὸς ἀπὸ τὸ χωριό του, τὴν Οὐρανούπολη, ποὺ τότε ἦταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ βρέθηκε στὴν Σκήτη, γιὰ νὰ φάει λουκουμάδες. Ἦταν ἄραγε τόσο νόστιμοι αὐτοὶ οἱ λουκουμάδες ποὺ σαγήνευσαν τὸν μικρὸ νὰ τὸν κρατήσουνε γιὰ πάντα στὸ Κελλὶ τῶν Γεροντάδων, καὶ μάλιστα στὴν ἀρχὴ τῆς ἐφηβείας, ποὺ ὁ διάβολος μᾶς δείχνει τὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου; Πιστεύω πὼς οἰ καλοὶ λουκουμάδες ἦταν ἕνα δόλωμα, ἕνα σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὴν ἔρημο. Στὴν πραγματικότητα τὸ εἶχε μέσα του ὁ μικρὸς Λευτέρης νὰ δοθῆ στὸν Χριστό. Δόθηκε στὸν Χριστὸ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὰ τρυφερά του χρόνια μέχρι τὴν ὥρα ποὺ παρέδωσε τὸ σῶμά του στὴν μάννα γῆ. Προτίμησε τὴν σκληρὴ ζωὴ τῆς Σκήτης ἀπὸ τὴν ξέγνοιαστη τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἀπαγορεύονταν τὰ ζῶα, ὡς μεταφορικὰ μέσα, στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἀνεβοκατέβαιναν πεζῆ στὸ Μοναστήρι μὲ τὶς προμήθειες στοὺς ὤμους, κάτι ποὺ συνήθως ἦταν διακονία τῶν νέων μοναχῶν.
***
Στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, δώδεκα ἀδελφοὶ ἐγκατασταθήκαμε τὸν Ἰούλιο τοῦ 1980. Γιὰ τὸν χῶρο αὐτόν, προκαλούσαμε ἀμηχανία καὶ ἦταν δύσκολο νὰ πλησιάσουμε Γεροντάδες. Ὁ γερο-Εὐδόκιμος ἦταν πάνω ἀπὸ αὐτά. Μᾶς δεχότανε στὸ Κελλί του πανηγυρικά, μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, χωρὶς νὰ κομπάζει διότι ἤμαστε ἀπὸ τοὺς νέους, τοὺς ξενόφερτους μοναχούς, ποὺ ἤρθαμε νὰ διορθώσουμε τὰ κακῶς κείμενα τοῦ Ὄρους. Ὁ Γέροντας, χωρὶς νὰ κομπάζει γιὰ τὶς ἀσκήσεις του καὶ τὰ πολλά του χρόνια στὸν Ἄθωνα, μᾶς δεχόταν εὐπροσήγορα μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του, Γερμανὸ μοναχὸ τότε καὶ μετὰ τὴν μεγαλοσχημία του Ἰγνάτιο. Μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο, μὲ εἰρηνικὸ ὕφος καὶ καλὸ ἦθος, μᾶς ὑποδεχόταν καὶ μᾶς κατευόδωνε σὰν ντροπαλὴ παιδίσκη, λέγοντας:
 -Νὰ δοῦμε πάλι πότε ὁ Θεὸς θὰ δώσει νὰ ἰδωθοῦμε.
Ὄχι ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ὁ παλιὸς Ἁγιορείτης, ὁ πολύξερος Γέροντας, καὶ ἐμεῖς παιδιά. Πάντα μᾶς δεχόταν ταπεινά, σεβαστικά, ἀγαπητικά, μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη. Τίποτε τὸ προσποιητὸ δὲν ὑπῆρχε σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Τὸ χαμόγελο ἦταν ἀληθινό, ὄχι ψεύτικο, ἐκχύλισμα καρδίας εὐφραινομένης. Δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ ἄλλα ἔλεγε ἐμπρός σου καὶ ἄλλα πίσω σου. Ζήσαμε πολλὲς καλὲς στιγμὲς κοντά του. Πάντα, ὅταν πηγαίναμε στὴν Καλύβα του, παρέθετε τράπεζα. Πολλὲς φορὲς μάλιστα μᾶς περίμενε νὰ συμφάγουμε. Τὸ συνηθισμένο του φαγητὸ ἦταν καλαμάρια τοῦ κουτιοῦ μὲ φρέσκο κρεμμύδι καὶ μάραθρο.
***
Καμμιὰ φορὰ τὸν ἔπαιρνα στὸ τηλέφωνο:
-Τί κάνεις, γερο-Εὐδόκιμε;
-Ὑποχωρῶ ἐγώ, γιὰ νὰ κερδίσω τὸν ἀδελφό μου.
Ὁ γερο-Εὐδόκιμος καὶ ὁ μοναχὸς Ἰγνάτιος δὲν ἤτανε στὴν πραγματικότητα Γέροντας καὶ ὑποτακτικός, γιατὶ ὁ δεύτερος προερχόταν ἀπὸ ἄλλο Κελλί. Ὅταν ἀπέθαναν οἱ Γεροντάδες του, κατέφυγε στὸ Κελλὶ τοῦ γερο-Εὐδόκιμου, γιὰ νὰ μὴν εἶναι μόνος. Ἄλλες συνήθειες, ἄλλο ἦθος εἶχε ὁ γερο-Εὐδόκιμος καὶ ἄλλο ὁ μοναχὸς Ἰγνάτιος. Ὁ γερο-Εὐδόκιμος δυσκολευόταν μὲ τὸν Θασίτη μοναχὸ ἰγνάτιο, ὅμως συμβίωνε εἰρηνικά, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ῥήση: «Ὑποχωρῶ ἐγώ, γιὰ νὰ κερδίσω τὸν ἀδελφό μου». Καὶ αὐτό, ὄχι ἀναστενάζοντας, ἀλλὰ πάντα ἔχοντας στὸ πρόσωπό του συνοδευτικὸ τὸ γλυκύ του μειδίαμα.
Δὲν κατέκρινε ποτὲ κανένα. Δὲν μᾶς χάλασε τὸν λογισμὸ γιὰ κανένα μοναχό. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, προτοῦ ἡ Μονή του γίνει Κοινόβιο, ὅλοι τῆς ῥίχναμε λάσπη. Ὁ παπποῦς ποτέ. Ἔλεγε μόνον ἐπιγραμματικά:
-Δυσκολία περνᾶμε· ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει.
Τὸ καλὸ τὸ ἐπεσήμαινε καί, ὡς Ἀνατολίτης, τὸ ‘λέγε μὲ πομπῶδες ὕφος, γιὰ νὰ ἐπαυξήσει τὴν ἀξία του. Στὸ κακὸ σιωποῦσε. Τὸ ἄφηνε νὰ περάσει ἀπαρατήρητο, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό του γινότανε παραπονιάρικο, λυπημένο. Δὲν ἀγαποῦσε τὰ λόγια οὔτε ἀναπαυότανε στὰ πολλὰ λόγια τῶν μοναχῶν. Δὲν δεχότανε τὸν φλύαρο μοναχό. «Καλὸς εἶναι, ἀλλὰ λέει πολλά». Ὁ ἴδιος, ὅταν πήγαινες στὴν Κέλλα του, δὲν σοῦ ἔδινε τὴν αἴσθηση πὼς τοῦ λείπανε οἱ κουβέντες καὶ «τώρα ποὺ σὲ βρῆκα ἂς τὰ ποῦμε». Δὲν εἶχε μόνον τὸν λόγο ὡς τρόπο ἔκφρασης, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν παρουσία του, ὅλο του τὸ εἶναι. Πιὸ πολλὰ ἔλεγε μὲ τὴν ἔκφρασή του παρὰ μὲ τὸν λόγο του.
Ἔλαχε κάποτε στὸ Μοναστήρι μου τοῦ Ἀκαθίστου. Εἶπε τὴν πρώτη στάση ἕνας παπᾶς. Τὴν εἶπε μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ἤχων· πρῶτο, πλάγιο τοῦ πρώτου... Εἶπε πολλοὺς ἤχους μέχρι νὰ τελειώσει. Εἶδα τὸν γέρο δίπλα μου νὰ μὴν ἀναπαύεται, νὰ μὴν δέχεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Τὸ σιωπηλὸ πρόσωπό του ἐξέφραζε δυσανασχέτηση. Μετὰ πῆγε ἕνας δεύτερος παπᾶς· μουσικολογιώτατος καὶ αὐτός. Ὅταν τελείωσε, ἔδειξε ἱκανοποιημένος ὁ γέρος. Ὁ παπᾶς τὰ εἶπε ἁπλά· δὲν ἄλλαξε καθόλου ἤχους. Εἶπε τότε ὁ Γέρων:
-Ἔτσι τὰ λέγαμε καὶ ἐμεῖς. Ἔτσι παραλάβαμε νὰ τὰ λέμε.
 ***
Ὁ γερο-Εὐδόκιμος ἦταν πάντα πρᾶος, καὶ τὸ τονίζω, πρᾶος. Γιατὶ πολλοὶ λένε ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄγαμοι ἔχουμε νεῦρα, ἐξάψεις, ἀποτομίες καὶ ἀνεξέλγκτους ἐκνευρισμούς. Δὲν εἶχε τέτοια πράγματα ὁ γερο-Εὐδόκιμος. Γαλήνια καὶ πραότατα λειτουργοῦσε, ὅποιος καὶ νὰ τὸν διακονοῦσε καὶ τοῦ ἔψαλλε. Καὶ πραότατα συμπεριφερόταν. Ὅπως λειτουργοῦσε μπροστὰ στὸ Θυσιαστήριο, ἔτσι ἀκριβῶς φερόταν καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν σέβιζε μπροστὰ στὸ Θυσιαστήριο καὶ ἔπειτα κακοφερνόταν στὸν ἀδελφό του. Κοινωνοῦσε μὲ τὸν ἄλλο πάντα σεβαστικά. Τὸν ῥώτησα κάποια φορὰ ἂν ποτὲ ἐκνευρίστηκε καὶ μοῦ ἀπάντησε:
-Δὲν θυμᾶμαι.
Ὅταν τοῦ ἔκλεψαν τὰ καζάνια τῆς Σκήτης, τὸν ἄκουσα νὰ λέει:
-Τὸν εὐλογημένο· ἂς ἄφηνε καὶ σ’ ἐμᾶς κανένα νὰ κάνουμε τὴν γιορτή. Ὅλα τὰ χρειαζότανε;
***
Στὴν θεία ἐξομολόγηση ἦταν πάντα σοβαρός, σὰν τὸν γιατρὸ ποὺ μὲ εύθύνη ἐξετάζει τὸν ἀσθενῆ. Μετὰ τὸ μυστήριο ἀκολουθοῦσε ἡ σιωπὴ τοῦ Ζαχαρία. Κάποτε-κάποτε ἔλεγε:
-Καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀγωνίζεται ὁ παλιός, ἀλλὰ ἡ ἐπίδραση τοῦ κακοῦ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν βάλει τὸ χέρι Του, πάντες θὰ καταποντισθοῦμε.
***
Σεβότανε καὶ πολὺ πονοῦσε τὸ Μοναστήρι του. Τὸ ἀγαποῦσε σὰν τὸν οἶκο τοῦ πατρός του. Ὁ λόγος τοῦ Μοναστηριοῦ του ἦταν λόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔπρεπε μὲ κάθε θυσία νὰ τὸν ἐφαρμόσει. Ὅλοι οἱ Γεροντάδες τῆς Μονῆς ἦταν σοβαροὶ καὶ σεβαστοί. Κανένα δὲν σχολίαζε. Σ’ ὅλους ὅλο καὶ κάποιο καλὶ εὕρισκε καὶ τὸ ἐπαινοῦσε. Δὲν εἶχε κανένα καὶ πέταμα.
Μέσα στὸ Μοναστήρι του, ποὺ διακόνησε πολλὲς φορὲς ὡς ἐφημέριος, ἦταν γλυκὺς στὸν λόγο του καὶ ὄμορφος στὴν συμπεριφορά του. Δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου ἡ ἐρώτηση, καὶ μάλιστα ἀπὸ μοναχό, τί εἶναι ὁ ἕνας καὶ τί εἶναι ὁ ἄλλος. Μοῦ ἔλεγε:
-Ἀδελφέ μου, ποιός μὲ ὥρισε ἐμένα νὰ ξεχωρίσω τὴν ἦρα ἀπὸ τὸ σιτάρι;
Ὅταν ἦρθε ἡ νέα ἀδελφότητα, στὴν ἀρχὴ ἦταν διστακτικός. Μοῦ ἔλεγε:
-Ἂν δὲν τὰ βρῶ καλά, θά ῤθῶ στὸ Μοναστήρι σου. Σᾶς ἔχω περισσότερο θάῤῥος.
-Ὄχι, Γέροντα. Κάθισε πρῶτα νὰ δὴς τοὺς ἀνθρώπους καὶ μετὰ ἀποφασίζεις.
Ἔπειτα ὅμως, ὅταν εἶδε τὴν ἀδελφότητα νὰ μεγαλύνεται, νὰ ἔχει τὰ τῶν μοναχῶν, τὴν λατρεία πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν διακονία, ἀναπαύθηκε. Ὁσάκις συναντώμεθα, μὲ πολὺ ἐνθουσιασμὸ μοῦ διηγεῖτο τὶς περιποιήσεις τῶν ἀδελφῶν, τὸν σεβασμὸ ποὺ τπῦ ἔδειχνε ὁ ἅγιος Ἡγούμενος, τὶς ψαλμωδίες στὴν ἐκκλησία. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ βίωνε ὡς θαῦμα τῆς Παναγίας:
-Δὲν εἴχαμε, ἀδελφέ μου, ἄνθρωπο νὰ ψάλει. Καὶ τώρα σείεται ὁ ναὸς ἀπὸ νεανικὲς φωνές. Δὲν εἶναι αὐτὸ θαῦμα τῆς Βηματάρισσας;
***
Μία ἑβδομάδα πρὶν κοιμηθῆ τὸν ἐπισκέφθηκα στὸ Μοναστήρι, ὅπου γηροκομεῖτο. Μὲ ἀνεγνώρισε.
Εἶχε ἕνα βλέμμα καθαρό, ζωηρό, διαπεραστικό. Τὸ τονίζω, καθαρὸ βλέμμα. Ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του. Ἂν τὸν κοίταζες προσεκτικὰ στὰ μάτια, ἔβλεπες τὰ σύμπαντα, ἔβλεπες ὅλη τὴν ἀσκητικὴ πορεία τῶν Ὁσίων.
Εὐδοκίμησε πραγματικά, γιατὶ εἶχε πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν εἰκοσιτετράωρη λατρεία. Καί, ὅπως διδάσκει ὁ Ἀββὰς Ἰσαάκ, «ὑπὲρ πᾶν ἄλλο, τὴν σιωπὴν ἠγάπησε», τὰ λίγα λόγια. Εἶχε προσεκτικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους. Δὲν ἄφηνε λογισμοὺς σὲ κανέναν. Εἶχε ὄμορφο κόσμο, ποὺ δὲν τὸν κληρονόμησε ἀπὸ τὴν μάννα του, τὴν ὁποία δὲν γνώρισε  καθόλου, οὔτε ἀπὸ τὸν πατέρα του, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἦταν σημειωμένη ἡ ταλαιπωρία καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τῆς προσφυγιᾶς. Ἀλλὰ τὸ πέτυχε ἀπὸ τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔκανε 76 χρόνια σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ τὸν φύτεψε ὁ Θεός.
Ὁ γερο-Εὐδόκιμος εἶχε τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ. Ἤτανε προσεκτικὸς μοναχός. Ἔμεινε ταπεινὸς μὲ κεκρυμμένη τὴν ζωή του ἐν Χριστῷ. Ἔμεινε πάντα ξεχασμένος πίσω ἀπὸ τὸ Κρυόβουνο. Ὅταν τὸν πλησίαζες, σοῦ ἔδινε τὴν αἴσθηση: «Λάλει σὺ καὶ ἀκούω ὁ δοῦλός σου».
Ὁ γερο-Εὐδόκιμος μὲ τὴν βαθειά του ταπείνωση ζοῦσε ὅπως οἱ Ἄγιοι τοῦ Θεοῦ: ταπεινά, ἀθόρυβα, ἥσυχα, μέσα σὲ μία ἀπέραντη ἀφάνεια. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔμεινε μόνος.
***
Ἤτανε μεγάλος πόνος τὸ ὅτι εἶδε τὴν ἐρήμωση τῆς Σκήτης. Θλίψη ἀδιαπέραστη. Τὸ ἔφερε βαρέως μέχρι τελευταῖα, ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἔβλεπε νὰ κλείνουν τὰ Κελλιὰ καὶ ἕνα-ἕνα νὰ γίνονται ἕνας σωρὸς πέτρες. Τὸ θεωροῦσε ἐγκατάλειψη Θεοῦ ἐξ ἁμαρτιῶν μας. Ἀγαποῦσε τὸν τοῖχό του. Ἀγαποῦσε τὸ Κελλί του. Δὲν τοῦ ἄρεσε νὰ περιφέρεται δῶθε-κεῖθε. Ἄλλωστε, αὐτὸ παρέλαβε ἀπὸ τοὺς αὐστηροὺς Γεροντάδες του. Δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ γυρίζει, νὰ γειτονεύει, νὰ ἀκούει καὶ νὰ μεταφέρει νέα. Τηροῦσαν τὸν κανόνα τοῦ Μεγάλου Παχωμίου: «Μὴ μεταφέρεις λόγον ἀπὸ ἀγροῦ εἰς ἀγρόν». Ἐλάχιστες φορὲς ἐξήρχετο τοῦ Ὄρους. Ὅταν ἔβγαινε, γινότανε λιτανεία, γιατὶ τὸ νὰ βγῆ αὐτὴ ἡ «πανάρχαια εἰκόνα» ἔξω δὲν ἦταν συνηθισμένο πρᾶγμα.
Ἐπαναλαμβάνω: ἀγαποῦσε τὸν τοῖχό του, ἀγαποῦσε τὸ Κελλί του. Καί, ὅταν κάηκε ἀπὸ κάποιους περιπατητικοὺς μοναχούς, πολὺ τραυματίστηκε καὶ πολὺ κουράστηκε ψυχικά. Τοῦ λέω μία φορά:
-Πᾶμε στὴν Σκήτη;
-Τί νὰ δῶ; Τὸ καμένο μου Κελλί;
Ἤξερε ὁ γερο-Εὐδόκιμος τὴν μαθητεία τοῦ Κελλιοῦ καὶ ἀγαποῦσε τὴν γωνιά του. Εἶχε τὸν τρόπο του, ὅπως ἔλεγε, νὰ γεμίζει τὶς 24 ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας.
Εἶχε σπουδάσει κοντὰ στοὺς Γεροντάδες του καὶ τὴν ζωγραφικὴ καὶ τὸ χρύσωμα τῶν τέμπλων. Στὸ Κελλί του ὑπῆρχε πίνακας ποὺ παρίστανε σιδηρόδρομο.
-Τί εἶναι αὐτό, Γέροντα;
-Εἶναι ἀνάμνηση τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Εἶναι ὁ σιδηρόδρομος ποὺ πάει στὴν Πάτρα, ὅπως τὸ ἔβλεπα στὸ Αἴγιο, ὅπου πρωτοεγκατασταθήκαμε.
Ὁ κῆπός του ἤτανε πάντα φροντισμένος. Ἔδινε τὸν καρπὸν αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ αὐτοῦ. Τὸ ἀμπέλι καὶ τὰ δένδρα εἶχαν εὐλογία. Κουβαλοῦσαν οἱ Γεροντάδες φυλλώματα ἀπὸ τὸ δάσος, γιὰ νὰ τὰ κοπρίσουν. Καὶ τὰ μονοπάτια ποὺ ὡδηγούσανε στὸ Κυριακὸ πρόδιδαν τὴν παρουσία φίλεργου καὶ φιλόκαλου νοικοκύρη. Παρὰ τὸ γῆράς του δὲν ἐφείδετο κόπων νὰ τὰ περιποιῆται. Οἱ καλογερικὲς δουλειὲς δὲν εἶναι μέριμνα ποὺ σκορπίζει τὸν νοῦ τοῦ μοναχοῦ. Εἶναι μέσον ἰσοῤῥοπίας τῶν ψυχικῶν καὶ τῶν σωματικῶν του δυνάμεων.
***
Στὴν ταφή του, μὲ πολὺ πόνο θάψαμε ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα παιδιὰ τοῦ Ὄρους. Τὰ ἐνενήντα του χρόνια δὲν μετρίασαν τὴν θλίψη μας.
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε καὶ ἂς εἶναι ὑπόδειγμα ζωῆς σὲ ὅλους. Ἀμήν.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἡγουμένου Δοχειαρίου π. Γρηγορίου, 2010)
http://periagiouorous.blogspot.com.eg/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου