Σελίδες

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΑ


Του Αρχιμανδρίτου Αντωνίου Φραγκάκη, ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας

Προσφάτως εκοιμήθη εν Κυρίω και μετεχώρησε στα άφθαρτα σκηνώματα της δόξης του Χριστού ένας εξέχων και διακεκριμένος ιεράρχης, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Πέτρας και Χερσονήσου Νεκτάριος.

Επειδή επί μακρά σειρά ετών είχα στενότατο σύνδεσμο με τον μεταστάντα σκέφθηκα να καταστρώσω, περιφραστικά όσο γίνεται , την εμπειρία της αναστροφής μου κοντά του, αν και αρκετά κοινοποιήθηκαν στην αντίληψη του Χριστεπωνύμου πληρώματος «δια χάρτου και μέλανος» μετά την κοίμησή του, και δεν έχει να προσθέσει τίποτα ιδιαίτερο η δική μου πενιχρή αναφορά. Το κάνω μόνο εις ένδειξη αγάπης και ευγνωμοσύνης στο σεπτό πρόσωπο του και για λόγους βιωματικής κατάθεσης στο υποθηκοφυλακείο της ιστορίας. Άλλωστε η ιστορική μνήμη είναι αυτή που αείποτε ζωογονεί το παρελθόν, νουθετεί το παρόν και επηρεάζει το μέλλον.

Το κάνω τώρα μετά την εκλογή του διαδόχου του για συγκεκριμένους λόγους. Όχι γιατί ήμουν υποψήφιος αλλά για να μην δώσω τυχόν πρόσκομμα στην επιτυχία ετέρων υποψηφίων, μετά των οποίων πιθανόν να συνέδεαν τα δημοσιευθέντα οι σχολαστικοί διυλιστές της εκκλησιαστικής επικαιρότητος…

Τονίζω, βεβαίως, ότι συνήθως οι επίσκοποι ζώντες και κεκοιμημένοι πληθωρικώς εγκωμιάζονται.

Είναι, βλέπετε, η αίγλη του αξιώματος και η εξειδανίκευση του μεγαλείου της Αρχιερωσύνης. Είναι και η συμφεροντολογική κολακεία των υποδεεστέρων και η ιδιοτελής στοχοθεσία των οιονδήποτε καπηλευτών, όχι μόνο της ισχύουσας εξουσιαστικής δύναμης αλλά και της αποληξάσης ποιμαντικής παράστασης κάθε αποιχομένου ιεράρχου. Αυτοί κυρίως είναι οι λόγοι που επιβάλλουν, λίαν ιδιοτελώς και ενίοτε εθελοκακούργως αυτά τα πράγματα. Εδώ δεν υπάρχει τέτοια σκοτεινή σκοπιμότητα. Δεν ισχύει αυτή η παλαιά μέθοδος που αναφέρει και ο Σωκράτης στην εκκλησιαστική του ιστορία (βιβλ. 3,25) «αεί προς του κρατούντας αποκλείνειν». Πράγματι αυτή η «ναυαγοσωστική λέμβος» αποβαίνει «σωτήριος» για μερικούς. Εμείς εμάθαμε από τους εκκλησιαστικούς μας διδασκάλους ότι ο υπηρέτης του Χριστού οφείλει να είναι η εσταυρωμένη αλήθεια, και αυτή την αλήθεια έχει χρέος να την εκφράζει έστω και αν ακόμη θανασίμως πατάσσεται. Ας λέγουν οι ισχυροί της ημέρας «τους αντιλέγοντας ή πείσωμεν ή καταναγκάσωμεν ή κολάσωμεν» (Θεοδωρήτου Εκκλ. ΙΣΤ,2,25) Ορθοδοξία σημαίνει βιωματική κατάθεση αληθείας. Εάν δειλιάσομε ή σιωπήσομε, εγκαθιδρύομε έναν Παπισμό στην Ανατολή. Γι αυτό θα σύρω λίγες γραμμές εμπνεόμενος από την υπαγόρευση της εμπειρικής μου γνώσης, χωρίς υποκειμενικές αλλοτριώσεις ή σκόπιμες μεγαλοποιήσεις, επηρεαζόμενος από τη θλιβερή απώλεια της παρουσίας του και τυχόν συναισθηματική έξαρση της στιγμής.

Τον αείμνηστο ιεράρχη γνώρισα, τον πρώτον, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, όταν υπηρετούσε ως Πρωτοσύγκελλος στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Ο παλαιός παιδικός μου σύνδεσμος με τον από Γορτύνης μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο, οδηγούσε πλειστάκις τον ανήσυχο νεανικό βηματισμό μου, παρά τον φόρτο της γυμνασιακής παιδείας, στο κτίριο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Υπηρετούσε εκεί και ο πνευματικός μου μέντορας Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Κοντονάσιος, και η κάθε επικοινωνία με το χώρο εκείνο, ήταν για μένα αναψυχή και αναβαπτισμός.

Στο διπλανό γραφείο υπηρετούσε ο πρωτοσύγκελλος. Δεσπόζουσα τότε προσωπικότητα στο εκκλησιαστικό προσκήνιο του Ηρακλείου. Ήταν πολυτάλαντος και απόλυτα αποδοτικός στους τομείς που του ανέθεσε η εκκλησία. Νέος, κυπαρίσσιος στο ανάστημα, λιπόσαρκος, ευθυτενής, σύννους και μεγαλοπρεπής, υποστασίαζε μια ιδιαίτερη σύνθεση μέτρου και λεπτότητας και ενσάρκωνε παλαιά Πατερικά πρότυπα με το επιβλητικό του παρουσιαστικό και την ευκατάνυκτη έκφραση της φωνής του. Ιδιαιτέρως, όμως, έκανε βαθυτάτη εντύπωση η μακρυά κατάμαυρη γενειάδα του και το όλο ιεροπρεπές και υποβλητικό παράστημά του. ΄Ηταν άριστος και θερμουργός ιεροκήρυκας. Μελετούσε πολύ τον Αγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο και ηρέσκετο να ακούει σύγχρονους διαπρήσιους κήρυκες του θείου λόγου, όπως τον αείμνηστο Δημ. Παναγόπουλοκαι τον γιγαντιαίο π. Αυγουστίνο Καντιώτη, το ύφος του οποίου πολλάκις απέδιδε, ιδιαίτερα στις αξέχαστες εσπερινές ομιλίες που έκανε στην Παναγία των Σταυροφόρων. Ήταν αφοσιωμένος όμως πρωτίστως στο ιερό θυσιαστήριο. Είχε από τον Θεό το χάρισμα, όχι μόνο να λειτουργεί αυτός υποδειγματικά αλλά και να βοηθεί συλλειτουργούς και εκκλησιαζόμενους να προσεύχονται «εν Πνεύματι», προσηλωμένοι απόλυτο στο Μυστήριο. Δεν μπορώ να λησμονήσω ότι κατά τις τελετουργικές παραστάσεις του, εδημιουργείτο στο εκκλησίασμα ένθερμη ατμόσφαιρα ικανή να συνεπάρει και τους πλέον χλιαρούς. Έτσι μπορούσε, επαγωγικώς, να οδηγήσει στην κατάνυξη που απαιτεί η καρδιακή ζύμωση του φυράματος της μετανοίας.

Ολόκληρη αυτή η δεκαετία σφραγίσθηκε από την αγάπη του Πρωτοσυγκέλλου στη Θεία λατρεία και στο επιμελημένο κήρυγμα. Δεν ήταν δυνατόν να ευρεθεί Κυριακή ή εορτή που να μην ιερουργούσε και να μην εκήρυξε το Θείο λόγο, όχι επαναλαμβάνοντας κάποια παλαιά ομιλία αλλά συνθέτοντας πάντα μια νέα, έστω και αν το εκκλησίασμα ήταν ολίγιστο.

Ενθυμούμε ότι ήθελε την παρουσία μεγάλου εκκλησιάσματος αλλά ουδέποτε αισθάνθηκε την παραμικρή πικρία, όταν εξ’ οιουδήποτε κωλύματος, παρίσταντο ελάχιστοι Χριστιανοί. Μάλιστα και τότε εξέφραζε την χαρά του για το οικογενειακό περιβάλλον που δημιουργήθηκε και την κατανυκτική ατμόσφαιρα που επεκράτησε. Είναι φανερό ότι «οίδε και υστερείσθαι, οίδε και περισσεύειν» κατά τον Απόστολο Παύλο, τηρουμένων, ασφαλώς, των αναλογιών. (Κεφ.Δ΄12)

Ήταν στην εικόνα, στην έκφραση και στην αριστοτεχνική απόδοση των τρόπων πάντα σεμνο-μεγαλοπρεπής. Όλη αυτή η εξευγενισμένη συμπεριφορά του και η μεγαλοπρεπής διάθεσή του, δεν νομίζω ότι είχαν κάτι το ψευδεπίγραφο και ναρκισσιστικό. Όχι μόνο δεν ήθελε τον παραγκωνισμό των άλλων, αλλά αντιθέτως επιδίωκε να προσλάβει, κατά το δυνατόν, περισσότερους, για να τους ανυψώσει στην περιωπή του δικού του λελαμπρισμένου φρονήματος. Ήθελε και τους συλλειτουργούς του με ολόλαμπρες λειτουργικές στολές σαν τις δικές του, γνώστες της μουσικής και της θεολογίας, της τέχνης της ρητορικής και της ευγένειας των τρόπων.

Αναπολώ με θαυμασμό τον τρόπο με τον οποίο συμπλήρωνε ή διόρθωνε τα σφάλματα των συλλειτουργών του και των ιεροψαλτών.

Ουδέποτε θύμωσε ή εξετράπη καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Αντιθέτως παρενέβαινε αυτός με τέτοιο τρόπο, που το εκκλησίασμα σχημάτιζε την εντύπωση ότι όλα πήγαιναν καλώς και πως οι αιτήσεις ή ο ύμνος που είπε ο πρωτοσύγκελος μάλλον του ανήκαν κατά την τάξη. Μερικές φορές μάλιστα, υπαγόρευε χαμηλοφώνως το κείμενο της εκφωνήσεως, δίκην υποβολέως, απαγγέλλοντας ο ίδιος την αίτηση και απαλλάσσοντας τον συλλειτουργό από την αμηχανία της περιστάσεως.

Την αοργησία αυτή και την ατάραχη ακινησία την διατήρησε στο έπακρον και σαν Μητροπολίτης. Θυμάμαι φοιτητής, όταν χοροστάτησε κάποτε στον εσπερινό της πανηγυριζούσης Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Μακρινού της Μητροπόλεως Μεγάρων, πήγε κάποια στιγμή της ακολουθίας να εκζητήσει την ευχή του ένας ευτραφής ηλικιωμένος. Η αδεξιότητα όμως κάποιας κίνησης αποσταθεροποίησε την ισορροπία του και κρατήθηκε από τη ράβδο του Μητροπολίτη, την οποία κυριολεκτικώς κατακομμάτιασε. Ατάραχος και χαμογελαστός ο Νεκτάριος είπε: «ο καημένος ο παππούς! Πάλι καλά που δεν χτύπησε. Συνεχίστε παρακαλώ, δεν έγινε τίποτα».

Ήθελε και την ανάγνωση ευκρινή, με ύφος εκκλησιαστικό και σεμνοπρεπές, την θυμίαση με κινήσεις εύρυθμες και σοβαρές, όπως απαιτεί η ακρίβεια της τάξεως και η μυσταγωγία της στιγμής. Η ευσταλής και μεγαλοπρεπής παρουσία του είχε κάτι το πηγαίο και αρχοντικό. Το κήρυγμά του είχε καλλιέπεια λόγου, άψογη αγιοπατερική κατάστρωση, και παλλόμενη εκφορά. Κατακλύζονταν η ψυχή του από τα ζώπυρα της ευσεβείας και αυτά αφεύκτως εξωτερικεύονταν από τον ασίγαστο κρατήρα του λόγου και από την ιλαρότατη έκφραση του προσώπου του. Ήταν καλογερικός χωρίς να γίνεται βλοσυρός, κοινωνικός χωρίς να καταντά κοσμικός, γλυκύς χωρίς να μεταβάλλεται σε γλυκερός. Εκπληκτική σύνθεση του μέτρου και ισορροπίας ήταν η πληθωρική προσωπικότητά του. Αν είχα αντιληφθεί καλώς, ήθελε, χωρίς προσωποληψία ή μικροπρεπείς διαχωρισμούς να εισηγείται τιμητικές διακρίσεις για τους άλλους κληρικούς, αποβλέποντας πάντα στην αποδοτικότερη εργασία τους και στην πνευματική οικοδομή τους.

Σ’ εμάς τα τότε νέα παιδιά κράτησε στάση διακριτική και εποικοδομητική. Μας εξέπεμψε την πατρική του αγάπη ανδροπρεπώς και σιωπηλώς, ενίοτε δε και με εξωτερικές εκδηλώσεις, ουδέποτε όμως εξετράπη σε φιλόφρονες διαχύσεις και γλυκανάλατους συγχρωτισμούς που κενώνουν το χάρισμα της πατρότητας και τροφοδοτούν, όχι μόνο την αλαζονική οίηση αλλά και κάθε εμπαθές κίνητρο της εφθαρμένης μας οντολογίας.

Ήταν ένα χαριτωμένο κράμα αρμονικών αντιθέσεων. Ήταν σύννους και χαριείς, παρών και απών, χαριζόμενος και αποστασιοποιούμενος, λεπτός στο χιούμορ και δοτικός στην αγάπη. Στην όντως αγάπη! Στην αγάπη του Χριστού!

Προσωπικά δε χρημάτισα άμεσο πνευματικό του τέκνο, έχω όμως την αίσθηση ότι δε με ξεχώρισε. Με αγάπησε και με εμπιστεύθηκε πολύ. Μας νουθετούσε να αποφεύγουμε τα άκρα ήτοι τον Δυτικογενή ευσεβισμό και τον Νικολαΐτικο αμοραλισμό. Η πατερική μεσότης - έλεγε - είναι η εκκλησιαστική πνευματικότης. Δεν του άρεσαν οι φτιασιδωμένες συμπεριφορές και οι χαμογελαστές προσωπίδες πίσω από τις οποίες λυσσομανούν στενόκαρδα συμφέροντα και ειδεχθείς επιδιώξεις. Το ίδιο, όμως, δυναμικά στηλίτευε και την απρόσεκτη διολίσθηση στον κατήφορο της σαρκικής εξαχρείωσης, που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε σκεύος ηδονής και κρεάτινο υποχείριο των παθών της ατιμίας. «Αντώνιε -μου έλεγε- θα συνδυάζετε, παιδί μου, αφόρητο μίσος στην αμαρτία και παροιμιώδη αγάπη στο μετανοούντα αμαρτωλό». Άλλοτε έλεγε: «Δεν έχω να επιδείξει πολλά στο θεό, αλλά αποστρέφομαι από καρδιάς τα έργα των Νικολαϊτών τα οποία και ο θεός βδελύσσεται και μισεί, κατά τον της Αποκαλύψεως λόγον. Μην κατακρίνομε, όμως παιδί μου. Η σωφροσύνη από την ακολασία απέχει μια γαλανή κλωστή».

Τότε απάντησα: «Ακόμη στους Νικολαΐτες είστε και στους Καρποκρατιανούς; Τώρα αναβιώνουν τα έργα των αρχαίων βορβοριτών, τα οποία αναλυτικώς αναφέρει ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου στο «κατ’ αιρέσεων» έργο του (Migne 4i, 336 κ.ε). «Ναι έτσι είναι - έλεγε- γι’ αυτό αναμένουμε οδύνες φοβερές, σύμφωνα με την δυαδική σχέση ηδονής- οδύνης που ορίζει επακριβώς τη μεταπτωτική ανθρώπινη νομοτέλεια. Τις αναμένουμε βάσει αυτού του θεμελιακού αξιώματος, παρ’ ότι το έχει επαρκώς διασαλπίσει και ο προφητικός λόγος των αγίων του θεού».

Την χειροτονία του την έζησα, την χάρηκα, την πανηγύρισα. Ήμουν συνδεδεμένος με ιερούς δεσμούς φιλίας με πνευματικά τέκνα του. Όλοι μαζί κατεβήκαμε, φοιτητές όντες, από το Κλεινόν Άστυ στο νεώτερο Χάνδακα. Νομίζω δεν θα ξαναζήσει ο Άγιος Μηνάς τέτοιο εκφαντορικό μεγαλείο, τέτοιο χειμαρρώδη ενθουσιασμό, τέτοια παλλαϊκή παρουσία, τέτοια χαρμόσυνη ομοθυμία, τέτοια παλμώδη συγκίνηση.

Η εκλογή, η χειροτονία και η ενθρόνισή του σημάδεψαν ανεξίτηλα τα ιστορικά δρώμενα της συγχρόνου εκκλησιαστικής παραγωγής, στη μεγαλόνησο Κρήτη.

Έγινα κληρικός με την συγκατάβαση και το άπειρο έλεος του θεού, στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας το 1996. Το θέλημα του θεού εκφράστηκε και με δική του επίμονη προτροπή.

Ο παιδικός μου σύνδεσμος με τον από Γορτύνης και Αρκαδίας αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο με προσανατόλισε να διακονήσω κοντά του. Ήθελα από καρδιάς, και χωρίς καμμιά υστεροβουλία, να περικρατήσω σεβαστικά το τίμιον γήρας του. Στο άκουσμα αυτής της εξέλιξης η οποία είχε άμεσα δρομολογηθεί, αντέδρασε σθεναρώς, ο πολυσέβαστος γέρων Νεκτάριος, ο πολύπειρος ποδηγέτης της Καλυβιανής και εμπνευσμένος διδάχος συμπάσης της Μεσσαρίτικης γης. Φαίνεται, όπως κατάλαβα αργότερα, επικοινώνησε με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Πέτρας και γνωστοποίησε αυτή την εξέλιξη.

Ο μακαριστός Νεκτάριος μου τηλεφώνησε και ζήτησε να παραβρεθώ στα εγκαίνια του ιερού εξωκκλησίου Αγ. Πάντων Περίου, όπου θα ευρίσκετο και ο ίδιος. Μετά την αποπεράτωση της πολύωρης εκείνης αλλά και χαριτόρροης τελετής, με πήρε λίγο και κουβεντιάσαμε, κάνοντας περίπατο στο δρόμο: «κοίταξε -μου είπε- ό,τι σου πω το υπαγορεύει η αγάπη και το ενδιαφέρον για μια καρποφόρο και θεοβράβευτη διακονία. Κάθησε εδώ. Ας μη συνδέεσαι με τον Κύριλλο. Είναι καλός άνθρωπος και δεν θα σε ταλαιπωρήσει. Εσύ θα κρατηθείς μακρυά από τυχοδιωκτισμούς και περιβάλλοντα. Ο Αρχιεπίσκοπος, όσο και αν σε αγαπά, είναι γέρων και δεν ελέγχει την κατάσταση. Εσύ πηγαίνεις με ανιδιοτέλεια αλλά γύρω από τα πολύ υπεροχικά πρόσωπα, αναπτύσσεται, αφεύκτως, μια αθέμιτη αντιπαλότητα για τη δόξα και την επικράτηση. Εσύ είσαι ευαίσθητος και δεν θα αντέξεις. Άλλωστε εγώ θέλω, εσείς η νέα γενιά των ιερομονάχων να τα δώσετε όλα στην Εκκλησία, χωρίς να περιμένετε τίποτα από αυτή, παρά μόνο ψυχική πληρότητα και σωτήρια εσχατολογική Θεοκοινωνία. Μην ξεχνάτε, ακόμη, ότι οι κυνικές συναλλαγές, οι φατριαστικές δοσοληψίες και τα ταπεινά συμφέροντα καταντούν την εκκλησία «ρυπώσαν, αιχμώσαν, γυμνήν, πεφυρμένην αίματι» κατά το Χρυσοστόμειον ρήμα. Έπειτα εδώ η Μεσσαρά έχει καλό αλλά διψασμένο κόσμο. Οι ψυχές των ανθρώπων είναι σαν τις στέππες της ερήμου από την πνευματική ανυδρία. Σας θέλω στην ποιμαντική σκαπάνη και όχι στα κακόγουστα εκκλησιαστικά φεστιβάλ. Κάθησε, σε παρακαλώ, εδώ παιδί μου…»

Διέσωσα επακριβώς τα λόγια του γιατί αμέσως τα κατέγραψα στο προσωπικό μου ημερολόγιο. Μου έκανε εντύπωση ότι αυτό που μου είπε εκείνος για τις στεγνωμένες ψυχές, μου το επανέλαβε λίγες μέρες αργότερα και ο αγιώτατος καθηγούμενος της μονής Προφ. Ηλιού Ρουστίκων Ρεθύμνης μακαριστός γέρων Ευμένιος!

Μετά τη χειροτονία μου είχαμε στενότατη επικοινωνία. Πήγαινα, χαιρόταν την παρουσία μου, ενδιαφερόταν για τα προβλήματά μου, με νουθετούσε και με κατηύθυνε και με αρχοντική αγάπη με φιλοξενούσε. Κυρίως, όμως, μιλούσαμε τα βράδυα από το τηλέφωνο και μου έστελνε πολλές χειρόγραφες επιστολές, που στην αρχή για να τις αναγνώσω, κατέφευγα στον π. Βαρθολομαίο στη μονή Επανωσήφη, λόγω του δυσεξιχνίαστου της γραφής. Μου έλεγε με απόλυτη εμπιστοσύνη τα βάσανα της ποιμαντικής του διακονίας, τους προβληματισμούς του, έκανε οξυνούστατη και διαυγή αποτίμηση στην εκκλησιαστική επικαιρότητα κι εγώ εύρισκα την ευκαιρία να εκθέτω τα δικά μου θέματα και να ζητώ καθοδήγηση από τη δική του πολύπειρη γνώση και πεφωτισμένη αντίληψη.

Θα μείνουν παροιμιώδεις κάποιες αποφθεγματικές φράσεις του: «Πρέπει να στεγνώσουμε τα συναισθήματά μας, γιατί όπου συναισθηματική δέσμευση δεν αναπτύσσεται πνευματική αίσθηση,»

«Στον Άγιο και στον τρελλό να τα κάνετε όλα σώπατο. Να λέτε σε όλα ναι! Γιατί στον πρώτο δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης. Όποιος κρίνει άγιο κοντράρει σκληρά στο Άγιο Πνεύμα και αποδοκιμάζεται μετά πατάγου από το Θεό. Και όποιος προσπαθεί να πείσει έναν τρελλό, χάνει τσάμπα το χρόνο του, γιατί δεν υπάρχει φόρμουλα λογικής επικοινωνίας».

«Όποιος δε θανατολογεί ουδέποτε αρετοποιεί».

«Όταν έχουμε τέλος των άθλων, έχουμε την αρχή των επάθλων».

«Τα ανώτατα ιδανικά κάποιων σημερινών βαθμοφόρων είναι η μπρόκα, η σούρα και η γύρα».

«Όσο πιο ψηλά σκαρφαλώνει η μαϊμού τόσο πιο πολύ διαφημίζει την αισχύνη της».

«Ο τρόπος που τερματίζουμε στο θάνατο δείχνει πως βηματίσαμε στη ζωή».

«Να φοβάστε τα πληγωμένα θηρία, γιατί όταν σφαδάζουν γίνονται πιο επιθετικά και πιο επίφοβα».

Πολλές φορές διαφωνούσαμε μέσα σε κλίμα αμοιβαίας αγάπης και ειλικρίνειας. Θυμάμαι κάποτε ήσκησα αρνητική κριτική σε κάποια- σχετικά πρόσφατη – εκδήλωση που διεξήχθη στον Αγ. Τίτο Ηρακλείου προς τιμήν του Πατριάρχου Αθηναγόρα. Σ’αυτήν την εκδήλωση ο μακαριστός Μητροπολίτης Πέτρας είχε πρωτοστατικό ρόλο. Από όσα του είπα θύμωσε και ευγενώς μου έκλεισε το τηλέφωνο. Επειδή όμως δεν άντεχε τον χρονίζοντα παραπικρασμό με πήρε το επόμενο βράδυ στο τηλέφωνο και μου είπε αρχικώς , με εκείνο το χαρακτηριστικό τόνο της φωνής του «τι κάανεις; τι καάνεις; είσαι καλάα; είσαι καλά παιδί μου;». Του απάντησα με ηρεμία και ευθύτητα: «Δεν ξέρω αν θέλετε Οβιδιακές μεταμορφώσεις ή Σωκρατικές ευθυβουλεύσεις. Επειδή, όμως επιθυμώ να είμαι ευθύς και άμεσος μαζί σας, εξηγούμαι για τα χθεσινοβράδυνα. Τρεις διαστροφές σιχάθηκα, κυρίως, στη ζωή μου: Τον οικουμενισμό που είναι η χειρότερη διαστροφή της αληθείας, τον ισλαμισμό που είναι η επικινδυνοδέστερη διαστροφή του νοός και την αρσενοκοιτία που είναι η σιχαμερότερη διαστροφή της ανθρώπινης φυσιολογίας και οντολογίας». Εκείνος λίγο σιώπησε και στη συνέχεια με σοβαρό ύφος είπε: «Ναι βρε παιδί μου, αλλά δεν χρειάζεται να είσαι τόσο απόλυτος και τόσο αδιάλλακτος στη ζωή σου. Όποιος κοντράρει κατά μέτωπο το σατανά πρέπει να’χει τα κότσια να αντέξει και τις αντιδράσεις του. Δεν ακούς που διαθρυλούν κάποιοι ότι διερχόμαστε την εποχή της κατάρριψης των στεγανών; Πρέπει να πολεμάς έξυπνα. Διαφορετικά θα υποφέρεις στη ζωή σου…»

Τότε απάντησα: «Κάποτε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθοςείπε στον ηρωικό και άγιο Πρωτοσύγγελλό του π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο: «Διατί άγιε Πρωτοσύγγελλε, να είσθε τόσον απόλυτος, τόσον ασυμβίβαστος, ώστε να δημιουργούνται τοιαύται αντιθέσεις περί το πρόσωπόν σας; Ξεύρετε ολίγη ευκαμψία, ολίγη ελαστικότης, είναι παράγων αρμονίας. Ο Παρθενών θαυμάζεται δια την τελειότητα και την αρμονίαν του διότι οι κίονες του δεν είναι ολόϊσιοι. Είναι ολίγον τι κυρτοί. Διατί υμείς τόσον αλύγιστος;», «Βλέπετε, Μακαριώτατε, - του απαντούσε ο π. Γερβάσιος με τη μωραϊτικη ετοιμότητά του – έχω δώσει τους μοναχικούς μου όρκους κάτω από το θόλο Βυζαντινού Ναού. Του καθολικού της μονής Κερνίτσης που οι κολώνες του είναι ολόϊσιες…!».

Κρίμα, συνέχισα, που αδυνατώ ο μειρακίσκος να αντιπαραβληθώ με τον ουρανομήκη εκείνο άνδρα… Πιστεύω, όμως, ότι σε κάποια θέματα πρέπει να είμαστε απόλυτοι γιατί ο Χριστός διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης μας και δεν αναπαύεται στα χλιαρά και στα μεσοβέζικα…». «Καλά, καλά», είπε, και άλλαξε τη συζήτηση. Άλλοτε προσπαθούσε να δαμάσει τον παρορμητισμό μου και άλλοτε πάλι, όταν διαπίστωνε ότι είχα δίκιο, έκανε μια ευέλικτη υπεκφυγή και απέφευγε να μου το αποδώσει ευθέως, προφανώς για να μη μου «δώσει αέρα», κατά το κοινώς λεγόμενον και για να μην εκθρέψει το «αυτείδωλον» του εγωισμού που επισημαίνει και ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης, στον μεγάλο κανόνα του.

Θυμάμαι την αγωνία του στις Αρχιερατικές εκλογές. Την αγωνιώδη μέριμνα που τον κατέτρυχε για το αύριον της Εκκλησίας. Τελευταία κλείστηκε στο ταμιείον του. Επιδόθηκε στη μελέτη και την προσευχή. Ήταν «εαυτώ και Θεώ συστρεφόμενος». Μοναδική του αναψυχή το ποίμνιο και οι συνεργάτες του. Σπάνια έφευγε εκτός Μητροπόλεως. Το έκανε μόνο για λόγους ποιμαντικούς και προσκυνηματικούς. Η μόνωσή του είχε να κάνει και με την πικρία του για τις γενικότερες εκπτώσεις του εκκλησιαστικού ήθους και την συνακόλουθη θρασύτητα. Συμβούλευε και εμάς να εργαζώμεθα μετ’ επιστήμης στον αγρόν του Κυρίου και να φροντίζουμε μόνο για την εκκλησιαστική οικοδομή και την πνευματική ολοκληρία μας. Πιστεύω, ακραδάντως, ότι αυτός ο βουβός πόνος για τα πάσης φύσεως κακώς έχοντα, συνέτεινε κατά πολύ στη θεμελιακή υπόσκαψη της υγείας του.

Ανέπτυξε στενό σύνδεσμο φιλίας, τα τελευταία χρόνια, με τον επιφανή Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο. Αντάλλασσαν ωραίες επιστολές που ίσως, προσεχώς, δημοσιευθούν. Σε κάποια επιστολή του σ’ εμένα, χαρακτηρίζει τον Μητροπολίτη Ιερόθεο ως «το αυθεντικώτερο στόμα του Θεού επί της γης στο σύγχρονο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι». Με εξέπληξε, διότι δεν συνήθιζε τέτοιες πληθωρικές αποτιμήσεις, ιδία όταν αναφέρονταν σε ενεργούς αθλητές του εκκλησιαστικού σταδίου. Χαρακτήριζε και τον αείμνηστο Μητροπολίτη Εδέσσης Καλλίνικο, γέροντα του Ναυπάκτου Ιεροθέου, ως τον αγιώτερο επίσκοπο της Εκκλησίας μετά τον Άγιο Νεκτάριο.

Θυμάμαι, το 2011, επέμενε τηλεφωνικώς και με μια εκτενέστατη επιστολή, στην χωρο-εκκλησιαστική μετακίνησή μου.

Αντέγραψα την επιστολή για να είναι ευανάγνωστη και μ’ ένα συνοδευτικό σημείωμα, την απέστειλα, ταχυδρομικώς, στον αείμνηστο γέροντα Αναστάσιο τον Κουδουμιανό. Του ζητούσα να κάνει προσευχή και να μου αναφέρει την άποψή του στην επόμενη συνάντησή μας. Ο αξιομακάριστος εκείνος γέρων, διείδε με την προφητική του διόπτρα την επικείμενη τελευτή του μητροπολίτου Νεκταρίου και όταν συναντηθήκαμε μου απάντησε: «Δε νομίζω ότι συντρέχει λόγος ανησυχίας. Αλλά κάνε και κάτι άλλο. Περίμενε ενάμισυ – δύο χρόνια από το φευγιό μου και θα καταλάβεις γιατί»… Πράγματι σε ενάμισυ χρόνο από την εκδημία του γέροντα αρρώστησε ο μητροπολίτης Νεκτάριος και περίπου στη συμπλήρωση της διετίας εξεδήμησε. Οπότε, ο τρισμακάριος γέρων, ήθελε να με προφυλάξει από εκκλησιαστικούς δολίχους και απρόσμενες περιπέτειες. Οι λόγοι, όμως, της επιμονής του Πέτρας Νεκταρίου, στον μετέπειτα εκτυλιχθέντα χρόνο επαληθεύθησαν επακριβώς…

Την ασθένεια του την έζησα «εκ του μακρόθεν», έμπονα και προσευχητικά. Μόλις είχε επιστρέψει από μακρινό ταξίδι στην Αμερική. Ήταν ενθουσιασμένος από την μοναστηριακή ζωή που συνάντησε εκεί και από την Αγιορείτικο στόφα που εξύφανε στην απώτατη Εσπερία, με το στιμόνι της ησυχαστικής βιοτής και το υφάδι της ιεραποστολικής αγάπης, η χαρισματική παρουσία του λευκοπολιού γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου. Σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι, τέλεσε πολλές κατανυκτικές ακολουθίες ως απλούς εφημέριος την πρώτη εβδομάδα της παρελθούσης Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σαν μικρό παιδί πανηγύριζε ο Πέτρας Νεκτάριος την ουράνια σιτοδοσία της πνευματικής εκείνης πανδαισίας.

Εκεί τον προετοίμασε ο Θεός για την ήρεμη απαντοχή του Γολγοθά της ασθενείας του.

Εκεί σφυρηλατήθηκε περισσότερο η προμετωπίδα της γενναίας ψυχής του. Εκεί χαλυβδώθηκε ολοκληρωτικά το φρόνημα της αγωνιστικής του ετοιμοθεσίας, γι’ αυτό επανερχόμενος, κοίταξε κατάμματα την επίσκεψη του θανάτου και εστήριξε το μέτωπο του «του πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ». Σχεδόν μόλις αναζωογονημένος επέστρεψε, εκδηλώθηκε η ασθένειά του. Η θανατηφόρος και επίπονη νόσος που κατέφαγε το υψηλόκορμο και λεβέντικο σώμα αλλά ωρίμασε στο έπακρον, μια μεγαλόπνοη και ανδρεία ψυχή. Συνήθως φοβόταν τις ασθένειες, αλλά στο εξάμηνο της τελευταίας δοκιμασίας του, επέδειξε απαράμιλλη υπομονή, πίστη και καρτερία.

Μετά από δίμηνη περίπου διακοπή της επικοινωνίας μας, είπε και μου δόθηκε ο αριθμός ενός κινητού που μέχρι τότε δεν χρησιμοποιούσε. Θαύμασα το ηρωικό και αγιοπατερικό του πέρασμα στην αιωνιότητα. Διασώζω κάποιες φράσεις του:

«Μην έρθεις να με δεις. Να με θυμάσαι όπως ήμουν...».

«Τόσα χρόνια Δεσπότης, τώρα γλεντώ την Αρχιερωσύνη μου».

«Είναι πικρός, πικρότατος ο Άδης αλλά τον γλυκαίνει ο Χριστός».

«Έκανα ένα γενικό μπάνιο στο λουτρό της μετανοίας. Τί ωραία που είναι η εξομολόγηση! Σ’ αυτό να οδηγούμε τον κόσμο. Ένας σεβάσμιος Αγιορείτης σήκωσε με το πετραχείλι της αγάπης του, τα βάρη της ψυχής μου».

«Δεν με φοβίζει ο θάνατος. Λίγο φοβάμαι τις εντατικές, την αναπνευστική δυσφορία, τις μάσκες οξυγόνου, τέτοιες ταλαιπωρίες. Με φοβίζουν και τα πεπραγμένα της Αρχιερωσύνης. Κάθε επίσκοπος δίνει ιδιαίτερο λόγο για τις χειροτονίες και τις συνοδικές καταθέσεις του. Να εύχεσθε να έχω μαζί μου την Παναγία, την οποία αγάπησα όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου».

Κατά τον παρελθόντα Αύγουστο πληροφορήθηκα, ότι ενόχλησε κάποιον από τους συνεργάτες του, κάτι που του είχα αναφέρει σε πρόσφατη τότε τηλεφωνική μας συζήτηση. Θεωρήθηκε ότι εκείνη η φράση μου σήμαινε αποχαιρετισμό και ότι θα τον αποθάρρυνε ψυχολογικά. Προφανώς επρόκειτο περί παρεξηγήσεως. Επειδή ήταν η περίοδος που η ασθένεια κλιμακώνονταν επί τα χείρω, δεν σήκωνε πλέον εύκολα το τηλέφωνο. Γι’ αυτό προέκρινα την αποστολή μιας τελευταίας μου επιστολής την οποία και παραθέτω.

Αρχιμανδρίτης

Αντώνιος Φραγκάκης

Ιεροκήρυκας Ι.Μ. Γορτύνης & Αρκαδίας

Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην

Πέτρας & Χερρονήσου

κ.κ. Νεκτάριον

20 Αυγούστου 2015

Σεβασμιώτατε,

Την ευχή σας.

Χάρηκα πολύ που σας είδα (μέσω βίντεο) ακμαίο και δυνατό να ιερουργείτε την ημέρα της Παναγίας. Χαίρομαι για την σταθερή και θεαματική ανάκαμψη της υγείας σας. Ο Θεός επέτρεψε να δοκιμασθείτε για να φανεί η ακλόνητη πίστη και η απέραντη υπομονή σας. Θα είστε, όμως, για πολλά ακόμη χρόνια ανάμεσα μας, γιατί σας χρειάζεται η εκκλησία.

Εδώ θα ήθελα, με συστολή και σεβασμό να προβώ σε μια διευκρίνιση. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε τηλεφωνικώς, σας εξέφρασα την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη που τρέφω στο σεπτό πρόσωπό σας για όσα κατά καιρούς πράττετε για μένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανα αυτό. Αν ενθυμείσθε, πάντα, με αυτά τα λόγια περάτωνα κάθε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί σας και στο παρελθόν. Μού δείχνετε πολλή πνευματική συμπαράσταση και εμπιστοσύνη. Αυτό εμένα με ευαισθητοποιεί και σας το εκφράζω και δια αυτού του τρόπου. Πάντοτε και ιδιαίτερα τώρα που η ανιδιοτελής αγάπη και η προσευχητική στήριξη των γνησίων τέκνων και αδελφών, ασφαλώς και θα αποτελεί «δρόσων Αερμών» και ανακουφιστική θωπεία στον μαρτυρικό δόλιχο της αισίως τερματιζούσης δοκιμασίας σας.

Γνωρίζω ότι ο Θεός θέλει πολυμερώς και πολυτρόπως να σας παραστήσει σ’εμάς παράδειγμα προς μίμησιν. Και θέλει να καταστήσει και εσάς αγιότερον, γι’αυτό παραχώρησε αυτή την δοκιμασία που θα έχει σύντομη ημερομηνία λήξεως. Η ασθένεια αυτή «ουκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού». Είμαι σίγουρος ότι θα καθυστερήσει πολύ η μετάκληση σας στο αχειροποίητο θυσιαστήριο, γιατί το αντίθετο θα επιφέρει μεγάλη αποσταθεροποίηση στην ήδη χειμαζομένη πνευματικώς Ορθόδοξη Εκκλησία μας.

Τα διευκρινίζω αυτά διότι σκανδάλισα ακουσίως το περιβάλλον σας και ιδιαιτέρως…

Ευχόμενος υικώς να σας επανίδωμεν και πάλιν συντόμως ιερουργούντα και κηρύσσοντα με «δύναμιν Δαμασκού» και έμπνευση πατερική, όπως προχθές, ασπάζομαι γονυκλινής την δεξιά σας, εκζητώ την ευχή σας και διατελώ μετά σεβασμού βαθυτάτου.

Αρχιμανδρίτης Αντώνιος Φραγκάκης

Αμέσως μετά την παραλαβή της επιστολής αυτής, ανέθεσε σε στενό του συνεργάτη να επικοινωνήσει μαζί μου και να μου πει: «Να μεταφέρεις στον Αντώνιο την πολλή μου αγάπη. Να μη δίνει σημασία. Δεν εκφράζουν εμένα αυτά. Να έχει την ευχή μου».

Στις 15 Οκτωβρίου, λειτούργησα, με την ανοχή του Θεού, στην πανηγυρίζουσα ενορία της Λούκιας. Ο νους μου ήταν συνεχώς στο λαμπρό ιεράρχη, που ευρίσκετο στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου και βημάτιζε πλέον φανερά, το στενωπό πέρασμα που οδηγεί στην αιωνιότητα. Αμέσως, σχεδόν, μετά την εορταστική δεξίωση, έλαβα ειδοποίηση από τον φίλο και συμφοιτητή μου π. Παΐσιο Λαρεντζάκη: «Αντώνιε, ο στρατηγός έφυγε». Ακολούθησε σ’ ένα δευτερόλεπτο, δεύτερο τηλεφώνημα, του πατρός Εμμανουήλ Κατσαρού. Έκλαψα πολύ την κοίμησή του. Όχι τόσο που έφυγε, ίσως για πολλούς λόγους είναι καλύτερα γι’ αυτόν, αλλά περισσότερο για τη δική μου ορφάνια και τη φτώχια της Εκκλησίας μας. Την παραμονή της εξοδίου ακολουθίας του, πήγα και τον αποχαιρέτησα. Ευχήθηκα με δάκρυα και θέρμη ψυχής «καλή ανάπαυση, καλή αντάμωση και καλή Ανάσταση». Έκτοτε, στο νεκρώσιμο τρισάγιο που επιτελώ κάθε πρωί στο δωμάτιό μου, μνημονεύω ανάμεσα στ’ άλλα ονόματα και «Νεκταρίου Αρχιερέως». Μ’ αυτό τον τρόπο ανανεώνω διαρκώς τον σύνδεσμό μου μαζί του και μετέχω νοερά στο δικό του δοξασμό.

Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε, ότι ο μητροπολίτης Νεκτάριος υποθεμελίωσε την όλη ποιμαντική διακονία του, με το υψηλό Αρχιερατικό του ήθος, συμπορεύθηκε με την λειτουργική, ησυχαστική και ιεροκηρυτική του δραστηριότητα και εξέφρασε με το ξεδίπλωμα της προσωπική του ζωής και της Αρχιερατικής του ευθύνης, την πληθωρική του μετοχή στη Σταυροαναστάσιμη Παρουσία «Του Εσφαγμένου Αρνίου», που γεύθηκε εκείνος προσωπικά και μετέδωσε και στους γύρω του αυτή τη γεύση. Έζησε τη χαρά της Θεϊκής παρουσίας, μετείχε στα δώρα του Σταυρού και του «κενού» μνημείου και αναστήλωσε, με τη χάρη του Θεού και το δικό του ποιμαντικό μόχθο, τις βαρυφορτωμένες και κουρασμένες υπάρξεις των αδελφών και τέκνων του.

Εβίωσε και επέδειξε την αληθινή διάσταση του Επισκοπικού αξιώματος. Γνώριζε ότι ο Επίσκοπος δεν είναι απόλυτος μονάρχης και ψυχοβιαστής τρομοκράτης, δεν είναι ούτε ο κυβερνήτης με τη στενή έννοια και ο φορέας της κοσμικής δύναμης. Είναι ο Πατέρας. Πατέρας των πρεσβυτέρων, των διακόνων και όλων του πληρώματος της οικογένειας του Θεού. Είναι η παρουσία της φροντίδας, ο μαγνήτης της αγάπης, ο υπεύθυνος διαχειριστής της κληρονομιάς που κατατέθηκε στην καρδιά και τα χέρια της εκκλησιαστικής κοινότητος. Αυτός με το εγχριστωμένο ήθος του και την ανακαινισμένη βιοτή του (π. Ιωάν. Ρωμανίδης) τραβάει όλους προς το ένα και μοναδικό κέντρο και δημιουργεί την πεφωτισμένη και αδιάσπαστη ενότητα του σώματος του Χριστού.

Ο αείμνηστος Πέτρας Νεκτάριος, ανταποκρίθηκε εκτενώς σ’ αυτές τις υψηλές προδιαγραφές του αξιώματός του. Βέβαια, είχε και αυτός, σαν άνθρωπος, τις ιδιορρυθμίες του, είχε τις αδύνατες πλευρές του. Εργώδης και λεοντοδάμας ο ίδιος, αξιολογούσε άλλους εργάτες της Εκκλησίας με τα μέτρα της δικής του στοιχειοθεσίας και αποδοτικότητος, παραγνωρίζοντας ενίοτε ότι «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός μεν ούτως, ος δε ούτως» (Α' Κορ. Ζ, 7). Είχε, λοιπόν, καθ’ ότι και αυτός εκβλάστημα του Πρωτοπλάστου, είχε τις μικροαγκυλώσεις του, είχε τις αδαμιαίες πλευρές του. «Ανθρώπινα ταύτα πάντα» «ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων» (Ψαλμός ΡΜΒ). Ουδέποτε, όμως, εδίστασε να αναγνωρίσει και, εν ταπεινώσει να ομολογήσει τα λάθη του, χαρακτηριστικό και αυτό των αγνών ελατηρίων του, του αδόλου και ανιδιοτελούς χαρακτήρος του και της απηλλαγμένης εμπαθείας καρδιάς του.

Το μεγαλείο της ψυχής του και η ζέουσα πίστη του, έλαμψαν εκθαμβωτικώς στην περίοδο της ασθενείας του. Υπήρξε ανδρείος στη ζωή, ανδρείος και στο θάνατο. Ακατάβλητος ψυχικά, εδέχονταν με ευγνωμοσύνη τις περιποιήσεις των παιδιών του, ειρήνευε, χαμογελούσε, αστειεύονταν με νόημα, δείγματα όλα αυτά της ανυποστόλου ψυχικής ανθηρότητος που τον διακατείχε. Τα τέλη του δεν ήσαν ανώδυνα, ήσαν, όμως, χριστιανά, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, με συνεχή προσευχή και καθημερινή Θεία Κοινωνία, κυριολεκτικώς οσιακά. Έφυγε όπως ζητούσε από τον Θεό την περίοδο της βιολογικής του ζωτικότητος. Έλεγε: «Δεν επιθυμώ τον αιφνίδιο θάνατο. Καθικετεύω τον Θεό να μου δώσει λίγο περιθώριο να ετοιμασθώ». Και ο γενναιόδωρος Χρεώστης, έδωσε, συν τοις άλλοις, στον δούλο του, πλουσιοπάροχη ευκαιρία πνευματικής προπαρασκευής και λαμπικαρισμένο από το καμίνι του πόνου, τον παρέλαβε αδαμάντινο στα αχειροποίητα δώματα της Άνω Ιερουσαλήμ, «ήτις ελευθέρα εστί και μήτηρ πάντων ημών».(Γαλ. δ΄, 26)

Απήλθε από αυτόν τον μάταιο και πολυστένακτο κόσμο πτωχός, πάμπτωχος, αφήνοντας μόνο ιερές παρακαταθήκες, κρυστάλλινο ήθος, λαμπρή διαδρομή, εμπνευσμένο παράδειγμα, βιβλία, άμφια, ράσα, ευχές, ευλογίες, παροχές και αιτήσεις συγγνώμης.

Ήταν, εν κατακλείδι, «εκκλησιών κόσμος... στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως, οικείοις ασφάλεια, δυσμαχώτατος τοις υπεναντίοις, φύλαξ πατρώων θεσμών, νεοτεροποιΐας εχθρός, εν εαυτώ δείκνυς το παλαιόν της Εκκλησίας σχήμα» (Μέγας Βασίλειος, περί του Νεοκαισαρείας Μουσωνίου, επιστολή «Τη Εκκλησία Νεοκαισαρείας, παραμυθητική»).

Έκανε γνωστή τη μικρή σχετικά Μητρόπολη Πέτρας, στα πέρατα της οικουμένης. Κι αυτό, γιατί επέδρασε καταλυτικά το βάρος της προσωπικότητάς της δικής του «μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος αλλά τον τόπον σεμνύνας αφ’ εαυτού», όπως θα έλεγε και πάλιν ο Μέγας Βασίλειος, για τον ομόψυχο και ομότροπο αδελφό του, τον κλεινό και επιφανή θεολόγο Γρηγόριο (επιστολή προς Ευσέβιον Σαμοσάτων). Κάτω από τη νοητή σκιά της παρουσίας του και το ανεξίτηλο εκτύπωμα της καρποβριθούς ποιμαντορίας του, θα αξιολογούνται -νομίζω- για πολλά χρόνια οι επερχόμενοι ποιμένες στην Κρήτη.

Αναπαύου, τώρα, ειρηνικά, απτότητε και ακάματε φύλακα του Κυριακού Αμπελώνος. «Κατέλιπες όνομα του εκδιηγήσασθαι επαίνους και η δόξα σου ουκ εξαλειφθήσεται..., Το όνομα σου ζη εις γενεάς..., Το μνημόσυνον σου εν ευλογίαις» (Σοφ. Σειρ. ΜΔ' 8 ΚΕ). Μπορούσε καθένας να σε αγαπά ή να σε μισεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να σε αγνοεί και να μην σε υπολογίζει. «Κύριος ύψωσε σε κατενώπιον πάντων των υιών Ισραήλ» (Ιησ. Ν. Γ’ 7) και «εποίησε σοι όνομα κατά τό όνομα των μεγάλων» (Α’ Παροιμ. ΙΖ' 8). Να είσαι σίγουρος ότι από τον μόχθο σου και την δική σου σπορά, από τα αγνά ελατήρια της καρδιάς σου και τις σταγόνες των δικών σου οφθαλμών, θα συλλέξει η Εκκλησία την καινούργια καρποφορία, που θα ξεπεινάσει και θα ευφράνει περισσώς, τη λιμώττουσα συνέχεια της στο μέλλον. Μην «κουραστείς» να δέεσαι στον Αρχιποίμενα, να αναδεικνύει στην Εκκλησία Του ποιμένες και διδάσκαλους εμφορούμενους υπό θείου ζήλου. Και από το Υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο όπου ευελπιστούμε ότι παρεδρεύεις, να στέλνεις τη Χάρη και το Φως του Θεού στα απορφανισθέντα τέκνα σου και σε όλους εκείνους που βαδίζουν υπομονετικά «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». (Εβρ. ιβ΄1-2)

Να έχομε την ευχή σου.

Νεκταρίου Αρχιερέως, ανδρός κοσμήσαντος την Εκκλησίαν του Χριστού και αναλωθέντος εις την διακονίαν Αυτής,

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ. ΑΜΗΝ!
http://e-mesara.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου