Στην Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου καί μακαρίου βασιλιά μας, Μαυρικίου, πραγματοποιήθηκε το παρακάτω αξιοθαύμαστο γεγονός.
Ὁ Μαυρίκιος ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔκανε προσευχές, νηστεῖες πολλές καί εἶχε ζῆλο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἦταν εὔσπλαγχνος, πολυέλεος καί μακρόθυμος. Κάποτε τοῦ εἶπαν, πῶς σ’ ἕνα μέρος ἦταν ἕνας λήσταρχος, πού ἔκλεβε, καί ἔσφαζε χωρίς κανένα δισταγμό. Ἔκαναν λοιπόν συμβούλιο, γιά νά δοῦν τί θά κάνουν καί πῶς θά τόν ἀντιμετωπίσουν. Λέει κάποιος: «Νά στείλουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀστυνομίας. Ποῦ θά πάει; Θά τόν πιάσουν, θά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος».
Τούς λέει ὁ Μαυρίκιος: «Μιά ἁπλή κουβέντα εἶναι νά τόν πιάσουν νά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος. Καί ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ θά πάει, ἀμετανόητη, φορτωμένη μέ τόσες ἁμαρτίες;»
—Καί τί θέλεις νά κάνουμε βασιλιά μου μ’ αὐτό τό ἀγρίμι; Εἰπέ μας.
—Θά κάνουμε κάτι, τούς λέει καί ἄν δέν πιάσει, νά γίνει τό δικό σας. Καί τί ἔκανε λέτε; Ἔβγαλε ἕνα διάγγελμα: «Ἐσένα τάδε ληστή πού γυρίζεις καί κακοποιεῖς τόν κόσμο, σέ προσκαλῶ ἐγώ, ὁ Μαυρίκιος ὁ βασιλιάς. Νά ρθεῖς εἰρηνικά στήν πόλη, νά σοῦ δώσω ὅτι χρειάζεσαι γιά μιά καλή ζωή. Νά ζήσεις ἔντιμα καί ἤρεμα. Νά μήν κάνεις κακό στόν κόσμο. Καί θά σέ συγχωρήσω, γιά ὅλα ὅσα ἔχεις κάνει μέχρι τώρα».
Τό ἄκουσε ὁ ληστής, συγκινήθηκε καί εἶπε: «Ὁ Μαυρίκιος, αὐτός ὁ τόσο καλός ἄνθρωπος ζητάει ἐμένα καί μοῦ δείχνει τέτοια καλωσύνη, γιά νά μήν χάσω τήν ψυχή». Ἀμέσως ἄφησε τό λημέρι του καί ξεκίνησε γιά τόν αὐτοκράτορα. Γιατί τοὖρθε ἡ σωστή σκέψη: «Βρέ, δέν πάω καί ἐγώ νά μπῶ στό δρόμο τοῦ Θεοῦ; Μοῦ δίνει τέτοια εὐκαιρία».
Ἀλλά περπατώντας γιά νά φτάσει στά ἀνάκτορα, νά βρεῖ τόν Μαυρίκιο, τόν ἔπιασε μεγάλη κατάνυξη καί ἄρχισε νά κλαίει. Στό τέλος ἔκατσε σέ μιά πέτρα καί ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε. Καί ὅσο σκεπτόταν ὅτι θά παρουσιαστεῖ στό Μαυρίκιο, τόν βασιλιά, καί θά τοῦ πεῖ: «ἦρθα βασιλιά μου, ζητῶ τήν συγγνώμη σου καί σέ εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη σου, τήν καλωσύνη σου, τήν εὐσπλαγχνία σου», τόσο ἔτρεχαν τά δάκρυα. Καί μόνο πού τό σκεπτόταν ἔλεγε: «Αὐτός τοῦ Θεοῦ μοιάζει. Τέτοια καλωσύνη νἄχει σέ μένα τό τέρας». Τόσο πολύ τόν ἔπιασε ἡ κατάνυξη, καί τόσο πολύ ἔκλαψε πού φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος ἔπαθε συγκοπή, πέθανε κλαίγοντας.
Τό εἶδαν οἱ σύντροφοί του, πού ἦταν μαζί του, καί πῆγαν καί εἶπαν στόν Μαυρίκιο: «ὁ ληστής ἔπαθε αὐτό καί αὐτό. Ἀπό τά πολλά κλάματα, ἀπό τήν μετάνοια καί ἀπό τήν συναίσθηση, ἔκλεισε τά μάτια του, κλαίγοντας».
Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Μαυρίκιος ἔκανε τόν Σταυρό του καί εἶπε: «Δόξα σέ σένα Χριστέ μου. Πατέρα τοῦ ἐλέους καί τῆς φιλανθρωπίας καί τῶν οἰκτιρμῶν. Ἕνας ληστής σώθηκε τότε πού ἤσουνα σύ καρφωμένος στό Σταυρό, ἐπειδή σοῦ εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου». Καί ἕνας δεύτερος ληστής, ὅμοια φάρα, ὅμοια ποιότητα, σώθηκε ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, ἐξ αἰτίας τῆς καλῆς μου διάθεσης, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου προσφορᾶς. Δόξα νἄχεις Χριστέ μου, πού μοῦ ἔδωσες τέτοια χαρά. Νά δῶ νά μετανοήσει ἕνας ληστής ἐξ αἰτίας τῆς.
Αὐτή τήν καλωσύνη μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός ὅτι πρέπει νά ἔχουμε στήν καρδιά μας. Καί ὅταν βλέπουμε ἄνθρωπο νά κάνει τόν Σταυρό του καί νά θέλει νά κάνει ἕνα τόσο δά βηματάκι, γιά νά πάει πιό κοντά στόν Χριστό, καί ἀπό τήν κακή συμπεριφορά, τήν ὁποιαδήποτε, νά θέλει νά διορθωθεῖ καί νά γίνει λίγο καλύτερος, πρέπει νά αἰσθανόμαστε τέτοια χαρά καί τέτοια εὐφροσύνη, ὥστε νά νομίζουμε ὅτι οἱ στιγμές αὐτές εἶναι οἱ πιό εὐτυχισμένες τῆς ζωῆς μας.
Καί ἐμεῖς, νά φροντίζουμε νά μήν ξεχνᾶμε, ὅτι ἔχουμε χρέος νά κάνουμε πάντοτε τό καθῆκον μας ἀπέναντι τοῦ Κυρίου. Τοῦ Πατέρα τοῦ ἐπουρανίου. Καί ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν τέκνων τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐπουρανίου. Ἀκόμη νά ἔχουμε στό μυαλό, καί στήν καρδιά μας τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί νά φροντίζουμε, ἐπειδή εἶναι Πατέρας μας, νά τόν μιμούμεθα στήν ἀγάπη, στήν εὐσπλαγχνία καί στήν καλωσύνη ἀπέναντι ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Λέει ἕνας μεγάλος συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος ἴσως τοῦ κόσμου, ὁ περίφημος Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, πού ἦταν καί μεγάλος φιλόσοφος:
«Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου εἶναι τό ὡραιότερο κείμενο, τά ὡραιότερα λόγια πού ἔχουν γραφεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο». Καί ὅταν πέθαινε, παρακάλεσε τό παιδί του: «Διάβασέ μου, παιδί μου, ν’ ἀκούσω γιά τελευταία φορά τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου». Ὅσο ὁ γυιός του διάβαζε, ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, ὁ τόσο σοφός ἄνθρωπος, ἔκλαιγε συνεχῶς καί δόξαζε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐμεῖς, νά ἀκοῦμε μέ αὐτή τήν συγκίνηση πάντοτε, τό θεόσδοτο κείμενο πού λέγεται: «παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ». Ἀμήν.-
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Κρυοπηγή στίς 21/2/1996
Επιμέλεια για την Αγιοτόκο Θεσσαλονίκη Δημήτριος Γκιουζέλης
http://inpantanassis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου