Σελίδες

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΡΑΣΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ‘21


ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ

Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του Ρά­σου στον πανεθνικό Αγώνα του '21 ήταν αδύνατη χωρίς μία πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν έχει σχέση, όπως θα δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με την γνήσια και αυθεντική αποκατάστα­σή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βα­θύτερο στόχο της Εθναρχίας και του Κλήρου μέσω της «περιορισμέ­νης συνεργασίας» με τον κατακτη­τή. Ήταν η ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την παλαιά έκταση και εύκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγον­τας συχνά: «αυτό μια μέρα θα γίνει ρωμαίικο». Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο «Θούριό» του: «Βούλγα­ροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμηοί, αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή, για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί».

Μετά το κίνημα του Αλ. Υψη­λάντη θα αλλάξει αυτός ο ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος της Εθναρχίας1. Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γέ­νους θα ενταχθεί ο Αγώνας στο πλαίσιο της αρχής των εθνοτήτων -καρπού της Γαλλικής Επαναστά­σεως-, στοχεύοντας όχι πια στην ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα «στριμωχνόταν» κυριολεκτικά (πρβλ. το 1922) το Ελληνικό Έ­θνος. Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο Ελλη­νικό κράτος ισοδυναμούσε με θά­ψιμο της Ρωμηοσύνης. Έτσι ο α­γώνας του '21 εντάχθηκε στα σχέ­δια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ' ουσίαν «αρχαιοελληνικό». Θα είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικού Θέ­ματος όχι μόνο εναντίον των Τούρ­κων, αλλά και εναντίον της Ρωμαϊ­κής Εθναρχίας, ως συνέχειας της «Ρωμαϊκής Βασιλείας» των «Βυ­ζαντινών»2. Το πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκ­κλησίας (1833) είναι η απτή επιβε­βαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.

Η συμμετοχή, συνεπώς, του Ρά­σου -και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου- στον Αγώνα υπήρ­ξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό, ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενο και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των Ρωμηών3. Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ' όλη τη διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση να την επιβεβαιώσουν.

«Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης- ήτο ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρ­χης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι»4.

Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Χρ. Βυζάντιος σημειώνει: «Πρού­χοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επανεστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας»5.

Ο εθνικός ιστορικός μας Κ. Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: «...Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς, όμως, εξ αυ­τών, ουδείς ωλίσθησε περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν»6.

Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι. Συκουτρής, ο Κ. Βοβολίνης, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Απ. Βακαλόπουλος κ.ά.7.

Υπάρχουν, βέβαια, και επικρι­τές του Κλήρου, και των Αρχιερέ­ων, που αμφισβητούν ή και αρνούν­ται την ειλικρινή και άδολη συμμε­τοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστη­ρίξει ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ' όχι ιστορι­κός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλο­γος κριτικός, αλλ' όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός)8 κ.ά. Οι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς και άσχετους με την ιστορική έρευ­να. Αρκεί να μελετήσει κανείς το «Δελτίον» της Ο.Λ.Μ.Ε.9, για να διαπιστώσει πώς αυτούσιες οι ιδε­ολογικές αυτές ερμηνείες για το '21 περνούν στο χώρο της παιδεί­ας. Το πραγματικά, όμως, ανέντι­μο είναι, ότι στη μάχη της Αλαμάνας επαινείται μεν ο Αθανά­σιος Διάκος, ως «κατώτερος» κλη­ρικός, όχι όμως και ο οργανωτής και αρχηγός του ελληνικού σώ­ματος Μητροπολίτης Σαλώνων Ησαΐας, που έπεσε ηρωικά στη μάχη μαζί με τον αδελφό του παπα-Γιάννη, έγγαμο και πατέρα πολλών τέκνων. Αλλά πρέπει να πολεμούνται οι «δεσποτάδες»!

Το τραγικά απελπιστικό δε εί­ναι, ότι πολλές από τις παλαιότε­ρες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερα­σθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε οι υποστη­ρικτές τους αποδεικνύονται «παλαιομοδίτες» στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι μαρξιστές ιστορικοί έχουν αποκη­ρύξει την ερμηνευτική μέθοδο του Γ. Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του «λαϊκισμού» (π.χ. Λέων Στρίγκας). Έτσι, ο Π. Ρούσος δέχεται την Επανά­σταση του '21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: «Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα». Ανάλογα δέχον­ται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λέων Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά.10. Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σή­μερα θέση είναι, ότι η Επανάσταση του '21 είναι εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, αλ­λά μία, στην οποία έλαβαν μέρος οι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει, όμως, τελείως η ιδεολογική προσ­έγγιση, που αναιρεί κάθε δυνα­τότητα ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.

Ένα από τα επισημότερα θύμα­τα της παρατεινόμενης αυτής ιδεο­λογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, Άγιος Γρηγόριος Ε'11. Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιο­λογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγού­μενες οικτρές αποτυχίες, π.χ. 1790); Γιατί να απαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη του Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής, θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αν­τίδραση του Γρηγορίου; Έτσι, άλ­λωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα α­πό την αρνητική κριτική. Μπορεί, όμως, να «ερμηνευθεί» ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα μέσα στο όποιο έγινε; Και ποιο ήταν το κλίμα αυτό12; -Έκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο) - Άμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηών (ομολογία εκθέσεων των ξένων της Κωνσταντινουπό­λεως)13. Απερίγραπτες θηριωδίες, που προοιώνιζαν τη συνέχεια -Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών- Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών)14 - Εκτε­λέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ.

Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και «στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου»; (Νικοπόλεως Μελέτιος). Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θι­γομένου από τον αφορισμό Αλ. Υψηλάντη: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλ­λει αφοριστικά και Εξάρχους, πα­ρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς, όμως, να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γί­νονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρ­χου»15. Μόνο, λοιπόν, μετά από γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτι­μηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατρι­άρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθη­κε ως «προδότης» του Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών16. Και εύλογα, αφού τυπικά ήταν ο δεύτερος μετά τον Σουλτάνο αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ε­νώ δε ο αφορισμός δεν είχε καμμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέ­λευσή του, το «σχοινί του Πατριάρ­χη» ανέπτυξε μιαν ευεργετική δυ­ναμική, διότι έγινε κινητήρια δύ­ναμη στο αγωνιζόμενο Έθνος.

Η ιδεολογικοποιημένη ερμη­νεία δεν αφήνει, όμως, άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκρι­μένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαΐας, μιλούν για «εκατοντάδες αρχιερέων» (Σκα­ρίμπας), η συντριπτική πλειοψη­φία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα17. Έχουν, όμως, έτσι τα πράγματα;

Οι Αρχιερείς του Οικουμενι­κού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στις 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμ­βάνει και τους Αρχιερείς των άλ­λων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας18. Ο Σπ. Τρι­κούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.ά. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερβαίνουν τους 2019. Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία20.

Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, οι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην «καθ' ημάς Ανατολήν» δεν υπήρχε φεουδαρ­χία φραγκικού τύπου (φυσική αρι­στοκρατία). Γι' αυτό, ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκο­ποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μά­λιστα στις κεφαλές του. Αυτό επι­βεβαιώνει και ο Κορδάτος: «Οι Φιλικοί [...] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι' αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κλη­ρικούς21. Το επίθετο («μερικούς») απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρί­νεται στο ελάχιστο στα πράγματα.

Από το 1818 μυήθηκαν στην Φ.Ε. όλοι σχεδόν οι Αρχιερείς της Πελοποννήσου22 κάτι, που αναγκά­ζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότε­ρος Σκαρίμπας: «Η Φ.Ε. [...] στον κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τους δεσποτά­δες»23. Η αλήθεια είναι ότι ως Ρωμηοί οι ηγέτες της Φιλικής γνώρι­ζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1818-21 ό­λοι σχεδόν οι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απου­σιάζουν μαρτυρίες, χωρίς, όμως, να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απου­σιάζει, όμως, και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπο­νόμευση του έργου της Εταιρείας. Οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι οι Αρχιερείς υπήρξαν η σπον­δυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στο Λαό24. Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους το έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% και Πρόκριτοι 11,7%25.

Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 Αρχιερείς, που έλα­βαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. 42 Αρχιερείς υπέστησαν ταπει­νώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασα­νιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε', Κύριλλος ΣΤ') και 45 Αρχιε­ρείς (Μητροπολίτες) εκτελέστη­καν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχον­ται συνολικά σε 6.00026.

Υπάρχει, όμως, και το «εξ αντι­θέτου» επιχείρημα. Η μαρτυρία των Τούρκων ιστορικών για τη δράση του ελληνορθόδοξου Κλή­ρου στον Αγώνα του '2127. Έτσι ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι «τον λαόν (της Πελοποννή­σου) υπεκίνησαν οι έχοντες συμ­φέροντα και σχέσεις μετά τούτων, οι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυ­ρίως οι μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέται του Έθνους»28. Ο δε Ζανί Ζαντέ ση­μειώνει: «Τα σχέδια ετηρούντο μυ­στικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπά­δων, των Δημογερόντων»29.

Δια να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα προσθέσουμε, ότι ενίοτε τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για την μη συμμετοχή των Κληρικών μας στον απελευθερω­τικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ' αυτόν. Χαρα­κτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852)30. Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον Α­γώνα του '21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ' αυτόν επεδίωξε «ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνα­τόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον σκοπόν προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισή­χθησαν εν αυτώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανα­τολής και εφάνησάν τινες εξ αυτών οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν...»31.

Δεν θα ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι των κρίσεων του Φλαμιάτου, που έχει το δικό του πρίσμα θεωρήσεως.

Το σκανδαλιστικό για ησυχαστές σαν τον Φλαμιάτο είναι η συμμετοχή του Κλήρου στις πολεμικές επιχειρήσεις («οπλοφορία») και σε μια συνωμοτική Εταιρεία, όπως η Φιλική. Την τελευταία θεωρεί κατευθυνόμενη «εμμέσως» από την Αγγλία. Μάλλον, συνεπώς, αυτό προσκρούει στη συνείδησή του, ότι δηλαδή η Επανάσταση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Δύσεως. Σ' αυτό ακριβώς, πιστεύ­ουμε, έγκειται η αντίθεσή του. Ότι ο Κλήρος της Ελλάδος, εν αγνοία του, εξυπηρέτησε σκοπούς αλλο­τρίους και όχι τα όνειρα της Ρωμηοσύνης. Ο Φλαμιάτος γράφει στη δεκαετία του 1840, όταν πολλά πια έχουν αποσαφηνισθεί. Σημαντικό, όμως, είναι ότι θεωρεί τον Οικουμε­νικό Πατριάρχη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, σ' αντίθεση με τους σημερινούς επικριτές του. Για τους παραδοσιακούς ορθοδόξους, όμως, αυτό ήταν το σκάνδαλο και όχι το αντίθετο. Ο Γενάρχης της Ρωμηοσύνης να υποθάλπει κινήσεις, που στρέφονταν εναντίον της... Γι' αυτό μιλήσαμε παραπάνω για «θυσία» και «αυθυπέρβαση» του Ράσου. Η εθναρχική πολιτική εγκαταλείφθηκε για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδος32. Η Ρωμαίικη Εθναρχία θυσιάστηκε, εκούσια, για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο Όθωνας στα 1833 θα πάρει για τους Έλληνες, πολιτικά και εκκλη­σιαστικά, τη θέση του Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχη. Η αγα­νάκτηση του Φλαμιάτου εστιάζε­ται, ακριβώς, στην αντίθετη κατεύ­θυνση από τις αιτιάσεις των επικρι­τών του Κλήρου. Το Ράσο θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα και την εθνική αποκατάστασή της.

Συμπερασματικά:

Η συμμετοχή του Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι, α­σφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ρά­σου είναι το έργο του ιατρού στο «Πνευματικόν Ιατρείον» της Εκ­κλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του αν­θρώπου μέσα στο Σώμα του Χρι­στού. Η Εκκλησία δεν μπορεί πο­τέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, με σκοπό να σώζει α­πλώς την ιστορική διάσταση.

Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκ­κλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ' όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πί­στη της για τον κόσμο και τον άν­θρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως φυσικό κλίμα αναπτύ­ξεως και πραγματώσεως του αν­θρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική-εκκλησιαστική33.

Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπο­ρεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας34. Η εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποτα­γή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστά­σεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι' αυτό και πιστεύουμε, ότι η ση­μαντικότερη προσφορά του Ράσου στο Έθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συν­τήρηση του ελληνορθόδοξου φρο­νήματος του Γένους και της αγά­πης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θα μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.

1. Βλ. το κεφάλαιο «Το ανολοκλήρωτο '21» στου Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Παράδοση και Αλλοτρίωση, Αθήνα 20015, σ. 191.
2. Βλ. τη σπουδαία ανάλυση του καθ. π. Ιωάννου Ρωμανιδου, στο έργο του: Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σ. ιδ' ε.ε.
3.  PH. Sherrard, Δοκίμια για το Νέο Ελληνισμό, Αθήνα 1971, σ. 296 ε.
4.  Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σ. 29.
5. ΧΡ. Βυζάντιου, Ιστορία τακτικού στρατού, σ. 265. Βλ. στου Π. Γεωργαντζη, Οι Αρχιερείς και το Εικοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 189.
6.     Κ. Παπαρρηγοπουλου, Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, τόμ. 7, Αθήναι 1925, σ. 216/17.
7.     Παραθέματα βλ. στου Π. Γεωργαντζη, όπ.π., σ. 190 ε.ε. Πρβλ. σ. 248 ε.ε. «Διακη­ρύξεις εθνοσυνελεύσεων», «κρίσεις συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικών».
8.     Παραθέματα σχετικά βλ. στου Π. Γεωργαντζη, όπ.π., σ. 197 ε.ε. και 234 ε.ε. Για να γίνει συνειδητή η φθορά εκ μέρους του δυτικού διαφωτισμού, αρκεί να σημειώσου­με, ότι μεταξύ των επικριτών του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε' δεν είναι μόνο μαρξιστές, αλλά και ο χριστιανός καθηγ. Αλέξ. Τσιριντάνης. Στο ίδιο, σ. 198-99: Το Οικουμενι­κό Πατριαρχείο «δεν ήθελε την Επανάσταση και ο Πατριάρχης την αφώρισε. Βρέθη­καν μερικοί να πουν πως τάχα ο τρομερός αφορισμός ήλθε και στον Μωριά και ήθελε να δέσει τα χέρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη· θα μπορούσε βέβαια ο Πατριάρχης να είχε κατά κάποιο τρόπο διαμηνύσει στο λαό, να μη πάρουν στα σοβαρά τον αφο­ρισμό. Τέτοιο πράγμα, όμως, δεν έγινε, γιατί απλούστατα, ο αφορισμός ήταν αληθινός και "σπουδαίος". Έγινε στα σοβαρά, σοβαρώτατα» (Βλ. Αλεξ. Τςιριντανη, «Το Εικοσιένα», στο περιοδ. Συζήτηση, τεύχ. 195, Ιανουάρ. 1977, σ. 2). Το κείμενο του κα­θηγ. Τσιριντάνη «αποδεικνύει, ότι η "παρερμηνεία" δεν είναι προνόμιο "αντορθοδόξων" και "ανθελληνικών" ιδεολογιών». Το τραγικό, όμως, στην περίπτωση και σκανδαλώδες συνάμα για σοβαρό και ανεγνωρισμένο επιστήμονα, είναι όχι μόνο η απουσία γνώσεως, αλλά και ενδιαφέροντος (στα 1977!) για γνώση της σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας, που δίνει απάντηση στα μετέωρα ερωτήματά του. Από πλευράς δε στενά επιστημο­λογικής διερωτάται κανείς, αν ο επιστήμων δικαιούται να αδιαφορεί για το λόγο των ειδικών στην έρευνα. Και μια αφελής απορία: Και αν ακόμα ο άγιος Πατριάρχης «είχε διαμηνύσει στο λαό... κ.λπ.» (και είχε πράγματι «διαμηνύσει»· βλ. I. Μ. Χατζηφωτη, Ο Γρηγόριος ο Ε' μέσα από τα έγγραφα και τις πηγές του αγώνα, Αθήνα 1988, σ. 21 ε.ε.), πού θα το εύρισκε ο Αλ. Τσιριντάνης; Τοιχοκολλημένο σε κάποια δημόσια πλατεία; Καλά έλεγε ο μακαρίτης και «άθεος» Γιάννης Σκαρίμπας, «από την ψώρα του Κοραή δεν απαλλάχθηκε ακόμη το Έθνος»...
9.     Βλ. το τεύχος Μαρτίου 1983, έτ. 34/ τεύχος 556, σ. 3: «Οι κοτσαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος στην πλειοψηφία τους είτε σύρθηκαν στην επανάσταση, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά μπροστά στο γενικό ξεσηκωμό, είτε προσχώρησαν υστερόβουλα μπροστά στο γενικό ξεσηκωμό, αποβλέποντας σε μια νέα μορφή κυριαρχίας πάνω στον επαναστατημένο λαό (...). Ο ανώτερος κλήρος, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, πολέμησε την επανάσταση με τα μέσα που διέθετε και με επικεφαλής τους Πατριάρχες των αφορισμών (Γρηγόριο Ε', Πολύκαρπο Ιεροσολύμων)». Πρβλ. Π. ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΗ, όπ.π., σ. 201. Αυτό, που έχει σημασία είναι, ότι το πνεύμα του «λαϊκισμού» εμποδίζει το κείμενο να λάβει υπόψη τις περιπτώσεις, που αρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, με την απειλή των όπλων κράτησαν τμήματα του λαού στις μάχες, εμποδίζοντας την λιποταξία τους. Έτσι καταντά η ερμηνεία μονομερής και ιδεολογική.
10.   Βλ. στου Π. Γεωργαντζη, όπ.π., σ. 238ε.
11.   Τις νεώτερες μελέτες για το πρόσωπο βλ. στη Βιβλιογραφία.
12.   Βλ. I. Μ. Χατζηφωτη, όπ.π.
13.     Βλ. Γεωργίου Θ. Ζωρα, Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' εις την έκθεσιν του Ολλανδού Επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1976, σ. 4 ε.
14.   Μπορεί να αποκληθεί πρώτος μάρτυρας του Αγώνος της Ανεξαρτησίας μας.
15.   Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ', σ. 32 καί 36 (Α. Δεσποτόπουλος) γράφει σχετικά: «Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυ­κλίους. Οι επικριτές, όμως, δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το Έθνος, αν ο Πα­τριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορ­φώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωσε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γέ­νος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χι­λιάδες ορθοδόξων χριστιανών».
16.   Κατά την «Προκήρυξη» του Σουλτάνου (ΥATΑ), «ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά δείγματα αφοσιώσεως, όμως, κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του [...] γνωρίζων δε ο ίδιος και υποχρεωμένος να γνωστοποίηση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θα επετύγχανε [...], όμως, ένεκα της εμφύτου διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησεν, ουδέ επετίμησε τους αφελείς [...], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως...» (Γ. ΖΩΡΑ, όπ.π., σ.9). Ο Σουλτάνος, γνώστης των πραγμάτων, δίνει την ερμηνεία του, που αποδεικνύεται σοβαρότερη από εκείνη νεωτέρων, όπως ο Γ. Καρανικόλας.
17.   Βλ. στου Π. Γεωργαντζη, όπ.π., σ. 263ε.
18.   Στο ίδιο, σ. 206 ε.ε.
19.   Στο ίδιο, σ. 210-11.
20.   Βλ. την εκτενή και εμπεριστατωμένη έκθεση στου Π. Γεωργαντζη, όπ.π., σ. 261 ε.ε.
21.   Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως, σ. 144, Πρβλ. Π. Γεωργαντζη, όπ.π., σ. 214,463.
22.   Π. Γεωργαντζη, όπ.π., σ. 215 ε.ε.
23.   Το Εικοσιένα και η αλήθεια, τόμ. Α', σ. 59 και Β', σ. 93.
24.    Ο GORDON λ.χ., ιστορικός του Αγώνα (Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρ. Β. Βράχα, τόμ. Α', σ. 134), γράφει: «Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε, πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε, ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της».
25.   Βλ. στου Π. Γεωργαντζη, σ. 240.
26.   Λεπτομερή ανάλυση βλ. στο ίδιο, σ. 281 ε.ε.
27.   Βλ. τις μελέτες: Νικηφ. Μοςχοπουλου, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστά­σεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους, Αθήναι 1960. Ι. Παπαϊωαννου, Ιστορικές Γραμμές, τόμ. Α', Λάρισα 1979.
28.   Ν. Μοςχοπουλου, όπ.π., σ. 167. Ι. Παπαϊωαννου, όπ.π., σ. 240.
29.   Ν. Μοςχοπουλου, σ. 107. Ι. Παπαϊωαννου, σ. 240.
30.   Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνου, Κοσμάς Φλαμιάτος (1786-1852). Ένας μάρτυρας της ορθοδόξου παραδόσεως στο Ελληνικό Κράτος, ανάτ. από τη Θεολογία, Αθήναι 1987.
31.   ΚΟΣΜΑ ΦΛΑΜΙΑΤΟΥ, Άπαντα, εκδ. «Σπανός», Αθήναι 1976, σ. 96/7.
32.   Για το ίδιο πράγμα «κατηγορεί» το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Ράνσιμαν: «δεν θα μπορούσε το Πατριαρχείο να είχε γίνει η δύναμη, που θα συγκέντρωνε τον ορθόδοξο κόσμο και έτσι θα εξουδετέρωνε τις κεντρόφυγες τάσεις του βαλκανικού εθνικισμού; Η ευκαιρία χάθηκε. Το Πατριαρχείο μάλλον ελληνικό, παρά Οικουμενικό» (όπ.π., σ. 694).
33.   Βλ. ΜΑΡΚΟΥ Α. ΣΙΩΤΟΥ, «Η θρησκευτική αξία της εθνικής ελευθερίας», στην Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α., τ. Κ' (1973), σ. 41-70.
34.   π. Γ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, «Θεολογία απελευθερώσεως» και «Θεολογία ελευθερίας» στο περ. Κοινωνία, τ. ΛΒ' (1989), σ. 51-61.

http://www.impantokratoros.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου