Σελίδες

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ: Γ΄ ΛΟΥΚΑ


Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης

   «Μή κλαῖε».
    Παγερός και πικρός ο θάνατος. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή και γι’ αυτό αποκρούει τον θάνατο. Όπως ακριβώς είναι μυστήριο η γέννηση και η ανάπτυξη του ανθρώπου, το ίδιο και ο θάνατος. Κι όσο προκαλεί χαρά η γέννηση, τόσο και πιο πολύ προξενεί πικρία και θλίψη ο θάνατος. Δεν είναι μόνο ο χωρισμός. Δεν είναι μόνο η οδυνηρή έκπληξη και ο πόνος όταν βλέπει κάποιος ένα ζωντανό και δραστήριο, αγαπητό και ευεργετικό, γεμάτο ελπίδες και υποσχέσεις, δικό μας μάλιστα άνθρωπο, να κοίτεται άπνους, νεκρός μπροστά μας.
    Για σκεφθείτε την τραγική εκείνη χήρα της Ναΐν που μάς αναφέρει η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Πως όμως να μη κλαίει και να μη στενάζει; Η θλίψη της ήταν βαρειά. Ο πόνος της βαθύς. Οι στεναγμοί και τα δάκρυά της δικαιολογημένα. Την επισκέφθηκε ο θάνατος. Της πήρε ότι πολυτιμότερο είχε στη ζωή της, το μονάκριβο παιδί της. Συνόδευε στον τάφο το άψυχο σώμα του μονάκριβου παιδιού της. Ποιος γνωρίζει πριν πόσο καιρό της είχε πάρει και τον σύζυγο. Πόνεσε, φυσικά και τότε. Αλλά της έμεινε το παιδί της, παρηγοριά στον αφόρητο πόνο της, στήριγμα στη ζωή της, χαρά και ελπίδα της μητρικής της καρδιάς. Πόσα και πόσα όνειρα δεν θα είχε πλάσει γι’ αυτό. Ο θάνατος όμως το πήρε στην ακμή της νιότης του. Πως, λοιπόν, να μη χύνει ποτάμι τα δάκρυα; Πριν φτάσουν όμως στον τάφο συνάντησαν τον Κύριο Ιησού. Και τότε άλλαξαν όλα. Η γλυκιά θεϊκή Του φωνή τους σταμάτησε. «Μή κλαῖε», της είπε. Πως είναι δυνατόν; Έχανε το μονάκριβο γιό της. Κι όμως ο Κύριος της είπε· «Μή κλαῖε».
     Βέβαια γνώριζε ο φιλάνθρωπος Κύριος τι θα έκανε εκείνη την ώρα. Λυπημένος κι ίδιος, συμπάσχοντας και συμμετέχοντας στον ανθρώπινο πόνο, θα απέδιδε, όπως και απέδωσε, ολοζώντανο και υγιή το παιδί της. Πόσο διαφορετικά σκέπτεται και ενεργεί ο Χριστός. Ατάραχος, με θεϊκή μεγαλοπρέπεια, γεμάτος αγάπη, δίνει μια ανέλπιστη λύση. Ακούγεται η φωνή Του πάλι: «Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι». Και χαρίζει ολοζώντανο το παιδί της στην απελπισμένη μητέρα.
Δεν αποκλείεται και γι’ αυτό το σκοπό να είχε έρθει με τους Μαθητές Του στην πόλη της Ναΐν. Αλλά το «μή κλαῖε» του Κυρίου έχει γενικότερη ισχύ. Απευθύνεται προς όλους τους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι προπέμπουν κάποιο προσφιλή νεκρό τους στην τελευταία επί της γης κατοικία του. 
       Δεν απαγορεύει ο Κύριος και δεν θεωρεί ως αμαρτία την λύπη για τα αγαπημένα πρόσωπα που φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή. Δεν κατηγόρησε την Μάρθα και τη Μαρία για τα θερμά δάκρυα που έχυναν για τον θάνατο του αδελφού τους Λαζάρου. Ο ίδιος συγκινήθηκε βαθύτατα από την λύπη τους και καθώς πορευόταν προς τον τάφο, δάκρυσε. Και όσοι είδαν τα δάκρυα Του τα απέδωσαν στην αγάπη που έτρεφε για τον φίλο του Λάζαρο. Δάκρυσε, αν και μετά από λίγο θα τον επανέφερε στη ζωή. 
      Όπως και να το εξετάσουμε, ο θάνατος είναι μια θλίψη για τους ανθρώπους, αν όχι η βαρύτερη, πάντως μία από τις βαρύτερες. Διότι είναι κάτι ξένο προς την ανθρώπινη φύση, αντίθετο προς τον πόθο της αιωνιότητας, που έβαλε ο Θεός στον άνθρωπο. Έπλασε τον άνθρωπο αθάνατο, του έδωσε την δυνατότητα να μη γνωρίσει ποτέ τον θάνατο, αλλά ήρεμα και με ευχάριστο τρόπο να μεταβεί από την επίγεια ζωή του στην ουράνια μακαριότητα, από την επί γης στρατευομένη, στην εν ουρανοίς θριαμβεύουσα Εκκλησία.
     Αλλά μεσολάβησε η αμαρτία· η αμαρτία των πρωτοπλάστων, οι δικές μας αμαρτίες, η αμαρτωλότητα του ανθρωπίνου γένους. Κανείς δεν έμεινε, δεν μένει και δεν θα μείνει αμόλυντος από την αμαρτία. Αλλά όπου υπάρχει αμαρτία, εκεί σαν αναπόφευκτη συνέπεια αυτής, έρχεται ο θάνατος. Εξ  αιτίας της αμαρτίας, λέει ο Απόστολος Παύλος, εισήλθε ο θάνατος στον κόσμο, «εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθε» . Γι’ αυτό και «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἃπαξ ἀποθανεῖν» . Ο θάνατος, λοιπόν, είναι κάτι το παρέμβλητο, κάτι το θλιβερό. Είχε δίκιο ο σοφός της Παλαιάς Διαθήκης να αναφωνεί· «ὦ θάνατε, ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνον» . Δηλαδή, ω! θάνατε, πόσο πικρή, πόσο καταθλιπτική και οδυνηρή είναι και μόνο η ανάμνησή σου.
      Αχώριστος σύντροφος του θανάτου είναι η λύπη. Όχι όμως η έξαλλη λύπη, ούτε η βαθιά μελαγχολία, ούτε οι θρήνοι και οι κοπετοί, ούτε η απελπισία και ο μαρασμός αλλά η κατά Θεόν λύπη, η οποία απαλύνεται από την γλυκιά ελπίδα ότι η ψυχή εκείνου που πέθανε ζεί με ασφάλεια και χαρά στον ουρανό. Ότι το σώμα, το οποίο παραδίδεται στη φθορά και την αποσύνθεση, θα αναστηθεί κατά την μεγάλη ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, άφθαρτο, αιώνιο, ωραίο και ένδοξο. Ότι ο χωρισμός μας είναι ολιγοχρόνιος και προσωρινός. Θα έρθει και για μας η ημέρα του Κυρίου κατά την οποία θα εκδημήσουμε από την ζωή αυτή, θα φύγουμε από την προσωρινή μας κατοικία στη γη για να πετάξουμε στους ουρανούς, να συναντήσουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
      Προς τον Νεκτάριο, ο οποίος έχασε το μονάκριβο και πολυαγαπημένο παιδί του, γράφει ο Μέγας Βασίλειος. Και αφού εκφράζει και την δική του μεγάλη λύπη, προσθέτει: «Να σταθείς ηρωικός αγωνιστής ενώπιον της συμφοράς και μην αφήσεις τον εαυτό σου να καταποντισθεί στην άμετρη λύπη. Δεν έχασες το παιδί σου, γιατί αυτό στην πραγματικότητα ζει πλησίον του Θεού. Δεν εξαφανίσθηκε η ύπαρξη και η ζωή του, αλλά μετατέθηκε σε καλύτερους χώρους. Δεν σκέπασε τον αγαπητό μας η γη, αλλά τον υποδέχθηκε ο ουρανός. Ας κάνουμε λίγη υπομονή και μετά από μικρό διάστημα θα είμαστε μαζί του. Δεν θα είναι πολύς ο χρόνος του χωρισμού μας απ’ αυτόν. Όλοι προς το ίδιο τέρμα κατευθυνόμαστε».
      Φέρνει ως λαμπρό παράδειγμα υπομονής τον πολύαθλο Ιώβ, ο οποίος όταν του ανήγγειλαν τον βίαιο θάνατο και των δέκα παιδιών του, ανεφώνησε· «ὁ Κύριος ἒδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ κυρίῳ ἒδοξεν οὓτω καί ἐγένετο· εἲη τό ὂνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας» . Πόνεσε, αλλά δεν γόγγυσε, λυπήθηκε αλλά δεν τον κατέλαβε η λύπη, δεν έχασε την ελπίδα του, ιδιαίτερα σημαντικό στις δύσκολες ημέρες που περνάμε λόγω τις πολυποίκιλης κρίση να μην χάνουμε το κουράγιο μας, την ελπίδα μας, την εμπιστοσύνη μας στη χάρη του Θεού.
Ας σκεφθούμε ακόμη ότι ο Κύριος, μέσα στην άπειρη αγάπη του και σοφία, κανονίζει, σύμφωνα με το αιώνιο συμφέρον μας, τον καιρό, κατά τον οποίο θα έρθουμε στον κόσμο αυτό και την στιγμή κατά την οποία θα τον αφήσουμε. Γι’ όλα αυτά ο Απόστολος Παύλος μάς παραγγέλλει· «οὐ θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν περί τῶν κεκοιμημένων, ἳνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἒχοντες ἐλπίδα» .
     Ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο γεγονός για τον άνθρωπο. Θλιβερό αλλά όχι απελπιστικό. Βάζει τέρμα σε μια ζωή, την επίγειο και εγκαινιάζει την αρχή της άλλης, της αιώνιας. Δεν είναι εξαφάνιση, αλλά μετάβαση από το κατώτερο στο ανώτερο, από τη θλίψη στη χαρά, από τους κινδύνους της γης στην ασφάλεια του ουρανού. Ο πιστός όταν τα σκέφτεται όλα αυτά αντιμετωπίζει νικηφόρα την λύπη του θανάτου και αισθάνεται παρηγοριά και ειρήνη. 
    Ο Ιησούς Χριστός στέκει δίπλα στον καθένα μας. Πιο πολύ στις ώρες του πόνου και της απελπισίας. Στις στιγμές εκείνες που νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Τότε που το δάκρυ κυλάει από τα μάτια καυτό και πικρό. Ότι κι αν είναι αυτό που μας βασανίζει. Ότι κι αν λυγίζει τη διάθεση για ζωή. Όσο βαρύ κι αν είναι αυτό που μάς πιέζει κι ασήκωτο. Κι αν μάς πνίγει το σκοτάδι της απελπισίας και δεν μπορούμε να διακρίνουμε καμία ακτίνα φωτός. Ας ακούσουμε τη φωνή Του: «μή κλαῖε». Γνωρίζει γιατί το λέει. Έχει τη δύναμη να σβήσει την αιτία του αβάστακτου πόνου μας. Στα θεϊκά Του χέρια βρίσκεται η λύση του προβλήματός μας. Η αγάπη Του σαν βάλσαμο παρηγοριάς θα σηκώσει από την καρδιά μας το βάρος. Θα σκουπίσει το δάκρυ μας. Θα δώσει λύση στο αδιέξοδό μας. Ένα μόνο απαιτείται από μας. Να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά Του. να υποταχθούμε στο θέλημά Του. να δεχθούμε το Νόμο Του. να αφεθούμε στη δική Του καθοδήγηση. Τότε και μόνο τότε θα εκλείψει από τη ζωή μας «πᾶν δάκρυον». Γιατί, όπου βρίσκεται ο Χριστός, «οὐκ ἐστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός».
     Ας ανοίξουμε, λοιπόν, τα μάτια μας κι ας ρίξουμε τον εαυτό του ο καθένας μας στην αγκαλιά του Χριστού. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου